ROBERT l. BOROSAGE
Η εργασιακή πραγματικότητα για ολοένα και περισσότερους Αμερικανούς μπορεί να περιγραφεί ως «χαοτικές ώρες», σύμφωνα με την εφημερίδα «Τhe New York Times». Aυτή η περιγραφή αποτυπώνει την καθημερινότητα της Τζάνετ Ναβάρα, υπαλλήλου στα Starbucks, η οποία αναγκάζεται να εργάζεται σε καθεστώς ημιαπασχόλησης με ευέλικτο ωράριο. Συνήθως ενημερώνεται για το ωράριό της τρεις ημέρες νωρίτερα από την έναρξη της εργάσιμης εβδομάδας και πάντοτε δυσκολεύεται πολύ να οργανώσει τη φύλαξη του γιου της.
Αν και θέλει να σπουδάσει, οι ελπίδες της εξατμίζονται λόγω της αδυναμίας της να οργανώσει τα μαθήματά της. Οι εργαζόμενοι σαν την Τζάνετ έχουν μερική απασχόληση, εποχική, με μικρής διάρκειας συμβάσεις ή εργάζονται όταν τους καλέσουν (καθεστώς εφημερίας). Οι αποδοχές τους είναι χαμηλότερες από των πλήρως απασχολουμένων, με μόνιμη αβεβαιότητα και μηδενικές ή ελάχιστες ασφαλιστικές καλύψεις. Ισως να φθάνουν έως και το 40% του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ.
Στο σχετικό άρθρο τους οι ΝΥΤ επικεντρώνονταν σε μία νέα τεχνολογία, η οποία δίνει τη δυνατότητα στη Starbucks να διαχειρίζεται τις ώρες των υπαλλήλων της, αναλόγως με τη ζήτηση στο εκάστοτε κατάστημά της. Αυτό δεν έχει να κάνει με την τεχνολογία. Εχει να κάνει με την εξουσία. Οι εργαζόμενοι έχουν λιγότερη ισχύ στον χώρο εργασίας εν μέρει λόγω της παρατεταμένα υψηλής ανεργίας. Επιπλέον, ένας άλλος λόγος είναι η απουσία της φωνής των εργαζομένων λόγω της εξαφάνισης των συνδικάτων ειδικά στον ιδιωτικό τομέα. Καμία δουλειά δεν είναι εγγενώς περιθωριακή. Αθλιες δουλειές στο Φοίνιξ, όπου δεν υπάρχει συνδικαλισμός, αντιστοιχούν με θέσεις εργασίας των εργαζομένων της μεσαίας τάξης στην πόλη της Ν. Υόρκης, όπου ο συνδικαλισμός ανθεί. Ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Κάτνερ περιγράφει την πολύ διαφορετική πραγματικότητα των ξενοδοχοϋπαλλήλων της Νέας Υόρκης. Οι εργοδότες με την ποικιλόμορφη ζήτηση για δωμάτια θα ήθελαν να έχουν εργαζομένους σε εφημερία, αλλά υπάρχει ένα συνδικάτο να τους εκπροσωπήσει.
Στο πολιτικό πεδίο, τα συνδικαλιστικά όργανα αποτελούσαν ανέκαθεν μία ισχυρή φωνή για την πλήρη απασχόληση, την αύξηση του ελάχιστου μισθού, τις προδιαγραφές δίκαιης εργασίας, το κοινωνικό κράτος, την προσιτή στέγαση, τη δημόσια εκπαίδευση κ.λπ. Λειτούργησαν ως ένα συναισθηματικό αντιστάθμισμα στα επιχειρηματικά λόμπι και το μεγάλο κεφάλαιο στην πολιτική. Επί τριάντα χρόνια αυτά τα δύο αναπτύσσονταν μαζί στις ΗΠΑ. Στις νότιες πολιτείες ψηφίστηκαν νόμοι, οι οποίοι καθιστούσαν ουσιαστικά αδύνατο τον συνδικαλισμό. Οσο αποδυναμώνονταν τα σωματεία, τόσο απομακρυνόταν από αυτά και η μεσαία τάξη. Με τη συμμετοχή στα σωματεία να μειώνεται κάτω του 7% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, η μεσαία τάξη έχασε έδαφος. Παραγωγικότητα και εταιρικά κέρδη εξακολουθούν να αυξάνονται, αλλά οι εργαζόμενοι δεν εξασφαλίζουν δίκαιο μερίδιο από αυτά. Πολλοί σήμερα θεωρούν τα σωματεία παρωχημένο κομμάτι της παλιάς οικονομίας. Οσο η ανισότητα φθάνει σε νέα οριακά σημεία όμως τόσο αυξάνονται οι εργαζόμενοι, που υποχρεώνονται να εργαστούν σε κακοπληρωμένες θέσεις. Επομένως, είναι σαφής η ανάγκη αυτοί να αποκτήσουν ισχυρότερο λόγο στους χώρους εργασίας. Ορισμένοι αποδίδουν την παρακμή του συνδικαλισμού στην παγκοσμιοποίηση. Ωστόσο οι όροι της καθορίζονται από τη φορολογία και τη νομοθεσία του εμπορίου και του επιχειρείν. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει ισχυρό συνδικαλισμό και μεσαία τάξη, ενώ, ταυτόχρονα, αναδεικνύεται σε πανίσχυρη εξαγωγική δύναμη.
Πηγή: Η Καθημερινή/Reuters
Δημοσιεύτηκε στις 06/09/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire