Το 1927 έφτασαν στην Αμφίπολη
πρόσφυγες από τη Δράμα, κυνηγημένοι από τα κουνούπια και την ελονοσία.
Λένε πως τα ζώα τους που άφησαν ελεύθερα τους οδήγησαν εδώ. Μετά τον
πόλεμο οι βοσκοί στο Λόφο του Καστά έβοσκαν αμέριμνοι πάνω από τους
θησαυρούς της Αμφίπολης τα πρόβατα και τα γίδια τους. Τα παιδιά μαζεύουν
οβίδες για να βγάλουν τα μολύβια και τα τούνστια και να τις πουλήσουν
δώδεκα δραχμές το κιλό.
Ο γνωστός πλέον ογδοντάχρονος ανασκαφέας που ανακάλυψε με τη συνέντευξή του το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ήταν παιδί στη δεκαετία '50:
«Εδώ έσκαβαν όλοι. Ο τόπος είναι ημίβραχος, έσκαβες δέκα πόντους και φαινόταν, αν ήταν σκαμμένος ο τάφος. Σκάβαμε κυρίως στην Ακρόπολη, απέναντι από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, στα "καλά μνήματα", έμειναν οι πλούσιοι εκεί. Ανοιξα πολλούς τάφους: αν ήταν γυναικείος ο τάφος, βρίσκαμε χρυσά σκουλαρίκια, περιδέραια και καρφίτσες, αν ήταν αντρικός κάποια αντικείμενα και δακτυλίδια.
Οι ανασκαφές γινόντουσαν βράδυ από ομάδες δύο-τριών ατόμων συνήθως. Ο έμπορος τα αγόραζε και ο καθένας έπαιρνε το μερτικό του. Η συναλλαγή γινόταν στη Θεσσαλονίκη. «Αν έβρισκες κάτι, έπαιρνες τον έμπορο και του το έλεγες. Εβρισκαν και αγαλματίδια και τα πουλούσαν στους μεγάλους αρχαιοκάπηλους ή σε αυτούς που έκαναν συλλογές.
Είχα βρει τότε τριάντα αγαλματίδια, δούλευα στον δρόμο και άνοιγα τη διακλάδωση προς το χωριό μέσα, φαρδαίναμε τον δρόμο, τριάντα κούκλες, περιστέρια "αλεπές" και γυναικεία πρόσωπα, τα παρέδωσα στο Λαζαρίδη. Δεν μου έδωσαν καμία αμοιβή... Μια μέρα, καθώς άνοιγε τον δρόμο η μπουλντόζα, πετάχτηκε ένα κεφάλι μαρμάρινο. Το παρέδωσα και αυτό, αλλά λεφτά δεν πήρα ακόμη. Ο Λαζαρίδης έβγαινε με μια τσάντα στο χωριό και μάζευε ό,τι μπορούσε, ζητούσε ό,τι είχε βρει ο καθένας να του το παραδώσει, και τότε τα παρέδωσα και εγώ. Πήγα παντού -μέχρι τις Μυκήνες- πηγαίναμε δύο τρία άτομα, ξέραμε πού ήταν, ψάχνοντας τα έβρισκες. Πήγα στη Βεργίνα πριν από τον Ανδρόνικο. Ημασταν τέσσερα άτομα και πήγαμε τρία μέτρα βάθος, βρήκαμε ένα φτυάρι σπασμένο, πήγαν άλλοι πριν από εμάς.
Στην Ορμύλια της Χαλκιδικής με συνέλαβαν. Αλλά δεν ήμουν εκεί, το κάνανε συνωμοσία ο διοικητής Ασφαλείας, ο Οικ., με άλλα "κοπρόσκυλα" της δουλειάς, τρώγανε μαζί φαίνεται, πλήρωσα 1.700.000 δραχμές, για να μην μείνω φυλακή, για μένα και τον αδερφό μου. Είπαν πως οδηγούσα μπουλντόζα: εγώ δίπλωμα δεν είχα. Θυμάμαι, ένα βράδυ του 1977 ήμασταν στο Μελισσουργό της Ν. Απολλωνίας, κάτω στον δρόμο -Παζαρούδα λέγεται το χωριό- εκεί ψάχναμε, κάποιος μας πρόδωσε και ήρθε η αστυνομία, μας έπιασε και μας πήγε στα Λαγκαδίκια. Δικαστήκαμε, έφαγα πενήντα μέρες φυλακή, πληρώσαμε... Τώρα είναι κακούργημα, τότε ήταν πλημμέλημα. Δεν πλήρωναν οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, δεν υπήρχε ούτε φύλακας, ούτε τίποτα, ούτε ήταν χαρακτηρισμένα αρχαιολογικά. Πολλή φτώχεια. Με αυτά ίσα ίσα που συντηρούνταν ο κόσμος... άλλοι έπαιρναν τα λεφτά».
Τη δεκαετία '80 σχεδόν όλοι στην Αμφίπολη έχουν προμηθευτεί ανιχνευτές χρυσού. «Τριάντα άτομα κάνανε όλη τη δουλειά - ήταν και διοικητές μέσα, και αυτοί μπερδεύονταν με τα αρχαία. Το 1994 παρέδωσα κάποια αντικείμενα στην αρχαιολογική υπηρεσία, τα εκτίμησαν με ένα ποσό, αλλά ακόμη δεν μου τα πλήρωσαν. Το 2006, τους παρέδωσα πέντε χάλκινα και δύο ασημένια νομίσματα ρωμαϊκών χρόνων, ένα χάλκινο νόμισμα βυζαντινών χρόνων, ένα στάθμιο και μία χάλκινη αιχμή βέλους. Τα κοστολόγησαν περίπου 900 ευρώ, αλλά δεν μου τα πληρώσανε ακόμη» θα πει ο ογδοντάχρονος τυμβωρύχος.
Η μαρτυρία αυτή είναι σημαντική, αφού στις τελευταίες ανασκαφές στον Τύμβο Καστά όπως θα πει ο γέρος τυμβωρύχος «εγώ έδειξα στον αρχιφύλακα της Περιστέρη την είσοδο του Τύμβου. Του έδωσα και σχεδιάγραμμα, το έχουν». Οι κάτοικοι της Μεσολακκιάς βρίσκουν στα χωράφια τους νομίσματα.
«Υπήρχαν άνθρωποι στην Αμφίπολη που δεν δούλεψαν ποτέ, μάζευαν μπίλιες και έβρισκαν και τα νομίσματα. Τα νομίσματα τα έβρισκες περπατώντας. Εμείς ήμασταν αγρότες, αυτοί όλη μέρα έψαχναν και όλη τη νύχτα έσκαβαν. Οταν ξεκίνησαν να ανοίγουν τους τάφους, ερχόταν κόσμος από όλες τις περιοχές, είχαν διασυνδέσεις παντού. Τους συνελάμβαναν, πήγαιναν στα δικαστήρια. Τους έβαζαν από τη μια πόρτα και από την άλλη τους έβγαζαν. Είχαν... μπάρμπα στην Κορώνη. Ετρωγαν πολλοί από αυτή τη δουλειά».
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Δημοσιεύτηκε στις 07/09/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire