Αρκεί η επιτυχία ενός λογοτεχνικού βιβλίου στην Ελλάδα ή θέλουμε και το εξωτερικό;
ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ
Συχνά ξεχνάμε ότι το βιβλίο είναι ένα προϊόν που υπακούει στους κανόνες διακίνησης των προϊόντων. Σ’ αυτό το επίπεδο οι Ελληνες εκδότες, όπως και πολλές άλλες ελληνικές επιχειρήσεις, ανήκουν διεθνώς στην κατηγορία των εισαγωγέων και όχι των εξαγωγέων. Αγοράζουν ξένα βιβλία, σπανίως εξάγουν τα δικά τους προϊόντα.
Η προώθηση των ελληνικών βιβλίων στη διεθνή αγορά προσκρούει στο σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο της γλώσσας.
Σε κάθε ξένο εκδοτικό οίκο υπάρχει κάποιος που γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, ακόμα και Ισπανικά ή Ιταλικά. Πόσοι ξένοι εκδότες ξέρουν Ελληνικά; Πολύ φοβάμαι, κανένας.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Κανένας ξένος εκδότης δεν θα αγοράσει τα δικαιώματα ενός βιβλίου, αν δεν έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει προσωπική άποψη για το προϊόν που αγοράζει. Ασφαλώς, ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι έχουν επαγγελματίες αναγνώστες, πόσο όμως τους εμπιστεύονται είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.
Το Ισραήλ, που έχει το ίδιο πρόβλημα, το έλυσε με την προώθηση των βιβλίων με μια πρώτη μετάφραση στα Αγγλικά. Ετσι κατάφερε να επιβάλλει μια σειρά από συγγραφείς του. Κάποιοι θα σπεύσουν να πουν ότι θα μπορούσε να το είχε κάνει το ΕΚΕΒΙ, όταν υπήρχε. Και ποιος θα έπαιρνε την ευθύνη της επιλογής, για να έχει όλους τους άλλους, εκδότες και συγγραφείς, απέναντί του; Να θυμίσω ότι η αιτία που παροπλίσθηκε το ΕΚΕΒΙ ήταν ακριβώς μια επιλογή παιδικών βιβλίων.
Η μόνη λύση θα ήταν να χρηματοδοτηθούν οι εκδότες, για να μεταφράσουν τα βιβλία των συγγραφέων που εκπροσωπούν. Ποιο ελληνικό κράτος θα επωμιστεί, ωστόσο, αυτό το κόστος σε περίοδο κρίσης: Οταν, μάλιστα, στις καλές εποχές, πότε αποφάσιζε να επιχορηγήσει, και πότε να σταματήσει την πληρωμή των μεταφράσεων ελληνικών βιβλίων σε ξένη γλώσσα;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ
Στο ερώτημά σας δεν είμαι βέβαιος πως καταλαβαίνω καλά εκείνο το «αρκεί». Αρκεί για ποιο πράγμα και ποιο λόγο; Νομίζω πως, από την πρώτη κιόλας λέξη της ιστορίας του, ο συγγραφέας ελπίζει πάντα να διαβαστεί απ’ όλους όσοι μοιράζονται μαζί του τη χαρά της ανάγνωσης, αδιακρίτως σε ποια γλώσσα είναι γραμμένο ή μεταφρασμένο το βιβλίο. Εάν όμως δίνει ιδιαίτερο βάρος σ’ εκείνη τη διαδρομή τού βιβλίου του στο εξωτερικό, θέλει προσοχή γιατί μπορεί ασυνειδήτως, έχοντας σαν στόχο εκείνη την αγέραστη και αενάως επαναλαμβανόμενη επιθυμία για μια «διαδρομή του στο εξωτερικό», να οδηγηθεί στην αντιγραφή τρόπων έκφρασης και νοημάτων άλλων. Είναι καιρός να μάθουμε και να κατανοήσουμε πως αυτή η φορά προς το άλλο που δεν γνωρίζουμε, που δεν έχουμε προσλάβει και βιώσει με τον δικό μας τρόπο, είναι αδύνατον να δημιουργήσει έργο. Κόπιες φτιάχνει, πολλαπλά αντίγραφα άλλων, γνήσιων και διαφορετικών έργων τέχνης, με το λούστρο εισαγόμενου προϊόντος. Ακριβώς όπως κανένα φουλάρι, τσάντα ή κασκόλ γνωστής μάρκας δεν κάνει έναν δυστυχή να είναι ίδιος μ’ αυτόν που αντιγράφει. Ούτε βεβαίως και η φοίτηση στα κολέγια του St James ή της Ste Marika μετατρέπει αυτομάτως ένα ματαιόδοξο και εγωπαθές στουρνάρι σε έναν σύγχρονο βαρώνο Σίνα.
Βεβαίως το ελληνικό βιβλίο, το οποιοδήποτε έργο τέχνης, ούτε στιγμή δεν έπαψε να συνδιαλέγεται και να ανασαίνει σε περιβάλλοντα ξένα από τον τόπο δημιουργίας του. Είναι αυτή η εξωστρέφεια, τόσο γνωστή και ζωογόνος από τα χρόνια του Ομήρου, που ανανέωνε πάντα όχι μόνον τις τέχνες αλλά και την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Και όχι βεβαίως ο βαυαρέζικος εκσυγχρονισμός που επιβλήθηκε εδώ και 185 χρόνια, καθιερώνοντας τον πιθηκισμό σαν την πεμπτουσία της εξέλιξης και στον οποίο επιπέσαμε με αξιοσημείωτο ζήλο, πρέπει να παραδεχτούμε, οι περισσότεροι από μας.
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 15/03/2015
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire