Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαπραγμάτευση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη -
ουσιαστικά δηλαδή με το Βερολίνο-έχει εισέλθει σε μια κρίσιμη φάση. Από τη μια
η ελληνική κυβέρνηση αγωνίζεται να περισώσει ότι μπορεί να περισωθεί από το
προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη η Γερμανία επιδιώκει την
απονομιμοποίησή της, όχι μονάχα μπροστά στα μάτια του ελληνικού λαού, αλλά και
μπροστά στους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς, για να μη τολμήσουν στο μέλλον να
αμφισβητήσουν τη γερμανική ηγεμονία. Και ενώ η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο
Γιούρογκρουπ φαινόταν να παρέχει μια ανάσα στην Ελλάδα προκειμένου να προετοιμαστεί
μέσα σε ένα πιο ήσυχο κλίμα για μια νέα
συμφωνία με τους δανειστές της χώρας, η σκληρή στάση του Βερολίνου δημιουργεί
καθημερινά προβλήματα και ασκεί μια αφόρητη πίεση στην Αθήνα για παράδοση άνευ
όρων. Ο γερμανικός εκβιασμός συνίσταται στην απειλή πρόκλησης ασφυξίας στην
ελληνική οικονομία αλλά και στα δημόσια οικονομικά της χώρας. Η ελληνική
κυβέρνηση αντιστέκεται όπως μπορεί καλύτερα. Στο εσωτερικό της χώρας οι
μνημονιακές δυνάμεις που δεν θέλουν με κανένα τρόπο να επιτύχει αυτή η κυβέρνηση, συντάσσονται ουσιαστικά με
το Βερολίνο και τους δανειστές . Κάποιοι, μερικοί από καλή πρόθεση, αλλά οι
περισσότεροι κακόβουλα, ασκούν μια ισοπεδωτική κριτική στην κυβέρνηση για λάθη
και αδεξιότητες. Ασφαλώς έχουν γίνει λάθη στην όλη διαχείριση της διαπραγμάτευσης
με τους δανειστές. Αλλά τουλάχιστον αυτή η κυβέρνηση, μέχρι στιγμής, προσπαθεί
να σώσει ότι σώζεται από την αξιοπρέπεια της χώρας, την οποίαν έχουν
καταρρακώσει οι μνημονιακές κυβερνήσεις των τελευταίων πέντε χρόνων.
Στους επικριτές της ελληνικής κυβέρνησης προστέθηκε και η Λευκωσία μέσω του
υπουργού Οικονομικών της. Ο οποίος, χωρίς αιδώ, δήλωσε πρώτα ότι δεν ήξερε τί
ήθελε η ελληνική κυβέρνηση. Και στη συνέχεια πρόσθεσε πως με την Ελλάδα
«υπάρχουν πολιτιστικοί δεσμοί, και πως αυτό είναι όλο». Και τα δηλώνει αυτά
κάποιος που προέρχεται από ένα κόμμα που γέμιζε τα στάδια με κόσμο που ανέμιζε
ελληνικές σημαίες και όποιος τολμούσε να πει το παραμικρό για την Ελλάδα, σε
πολύ ηπιότερο τόνο από αυτό με τον οποίο μιλά σήμερα ο ίδιος, χαρακτηριζόταν αυτόματα
ως προδότης. O tempora, o mores!
Η πιο έντονη κριτική ασκείται στον έλληνα
υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη. Κριτική πρώτα που έρχεται απέξω και που
υποδαυλίζεται από το Βερολίνο, με στόχο την αντικατάστασή του. Με αυτή την
κριτική ταυτίζονται την ίδια ώρα και οι μνημονιακοί εντός Ελλάδας. Αν όλοι
αυτοί ζητούν την αντικατάστασή του, μήπως είναι γιατί κάνει καλά τη δουλειά του
και δεν είναι Γκίκας Χαρδούβελης ή Ευάγγελος Βενιζέλος; Θα συμφωνήσω πάντως ότι
ο Βαρουφάκης θα πρέπει να σταματήσει να μιλά πολύ. Τον πρώτο καιρό χρειαζόταν
να μιλά πολύ για να σταλούν τα αναγκαία μηνύματα προς διάφορες κατευθύνσεις.
Αυτό έχει γίνει με επιτυχία και σίγουρα η αντισυμβατικότητά του, για την οποίαν
εισπράττει ειρωνίες, έχει βοηθήσει σ’αυτό.
Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αποδώσει στη χώρα την
χαμένη αξιοπρέπεια της και ο τρόπος με τον οποίο διαπραγματεύεται με την
Ευρωζώνη, δείχνει τον δρόμο και σε άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Μια συντηρητική εφημερίδα όπως οι «Financial Times», έγραψε αυτές τις μέρες : Λίγο πριν εκλεγεί πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας είχε δηλώσει ότι θα
έβαζε ένα τέλος στην «εθνική ταπείνωση» και στις «εντολές από το εξωτερικό».
Όποιος μπαίνει στον πειρασμό να απορρίψει την έμφαση στην εθνική ταπείνωση σαν
δήθεν ελληνική εκκεντρικότητα, καλά θα κάνει να κοιτάξει τι γίνεται και στον
υπόλοιπο κόσμο, γράφει ο Γκίντιον
Ράτσμαν, αρθρογράφος της εφημερίδας. Και καταλήγει λέγοντας πως
η Δύση πρέπει να θυμάται ότι τα σύμβολα έχουν συχνά σχεδόν τόση σημασία όση και
η ουσία. Αυτό και για όσους μιλούν
ειρωνικά για την προσπάθεια της Αθήνας να εισάγει μια διαφορετική σημειολογία στο θέμα της ασύδοτης και κακόφημης τρόϊκας.
Και που θα ήθελαν την Ελλάδα να γυρίσει στις μέρες του αλήστου μνήμης μετεμφυλιακού πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα,
Πιουριφόι, σε ρόλο ρωμαίου ανθύπατου να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις.
Και βεβαίως πολιτική και σημειολογία πηγαίνουν μαζί. Πολιτική είναι η σωστή
διαχείριση των συμβόλων, είπε κάποτε ο Φρανσουά Μιτεράν.
Συμπερασματικά, αν το Βερολίνο αντιδρά τόσο βίαια στις ελληνικές
διεκδικήσεις, είναι για να σκοτώσει την ελπίδα αλλαγής και σε άλλες χώρες στις
οποίες θα γίνουν σύντομα εκλογές, στην
Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Το ποτάμι όμως δεν γυρίζει
πίσω. Για τους προσεκτικούς παρατηρητές, φαίνονται ήδη οι ρωγμές στο τείχος του
Βερολίνου.
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής
πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του
Πανεπιστημίου Κρήτης.
*
.E-mail stephanos.constantinides@gmail.com
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire