Οι μεγάλες αποδράσεις του Αγώνα
Η οργάνωση, ο σχεδιασμός και οι ηρωϊκές πράξεις
ΤΟΥΦΡΙΞΟΥΔΑΛΙΤΗ
Σαν σήμερα, μισό αιώνα και κάτι πριν, η μεγάλη είδηση που συντάραξε τους Βρετανούς αποικιοκράτες, δεν ήταν πρωταπριλιάτικο ψέμα. Οι στιγμές ψυχικού μεγαλείου και δόξας που έμελλε να γεμίσουν μελλοντικές σελίδες της ιστορίας, άπειρες. Ένας λαός αποφάσιζε να πάρει την τύχη στα χέρια του και ήταν αποφασισμένος να τα δώσει όλα, ακόμα και τη ζωή του. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες εφάρμοσαν διάφορες μεθόδους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη θέληση ενός λαού, που πολεμούσε με κάθε μέσο για την ελευθερία του. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, πολλοί αγωνιστές συνελήφθησαν και υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια. Κάποιοι από αυτούς, κατάφεραν μέσα από καλά οργανωμένα σχέδια και άκρα μυστικότητα, να αποδράσουν, ντροπιάζοντας τους Άγγλους φρουρούς. Κάποιες από τις αποδράσεις ήταν πραγματικά εντυπωσιακές, δείχνοντας τη σωστή και καλή οργάνωση σε κάθε σχέδιο της οργάνωσης και συνάμα το απαράμιλλο θάρρος των αγωνιστών.
Από τα κρατητήρια, ή αλλιώς στρατόπεδα συγκεντρώσεως, που είχαν στήσει οι Εγγλέζοι, έγιναν συνολικά 11 αποδράσεις και απέδρασαν συνολικά 49 αγωνιστές, σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει ο αγωνιστής ιστορικός - ερευνητής Γιάννης Σπανός. Πέραν αυτών, υπήρξαν και μια σειρά άλλων, με πιο γνωστές, την απόδραση από το φρούριο της Κερύνειας, αλλά και τις αποδράσεις από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ, τα πάντα τελούσαν υπό αυστηρότητα. Ακόμα και οι αποδράσεις έπρεπε να εγκριθούν, να σχεδιαστούν και να λάβουν την τελική έγκριση του ίδιου του αρχηγού της ΕΟΚΑ Διγενή. Αυτός θα έδινε την τελική έγκριση, για το πότε, πώς, αλλά και το ποιοι θα λάμβαναν μέρος στην απόδραση «Αποδράσεις ευκαιρίας ελάχιστες φορές έγιναν», εξηγεί ο κ. Σπανός. Για να γίνει μία απόδραση, όπως αναφέρει, έπρεπε να ειδοποιηθεί η «αόρατη αρχή» των κρατητηρίων. Στα κρατητήρια, το Συμβούλιο ήταν μυστικό και τα άτομα που το αποτελούσαν τα επέλεγε ο ίδιος ο αρχηγός της ΕΟΚΑ ο Διγενής. Συνήθως αποτελείτο από τρεις αγωνιστές εγνωσμένου κύρους και αξιοπιστίας. Η επιθυμία για απόδραση διαβιβαζόταν στον Διγενή, ο οποίος επέλεγε ποιοι θα αποδράσουν, σύμφωνα με τις ανάγκες του αγώνα. «Εάν δεν δινόταν άδεια από το Διγενή, δεν μπορούσε να αποδράσει κάποιος», αναφέρει. «Εάν δραπέτευε κάποιος εξ ιδίας πρωτοβουλίας, περνούσε κυριολεκτικά από κόσκινο για το ποιος ήταν και για τους λόγους και τις συνθήκες που απέδρασε. Κάτι που έγινε για παράδειγμα με την περίπτωση του Σάββα Ροτσίδη, ο οποίος βρισκόταν υπό κράτηση και κατόρθωσε να αποδράσει.
Πέρασε από ένα σωρό ελέγχους από την οργάνωση, μέχρι να διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το έκανε εξ ιδίας πρωτοβουλίας και για λόγους αγάπης προς την πατρίδα. Υπό κανονικές συνθήκες, όμως, για να γίνει μία απόδραση, έπρεπε να εγκριθεί και η απόδραση και το σχέδιο της απόδρασης, αλλά ακόμα και το όνομα της αποστολής», εξηγεί.
Στη συνέχεια το σχέδιο έμπαινε σε εφαρμογή και με πάσα μυστικότητα και με τη συνδρομή και μεγάλου αριθμού άλλων κρατουμένων. Βέβαια, μετά από κάθε απόδραση ακολουθούσαν σκληρά αντίποινα από τους Άγγλους, οι οποίοι έπαιρναν πιο αυστηρά μέτρα, προέβαιναν σε εκτεταμένες έρευνες, διέκοπταν τις επισκέψεις και την αλληλογραφία των υπόλοιπων κρατουμένων.
Από τα κρατητήρια, ή αλλιώς στρατόπεδα συγκεντρώσεως, που είχαν στήσει οι Εγγλέζοι, έγιναν συνολικά 11 αποδράσεις και απέδρασαν συνολικά 49 αγωνιστές, σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει ο αγωνιστής ιστορικός - ερευνητής Γιάννης Σπανός. Πέραν αυτών, υπήρξαν και μια σειρά άλλων, με πιο γνωστές, την απόδραση από το φρούριο της Κερύνειας, αλλά και τις αποδράσεις από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ, τα πάντα τελούσαν υπό αυστηρότητα. Ακόμα και οι αποδράσεις έπρεπε να εγκριθούν, να σχεδιαστούν και να λάβουν την τελική έγκριση του ίδιου του αρχηγού της ΕΟΚΑ Διγενή. Αυτός θα έδινε την τελική έγκριση, για το πότε, πώς, αλλά και το ποιοι θα λάμβαναν μέρος στην απόδραση «Αποδράσεις ευκαιρίας ελάχιστες φορές έγιναν», εξηγεί ο κ. Σπανός. Για να γίνει μία απόδραση, όπως αναφέρει, έπρεπε να ειδοποιηθεί η «αόρατη αρχή» των κρατητηρίων. Στα κρατητήρια, το Συμβούλιο ήταν μυστικό και τα άτομα που το αποτελούσαν τα επέλεγε ο ίδιος ο αρχηγός της ΕΟΚΑ ο Διγενής. Συνήθως αποτελείτο από τρεις αγωνιστές εγνωσμένου κύρους και αξιοπιστίας. Η επιθυμία για απόδραση διαβιβαζόταν στον Διγενή, ο οποίος επέλεγε ποιοι θα αποδράσουν, σύμφωνα με τις ανάγκες του αγώνα. «Εάν δεν δινόταν άδεια από το Διγενή, δεν μπορούσε να αποδράσει κάποιος», αναφέρει. «Εάν δραπέτευε κάποιος εξ ιδίας πρωτοβουλίας, περνούσε κυριολεκτικά από κόσκινο για το ποιος ήταν και για τους λόγους και τις συνθήκες που απέδρασε. Κάτι που έγινε για παράδειγμα με την περίπτωση του Σάββα Ροτσίδη, ο οποίος βρισκόταν υπό κράτηση και κατόρθωσε να αποδράσει.
Πέρασε από ένα σωρό ελέγχους από την οργάνωση, μέχρι να διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το έκανε εξ ιδίας πρωτοβουλίας και για λόγους αγάπης προς την πατρίδα. Υπό κανονικές συνθήκες, όμως, για να γίνει μία απόδραση, έπρεπε να εγκριθεί και η απόδραση και το σχέδιο της απόδρασης, αλλά ακόμα και το όνομα της αποστολής», εξηγεί.
Στη συνέχεια το σχέδιο έμπαινε σε εφαρμογή και με πάσα μυστικότητα και με τη συνδρομή και μεγάλου αριθμού άλλων κρατουμένων. Βέβαια, μετά από κάθε απόδραση ακολουθούσαν σκληρά αντίποινα από τους Άγγλους, οι οποίοι έπαιρναν πιο αυστηρά μέτρα, προέβαιναν σε εκτεταμένες έρευνες, διέκοπταν τις επισκέψεις και την αλληλογραφία των υπόλοιπων κρατουμένων.
Η ΠΙΟγνωστή ήταν η απόδραση από το κάστρο της Κερύνειας, η οποία έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου 1955 κατά την οποίαν απέδρασαν 16 άτομα. Το κάστρο χρησιμοποιείτο ως φυλακή μετά το καλοκαίρι του 1955. Αρχικά τους συλληφθέντες τους έπαιρναν στις Κεντρικές Φυλακές. Όταν γέμισε μία πτέρυγα, χρησιμοποίησαν το κάστρο ως φυλακή μέχρι το Νοέμβριο του 1955, όταν οι Άγγλοι είχαν ήδη δημιουργήσει το στρατόπεδο συγκέντρωσης Κοκκινοτριμμιθιάς και μετακίνησαν τους κρατούμενους.
Εκείνη τη νύκτα το μεγάλο σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Σύμφωνα με το σχέδιο, για το οποίο είχε ενημερωθεί μέσω συνδέσμου ο Διγενής, οι αγωνιστές που θα λάμβαναν μέρος στην απόδραση ρύθμισαν τις διακινήσεις εντός του κάστρου, έτσι ώστε να βρεθούν στο ίδιο κελί. Στην επιχείρηση πήραν μέρος οι αγωνιστές, Μάρκος Δράκος, Λάμπρος Καυκαλίδης, Μιχαλάκης Ρωσσίδης, Λεύκιος Ροδοσθένους, Πέτρος Στυλιανού, Πέτρος Παπαϊωάννου, Ευάγγελος Ευαγγελάκης, Χριστάκης Ελευθερίου, Κωνσταντίνος Λοΐζου, Στέλιος Σιάμισης, Χαρίλαος Ξενοφώντος, Παύλος Νικήτας, Ανδρέας Πολυβίου, Παναγιώτης Παπαναστασίου, Δήμος Βρυωνίδης και Μίκης Φυρίλλας.
Οι αγωνιστές, άρχισαν να ανασκάπτουν σιγά- σιγά τις βάσεις του κιγκλιδώματος του κελιού προς τη μεριά της θάλασσας, ενώ οι υπόλοιποι τραγουδούσαν και θορυβούσαν ούτως ώστε να μην ακουστεί ο θόρυβος που γινόταν. Ένας εξ αυτών, ο Πετράκης Παπαϊωάννου, κατάφερε να τραβήξει το σιδερένιο παράθυρο και να το βγάλει. Στη συνέχεια, οι αγωνιστές έδεσαν σεντόνια και τα έριξαν κάτω. Κατέβηκαν από εκεί και έφυγαν. Είχε γίνει όμως μια σύγχυση. Σύμφωνα με το σχέδιο, θα συναντιόνταν στο νεκροταφείο. Βρέθηκαν όμως ενώπιον δύο νεκροταφείων. Ενός ελληνικού και ενός τουρκικού. Μέσα στο σκοτάδι, δεν το αντιλήφθηκαν κάποιοι και έμειναν εκεί. Ο Μάρκος Δράκος μαζί με τον Ροδοσθένους, τον Φυρίλλα, τον Πολυβίου, τον Ελευθερίου και τον Νικήτα κατόρθωσε να κατέβει στον Λάρνακα της Λαπήθου.
Όπως αναφέρει ο κ. Σπανός, ο Λάρνακας της Λαπήθου ήταν οργανωμένος στον αγώνα και κανόνισε η κοινότητα να διοργανώσει μια προσκυνητική εκδρομή για το μοναστήρι του Κύκκου. Η ομάδα μπήκε στο λεωφορείο μαζί με τους άλλους και ξεκίνησαν για το προσκύνημα, έτσι ώστε αν τους σταματούσε μπλόκο Εγγλέζων, θα έλεγαν ότι πήγαιναν για προσκύνημα. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής οι αγωνιστές κατέβηκαν από το λεωφορείο και εξαφανίστηκαν.
Ο Λάμπρος Καυκαλλίδης μαζί με τον Ευαγγελάκη και τον Ξενοφώντος, κατάφεραν να φτάσουν στη Λευκωσία και να ενωθούν με άλλους αγωνιστές. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν λίγες ώρες αργότερα σε διαφορετικά σημεία.
Εκείνη τη νύκτα το μεγάλο σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Σύμφωνα με το σχέδιο, για το οποίο είχε ενημερωθεί μέσω συνδέσμου ο Διγενής, οι αγωνιστές που θα λάμβαναν μέρος στην απόδραση ρύθμισαν τις διακινήσεις εντός του κάστρου, έτσι ώστε να βρεθούν στο ίδιο κελί. Στην επιχείρηση πήραν μέρος οι αγωνιστές, Μάρκος Δράκος, Λάμπρος Καυκαλίδης, Μιχαλάκης Ρωσσίδης, Λεύκιος Ροδοσθένους, Πέτρος Στυλιανού, Πέτρος Παπαϊωάννου, Ευάγγελος Ευαγγελάκης, Χριστάκης Ελευθερίου, Κωνσταντίνος Λοΐζου, Στέλιος Σιάμισης, Χαρίλαος Ξενοφώντος, Παύλος Νικήτας, Ανδρέας Πολυβίου, Παναγιώτης Παπαναστασίου, Δήμος Βρυωνίδης και Μίκης Φυρίλλας.
Οι αγωνιστές, άρχισαν να ανασκάπτουν σιγά- σιγά τις βάσεις του κιγκλιδώματος του κελιού προς τη μεριά της θάλασσας, ενώ οι υπόλοιποι τραγουδούσαν και θορυβούσαν ούτως ώστε να μην ακουστεί ο θόρυβος που γινόταν. Ένας εξ αυτών, ο Πετράκης Παπαϊωάννου, κατάφερε να τραβήξει το σιδερένιο παράθυρο και να το βγάλει. Στη συνέχεια, οι αγωνιστές έδεσαν σεντόνια και τα έριξαν κάτω. Κατέβηκαν από εκεί και έφυγαν. Είχε γίνει όμως μια σύγχυση. Σύμφωνα με το σχέδιο, θα συναντιόνταν στο νεκροταφείο. Βρέθηκαν όμως ενώπιον δύο νεκροταφείων. Ενός ελληνικού και ενός τουρκικού. Μέσα στο σκοτάδι, δεν το αντιλήφθηκαν κάποιοι και έμειναν εκεί. Ο Μάρκος Δράκος μαζί με τον Ροδοσθένους, τον Φυρίλλα, τον Πολυβίου, τον Ελευθερίου και τον Νικήτα κατόρθωσε να κατέβει στον Λάρνακα της Λαπήθου.
Όπως αναφέρει ο κ. Σπανός, ο Λάρνακας της Λαπήθου ήταν οργανωμένος στον αγώνα και κανόνισε η κοινότητα να διοργανώσει μια προσκυνητική εκδρομή για το μοναστήρι του Κύκκου. Η ομάδα μπήκε στο λεωφορείο μαζί με τους άλλους και ξεκίνησαν για το προσκύνημα, έτσι ώστε αν τους σταματούσε μπλόκο Εγγλέζων, θα έλεγαν ότι πήγαιναν για προσκύνημα. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής οι αγωνιστές κατέβηκαν από το λεωφορείο και εξαφανίστηκαν.
Ο Λάμπρος Καυκαλλίδης μαζί με τον Ευαγγελάκη και τον Ξενοφώντος, κατάφεραν να φτάσουν στη Λευκωσία και να ενωθούν με άλλους αγωνιστές. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν λίγες ώρες αργότερα σε διαφορετικά σημεία.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire