Στις 20 Νοεμβρίου 1922, επαύριο της ελληνικής ήττας στη Μικρά Ασία, άρχισε στη Λωζάννη η Συνδιάσκεψη Ειρήνης, με σκοπό οι δύο πλευρές να καταλήξουν σε μια νέα Συνθήκη που θα αντικαθιστούσε τη Συνθήκη των Σεβρών, την οποία η νέα τουρκική κυβέρνηση υπό τον Μουσταφά Κεμάλ δεν αναγνώριζε. Ο Κεμάλ είχε επίσης ξεκαθαρίσει ότι σκόπευε να διώξει το συντομότερο από τα εδάφη της Τουρκίας όσους Ελληνες είχαν απομείνει και είχε μάλιστα ορίσει προθεσμία τις 13 Δεκεμβρίου.
Στις 30 Ιανουαρίου 1923, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ισμέτ Πασάς (αργότερα Ινονού) υπέγραψαν στη Λωζάννη δύο συμβάσεις - μία για την ανταλλαγή των ομήρων και των αιχμαλώτων πολέμου και μία για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών με μοναδικό κριτήριο το θρήσκευμα των «ανταλλάξιμων», την οποία είχε εισηγηθεί ο Νορβηγός αντιπρόσωπος της Κοινωνίας των Εθνών, Φρίντχοφ Νάνσεν, στη συνέχεια κατέστη μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923. Η Σύμβαση άρχισε να εφαρμόζεται από τον Αύγουστο του 1923, η δε μεικτή επιτροπή επιφορτισμένη με την εκτίμηση και εκκαθάριση των περιουσιών που θα άφηναν πίσω τους οι πληθυσμοί περάτωσε το έργο της το 1925. Η ανταλλαγή των πληθυσμών μπορεί δικαίως να θεωρηθεί ο επίλογος της Μικρασιατικής Καταστροφής, καθώς -πέρα από το ότι αποτελούσε μια ηπιότερη μορφή εθνοκάθαρσης- ουσιαστικά νομιμοποιούσε στη διεθνή κοινότητα το τέλος της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στην Ιωνία. Ηταν η πρώτη μεγάλη ανταλλαγή πληθυσμών στον 20ό αιώνα, μια πρακτική που κατόπιν εφαρμόστηκε και σε άλλα μέρη του κόσμου, και την οποία σήμερα ο ΟΗΕ καταδικάζει ως παραβίαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire