Συνέντευξη στον Σπύρο Κακουριώτη
Έχοντας πίσω της την επιτυχία της παράστασης Το γήρας. Ένα χορικό, που ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, η σκηνοθέτις Γεωργία Μαυραγάνη ετοιμάζεται να κάνει ένα ακόμη βήμα πειραματισμού μεταφέροντας στη σκηνή του Θεάτρου Πόρτα το πρώτο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μούζιλ Οι αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες. Ταυτόχρονα, στη Θεσσαλονίκη και στη σκηνή του ΚΘΒΕ θα παρουσιαστεί η παράσταση του Μικρού Θεάτρου Αγρινίου Από πρώτο χέρι, που επαινέθηκε από κοινό και κριτικούς, η οποία πρόκειται να επαναληφθεί του χρόνου στην Αθήνα. Με την ευκαιρία αυτή, μιλήσαμε μαζί της και για τις δύο αυτές παραστάσεις.
* Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το έργο του Μούζιλ που ανεβάζετε;
Γραμμένο τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, βασίζεται σε εμπειρίες που έζησε στα εφηβικά του χρόνια, καθώς υπήρξε εσώκλειστος σε στρατιωτικό γυμνάσιο. Φεύγοντας από αυτό, γράφει αυτήν την ιστορία για να ερμηνεύσει αυτό που του συνέβη, αλλά και να διατυπώσει τις ιδέες του για τη ζωή και τους ανθρώπους.
Στην ιστορία παρακολουθούμε τη ζωή τεσσάρων οικοτρόφων στο στρατιωτικό γυμνάσιο. Ο Τέρλες, όπως και οι υπόλοιποι, είναι παιδιά «καλών» οικογενειών. Ενώ περνούν αρκετά βαρετά στη σχολή, πιάνουν κάποιον να κλέβει. Αυτό θα σταθεί αφορμή, αντί να τον καταγγείλουν, να τον χρησιμοποιούν για να ανακαλύψουν τα όρια του ίδιου τους του εαυτού.
Ο ένας, που έχει ιδέες ρατσιστικής ανωτερότητας, τον βασανίζει. Ο δεύτερος τον χρησιμοποιεί για να δει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η υποταγή. Ο Τέρλες, μια ιδιαίτερη περίπτωση, παρακολουθεί όσα συμβαίνουν κριτικάροντας τη στάση τους, καταλαβαίνει ότι νιώθει τρυφερά συναισθήματα για τον βασανιζόμενο και, όταν ενδώσει σε αυτά με πολύ κόπο, θα το τακτοποιήσει μέσα του τάχιστα. Είναι, θα λέγαμε, αυτός που αργότερα θα συμμετάσχει στα φασιστικά κινήματα και στη συνέχεια θα ισχυριστεί «δεν έφταιγα εγώ, εκτελούσα εντολές».
* Πώς προσεγγίζετε σκηνικά τη μεταφορά του κειμένου;
Η παράσταση θέλει να είναι μια «παγίδα» για τους ηθοποιούς, αυτός είναι ο στόχος μου: Προσπαθώντας να αναπαραστήσουν σκηνικά την ιστορία να εμπλακούν και οι ίδιοι σε αυτήν. Δεν έχουμε, λοιπόν, μια ρεαλιστική αφήγηση, αλλά χρησιμοποιείται για να πουν αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή μεταξύ τους.
* Στην παράστασή σας ασχολείστε και με τον κοινωνικό μηχανισμό που παράγει αυτές τις προσωπικότητες;
Στο βιβλίο αυτό δεν υπάρχει με ξεκάθαρο τρόπο. Πιο πολύ περιγράφεται η διαφορά ανάμεσα στον τακτοποιημένο αστικό κόσμο της σχολής και όσα γίνονται μέσα στο ημίφως, στο μικρό καμαράκι των οικοτρόφων. Ας μην ξεχνάμε πως είναι η εποχή των πρώτων φροϋδικών γραπτών, όταν ανακαλύπτεται η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Όσο αρνείσαι την ύπαρξή της τόσο απομακρύνεσαι από τον πραγματικό άνθρωπο και φτάνεις σε μια απλοποίηση που, αυτόματα σχεδόν, οδηγεί στον φασισμό.
* Στη δουλειά σας δείχνετε μια προσκόλληση στην εφηβική ηλικία. Συντείνει σε αυτό και η ιδιότητα της εκπαιδευτικού;
Μιλώντας με έναν φίλο, μου είπε πως «ο στρατός είναι θέατρο». Αυτό δεν απέχει πολύ από το τι συμβαίνει και στο σχολείο. Πολλές φορές, ως εκπαιδευτικός πρεσβεύεις βεβαιότητες που γνωρίζεις ότι δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Αυτήν την υποκρισία την αισθάνομαι πολύ έντονα...
Στην εφηβεία συνειδητοποιούμε πολλά πράγματα που μετά τα ξεχνάμε. Λόγω της αναταραχής της ηλικίας, η ενσυναίσθηση διευρύνεται και φτάνουμε σε μια γνώση σχεδόν πέρα από τη λογική. Είναι η γνώση μιας δεύτερης, σιωπηλής ζωής, που στη συνέχεια βυθίζεται σε μια τεράστια σιωπή, εκτός αν τη διοχετεύσει κανείς στην τέχνη ή στον έρωτα.
* Είναι η πρώτη φορά που δουλεύετε με ένα λογοτεχνικό κείμενο. Σας δυσκόλεψε;
Πολύ. Έχω δουλέψει διηγήματα σε μορφή αναλογίου, το μυθιστόρημα όμως είναι διαφορετικό, καθώς έπρεπε να το διασκευάσω. Στον Τέρλες υπάρχουν πολλαπλοί αφηγητές, κάτι που έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Ήθελα να το κάνω όμως, γιατί βλέπω το θέατρο σαν μια μηχανή που εξερευνώ τις δυνατότητές της και τι μπορώ να κάνω με αυτήν. Ακόμη κι αν κάτι δεν το καταφέρω, θα ανακαλύψω πώς μπορεί να λειτουργήσει. Δεν έχω βγάλει κάποια σχολή σκηνοθεσίας, δεν υπάρχει άλλωστε στην Ελλάδα, τώρα μαθαίνω: τι σημαίνει αυτή η αφήγηση, μέχρι πού μπορείς να πειραματιστείς, πόσο μπορείς να εμπλέξεις την πραγματικότητα των ηθοποιών με την υποχρέωσή τους να αναπαραστήσουν κάτι...
* Πάντως η μεταφορά λογοτεχνικών έργων στη σκηνή είναι μια τάση που βλέπουμε όλο και συχνότερα...
Ίσως επειδή δεν γράφονται πολλά καλά καινούργια έργα. Νομίζω πως η τελευταία σύγχρονη φωνή που είχε ενδιαφέρον ήταν η Σάρα Κέιν, εξαιρετικά προσωπική, που κατάφερε να χρησιμοποιήσει το in-yer-face theatre με πολύ ποιητικό τρόπο. Έκανε θέατρο κάτι πολύ σκληρό, με έντονο έρωτα και ταυτόχρονα πολύ τρυφερό. Δεν ξέρω κάτι ανάλογο στη σύγχρονη γραφή, πιστεύω όμως ότι κάποτε θα εμφανιστεί.
* Παράλληλα επαναλαμβάνεται στη Θεσσαλονίκη, στο ΚΘΒΕ, το Από πρώτο χέρι. Πού αποδίδετε την επιτυχία αυτής της παράστασης;
Στο θέμα και στην εποχή που παρουσιάζεται, όταν η εργασία βάλλεται. Στο γεγονός ότι μέσα από τη μονοκαλλιέργεια του καπνού μπορούμε να δούμε πώς η χώρα έχασε την όποια αυτοδυναμία είχε: από τις επιδοτήσεις μέχρι την αλλαγή των καλλιεργειών. Τα καπνά ήταν μια μικρή καλλιέργεια, έτσι ο καθένας μπορούσε να βγάλει το μεροκάματο. Μετά ήρθαν τα Βιρτζίνια, που ήθελαν μεγαλύτερη έκταση, και οι μικροκαλλιεργητές βρέθηκαν μετέωροι. Επίσης οι καπνοκαλλιεργητές και οι καπνεργάτες ήταν πρόσφυγες, είχαν αριστερή συνείδηση. Ήταν κομμουνιστές με τρόπο φυσικό, έδειχναν αυθόρμητη αλληλεγγύη. Η εργασία συνέδεε ολόκληρη την κοινωνία, όχι μονάχα τους καπνεργάτες. Ήταν όλοι μαζί, όχι ο καθένας για τον εαυτό του. Στο ότι η παράσταση τα δείχνει όλα αυτά μέσα από αφηγήσεις ζωής και όχι θεωρητικά έγκειται, πιστεύω, η απήχησή της.
* Ο τίτλος της παράστασης αναφέρεται στον τρόπο δουλειάς σας, στη συλλογή προφορικών μαρτυριών;
Έχει διπλή αναφορά: αρχικά είναι το «πρώτο χέρι» της συγκομιδής των καπνών, αλλά και οι αφηγήσεις «από πρώτο χέρι». Στις περισσότερες από τις συνεντεύξεις συνάντησα μεγάλους ανθρώπους, που έζησαν αλλιώς τη δουλειά. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω πολλά... Με το που έμπαινα μέσα, άρχιζαν. Η αφήγηση πήγαινε μόνη της. Ήταν η ζωή τους. Επιπλέον, ενώ μιλούσαμε για συγκεκριμένες πρακτικές και χωρίς να το θέλουν, έβγαζαν τον καημό τους, τις αγωνίες τους για το σήμερα, μέχρι το νόημα της ζωής! Ήταν μεγάλο μάθημα για μένα, που το χρησιμοποίησα και στην επόμενη δουλειά μου, το Γήρας.
* Πώς αντέδρασαν οι πληροφορητές όταν είδαν την παράσταση;
Δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς ήταν! Αναστέναζαν, λέγανε «έτσι είναι», αναγνώριζαν τύπους στους οποίους αναφέρονταν. Είχα μεγάλη αγωνία, γιατί στην παράσταση μιλούσα για τη ζωή τους και δεν επιτρεπόταν κανένα λάθος. Κανονικά, αυτό θα έπρεπε να είναι ζητούμενο κάθε φορά που κάνουμε θέατρο, καθώς έχουμε ευθύνη γιατί μιλάμε για τη ζωή των ανθρώπων. Πάντως νιώθω τυχερή που μπόρεσα να προσεγγίσω τον τόπο μου αλλιώς μέσα από το θέατρο.
Πηγή: Η Αυγή
Δημοσιεύτηκε στις 29/02/2016
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire