Κώστας Σταμάτης*
Οραματιζόμενος σοσιαλισμό με δημοκρατία κι
ελευθερία, θέλησε να ξεκόψει αποφασιστικά από την εργαλειακή αντίληψη
για το Κράτος, το δίκαιο, τη δημοκρατία, που επιβίωνε στο μαρξισμό της
εποχής. Δεν δίστασε να επικαλεσθεί ανάλογες θέσεις τού (μη μαρξιστή)
Νορμπέρτο Μπόμπιο. Δεν πρόλαβε όμως να αναζωογονήσει την κριτική
κοινωνική θεωρία του με κανονιστικό στοχασμό γύρω από το Κράτος, τη
δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα...
Στο ύστατο βιβλίο του1, αλλά και στη χειμαρρώδη συνέντευξή του στον Ανρύ Βεμπέρ2,
ο Νίκος Πουλαντζάς ανακεφαλαίωσε τη σκέψη του για το Κράτος, με πλήρη
αποδοχή της δημοκρατικής ιδέας. Λίγο καιρό πριν από τον αδόκητο θάνατό
του (1979), ο Πουλαντζάς διατύπωσε αυτή τη θέση αρχής χωρίς περιστροφές.Δύο κρίσιμες θεωρητικές προκλήσεις στον Πουλαντζά
Οραματιζόμενος σοσιαλισμό με δημοκρατία κι ελευθερία, θέλησε να ξεκόψει αποφασιστικά από την εργαλειακή αντίληψη για το Κράτος, το δίκαιο, τη δημοκρατία, που επιβίωνε στο μαρξισμό της εποχής. Δεν δίστασε να επικαλεσθεί ανάλογες θέσεις τού (μη μαρξιστή) Νορμπέρτο Μπόμπιο. Δεν πρόλαβε όμως να αναζωογονήσει την κριτική κοινωνική θεωρία του με κανονιστικό στοχασμό γύρω από το Κράτος, τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Εικάζω ότι τον ίδιο καιρό πρέπει να τον απασχολούσαν έντονα δύο πολιτικοθεωρητικές προκλήσεις.
Η πρώτη, ας πούμε εξ αριστερών, προερχόταν από τη δυναμική ενδομαρξιστική συζήτηση στη Δυτική Γερμανία. Αυτή καταπιανόταν με τη λογική συναγωγή (Ableitung) των μορφών δικαίου και κράτους από τη διπλή κίνηση του κεφαλαίου. Η κίνηση του κεφαλαίου συνίσταται αφενός σε αξιοποίηση αλλότριας εργασίας, αφετέρου σε αξιοποίηση του επενδυμένου κεφαλαίου. Από την ενωμένη εργατική δύναμη αποσπάται σταθερά υπεραξία, την οποία ιδιοποιούνται οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής.
Η δεύτερη πρόκληση, όμως, ας πούμε σχηματικά εκ δεξιών, προερχόταν από μη μαρξιστική πλευρά, όπως ο πολιτικά φιλελεύθερος και δημοκρατικός προσανατολισμός του Ιταλού σοσιαλιστή Μπόμπιο.
Όρια της δομιστικής σκέψης
Σε γενικές γραμμές, η μήτρα ιδεών του Πουλαντζά παρέμεινε στρουκτουραλιστική (δομιστική). Ως τέτοια, θα ήταν μεν δυνατόν να διαλεχθεί με την πρώτη από τις παραπάνω προκλήσεις. Με τη δεύτερη όμως από αυτές κάτι τέτοιο φάνταζε το 1979 μάλλον ως απλή συγκόλληση ετερογενών σχηματισμών ιδεών.
Δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς ικανές θεωρητικές υποδοχές στο έργο του Πουλαντζά, που θα επέτρεπαν ανοίγματα γόνιμα για ουσιώδη και εσωτερική σύνδεση με τις αξίες της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων. Δηλαδή αξίες που θεωρούνταν επί μακρόν ως παρακαταθήκη ιδεών του πολιτικού φιλελευθερισμού ή αξίες «αστικές». Μέχρι τότε τέτοια θέματα είτε αποφεύγονταν συνειδητά από τους μαρξιστές είτε γίνονταν αντικείμενο απλώς «ιδεολογικής» κριτικής.
Και όμως, κατά τη δεκαετία του 1970, με επίκεντρο τον αγγλόφωνο κόσμο, είχε αρχίσει ήδη να σημειώνεται γοργά μια «κανονιστική» στροφή στις επιστήμες του ανθρώπου. Η επίδρασή της στάθηκε τόσο διάχυτη, ώστε παρακίνησε και μαρξιστές στοχαστές στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία να ασχοληθούν με θέματα που μέχρι τότε εκλαμβάνονταν από τον κυρίαρχο μαρξισμό της εποχής ως ανήκοντα στην «αστική ιδεολογία».
Ενδεικτικά αναφέρομαι στην ήδη αρξαμένη (στη δεκαετία του 1970) αγγλόφωνη συζήτηση γύρω από την τοποθέτηση του Μαρξ ως προς την υπό ευρεία έννοια Ηθική. Και μάλιστα με άξονα το πρόβλημα κατά πόσο στο ώριμο έργο του Μαρξ λανθάνει κάποια αντίληψη περί αδικίας, άρα αναγκαστικά και κάποια ιδέα περί δικαιοσύνης3.
Στη συζήτηση αυτή αναδείχθηκε ότι τα έσχατα προβλήματα της κοινωνικής και της πολιτικής θεωρίας είναι φιλοσοφικά. Τέτοια ζητήματα είναι π.χ. τι οφείλουμε να πράττουμε ή τι δικαιούμαστε να ελπίζουμε. Μπορούν να αποσαφηνισθούν με τη συνδρομή της πρακτικής φιλοσοφίας. Ειδ’ άλλως, η επιστημονική σκέψη περιορίζεται να αναλύει πώς είναι καμωμένη ή λειτουργεί η πραγματικότητα. Χωρίς όμως να μπορεί να δικαιολογήσει κάποια θέση αρχής περί του πρακτέου.
Μαζί με, αλλά και πέρα από τον Πουλαντζά
Εάν τυχόν ο Πουλαντζάς ασχολείτο με τον ανωτέρω προβληματισμό, πιθανώς θα καλείτο να τροποποιήσει, περισσότερο ή λιγότερο, τη φιλοσοφική σύσταση της κοινωνικής θεωρίας του για το κράτος, το δίκαιο, τη δημοκρατία. Δεν αποκλείεται να έμπαινε στον πειρασμό να πραγματοποιήσει εν μέρει μία κίνηση αντίστροφη από εκείνη που είχε τελέσει στη δεκαετία του 1960. Τότε η διδακτορική διατριβή του είχε σταθεί έναυσμα, ώστε να ξεκινήσει η συνειδητή προσχώρησή του στο δυτικό μαρξισμό.
Ο Πουλαντζάς αποστασιοποιήθηκε σαφώς από τη διατριβή του, με θέμα γύρω από τη «φύση των πραγμάτων στο δίκαιο». Εκεί είχε αποπειραθεί να συναρμόσει την υπαρξιστική φιλοσοφία του Σαρτρ με ιδέες για αναβίωση θεωρημάτων φυσικού δικαίου. Τέτοια μοτίβα είχαν γίνει του συρμού στη μεταπολεμική –ιδίως γερμανική– νομική σκέψη, μετά την κρίση συνείδησης που προκλήθηκε στη γερμανική κοινωνία ύστερα από τη συντριβή του ναζισμού.
Το 1979, πάντως, στο μαρξισμό της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν είχαν μεστώσει ακόμη όροι για φιλοσοφικό αναπροσανατολισμό, που θα έθετε ζητήματα αρχών (principles) ως προς το πώς και γιατί αξίζει να παλεύει η Αριστερά για «ελευθερία και δημοκρατία». Μετατοπίσεις και μεταβολές στο επίπεδο της θεωρίας υπερβαίνουν καταφανώς τόσο τις προσωπικές δυνάμεις καθενός χωριστά όσο και το πεπερασμένο μήκος ζωής του. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο είναι άδικο να αξιώνουμε εκ των υστέρων από οποιονδήποτε στοχαστή σκέψεις που εκείνος εκ των πραγμάτων αδυνατούσε να προσφέρει στον δικό του καιρό, με το δικό του πλαίσιο σκέψης.
Διά ταύτα;
Σήμερα σχεδόν κανείς στη μη δογματική Αριστερά δεν αμφιβάλλει ότι οι όροι του δημοκρατικού παιχνιδιού πρέπει να αποτελούν ακρογωνιαίο στοιχείο σε οποιαδήποτε κοινωνία καλύτερη από αυτές του υπαρκτού καπιταλισμού.
Ωστόσο, αυτό που εκκρεμεί ακόμη είναι να συσταθεί θεωρία ικανή να δικαιολογήσει την αξία της πανανθρώπινης απελευθέρωσης από τα δεσμά της ανισότητας, της κουτσουρεμένης ελευθερίας, των αναξιοπρεπών όρων ζωής. Αυτό όμως συνεπάγεται αντίστροφα ότι αποδεχόμαστε αρχές δημοκρατίας, ελευθερίας, ισότητας, αλληλεγγύης και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με τρόπο αταλάντευτο, όχι ανάλογα με τη συγκυρία. Αλλά ζητήματα τέτοιας εμβέλειας και αξιολογικά φορτισμένα μόνο με προσφυγή στην πρακτική φιλοσοφία μπορούν να ερευνηθούν.
Καλώς επαναλαμβάνουμε τα λόγια του Πουλαντζά: «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι καν σοσιαλισμός». Η δυσκολία όμως αρχίζει από εδώ και πέρα. Τόσο στη θεωρία όσο και στην πολιτική πρακτική, για όσους συμμερίζονται την αξία αυτού του χειραφετητικού ιδεώδους. Και στα δύο αυτά επίπεδα έχουμε να διανύσουμε μεγάλο και κακοτράχαλο δρόμο. Σ’ αυτή τη διαδρομή η παρακαταθήκη του Πουλαντζά, από ένα σημείο και πέρα, πιθανώς να μη μπορεί να δώσει απαντήσεις με την πληρότητα που θα χρειαζόμασταν.
1. Το Κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, β΄ έκδοση, 1984, σ. 357 επ.
2. Βλ. τον τόμο: Τζέϊμς Μάρτιν (επιμ.), Νίκος Πουλαντζάς, Κείμενα. Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, εκδ. Νήσος, Αθήνα, 2009, σ. 439-471.
3. Βλ. το βιβλίο μου, Αστική κοινωνία, δικαιοσύνη και κοινωνική κριτική, εκδ. Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα, 1995.
* Ο Κώστας Σταμάτης διδάσκει Φιλοσοφία του Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ
Πηγή: Η Αυγή
Δημοσιεύτηκε στις 03/07/2016
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire