Η Κυπριακή Δημοκρατία στο σχέδιο Ανάν
Του Νίκου Χρ. Χαραλάμπους
Σε χωριστά δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν στις 24 Απριλίου 2004 οι Ελληνοκύπριοι με το εντυπωσιακό ποσοστό των 75,83% ψήφισαν «Όχι» για το σχέδιο Ανάν, ενώ οι Τουρκοκύπριοι με ποσοστό 64,91% ψήφισαν «Ναι».
Όποιος μελετήσει νηφάλια και προσεκτικά το κείμενο του σχεδίου, διαπιστώνει εύκολα, πως τούτο, λόγω της πρόθεσης των συντακτών του να γεφυρωθούν αντιθέσεις, είχε πολλές ασάφειες, οι οποίες με τη σειρά τους παρείχαν τη δυνατότητα διατύπωσης ερμηνειών ριζικά αλληλοσυγκρουόμενων. Ο sir David Ηannay-τώρα lord Ηannayof Chiswick- που το όνομά του ταυτίστηκε με τη διαμόρφωση του σχεδίου Ανάν, αναφέρθηκε σε «εποικοδομητικές ασάφειες». Μόνο που οι ασάφειες του σχεδίου κάθε άλλο παρά ήταν «εποικοδομητικές» και ήταν ικανές να ανατινάξουν το νέο κρατικό μόρφωμα που προβλεπόταν σε πολύ λίγο χρόνο, ακόμη και εν τη γενέσει του, αν ληφθεί υπόψη η αμοιβαία δυσπιστία και καχυποψία καθώς και η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο μερών που θα αναλάμβαναν να το λειτουργήσουν.
Μια από τις ασάφειες, η πιο σημαντική, για την οποία εκφράστηκαν εκ διαμέτρου αντίθετες ερμηνείες, ήταν αν αποδοχή του σχεδίου Ανάν θα οδηγούσε σε διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και μετεξέλιξή της στην «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία» ή, αντίθετα, σε γένεση νέου κυπριακού κράτους.
Στο Διεθνές Δίκαιο υπάρχει διάκριση μεταξύ «συνέχισης του κράτους» (state continuity), όπου ένα κράτος συνεχίζει να υφίσταται παρά την αλλαγή στην εσωτερική συνταγματική του δομή ή στο έδαφος ή στον πληθυσμό του και «διαδοχής του κράτους» (state succession), όπου ένα κυρίαρχο κράτος αντικαθίσταται από άλλο σε μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια. Στην περίπτωση «διαδοχής του κράτους», τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του παλαιού κράτους δεν μεταφέρονται αυτόματα στο νέο κράτος. Η σημασία της πιο πάνω διάκρισης στην περίπτωση της Κύπρου είναι προφανής.
Ο διαθέσιμος χώρος δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ, έστω και συνοπτικά, στις απόψεις που διατυπώθηκαν. Το σχέδιο δεν αναφέρει οτιδήποτε. Ούτε κάνει μνεία για την «Κυπριακή Δημοκρατία», αλλά αναφέρει ότι η Συμφωνία «εγκαθιδρύει μια νέα τάξη πραγμάτων στην Κύπρο». Ένα θέμα που απασχόλησε τους μελετητές του σχεδίου είναι η αλλαγή που διατύπωσε ο Ανάν στο σχέδιο ΙΙΙ αναφορικά με το ποιες οντότητες θα συνιστούσαν τη «United Cyprus Republic» (Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία). Ενώ προηγουμένως γινόταν λόγος για «συστατικά κράτη» (component states), από το σχέδιο ΙΙΙ και μετά γίνεται μνεία του όρου «συνιστώντα κράτη» (constituent states). Η διαφορά είναι τεράστια. Δεν έγινε «λογοτεχνική αδεία». «Συνιστώντα κράτη» (constituent states) σημαίνει κράτη που θα καθιδρύσουν το νέο κράτος. Για τούτο, είναι, κατά την άποψή μου, βάσιμη η άποψη ότι η «νέα τάξη πραγμάτων» ήταν νέο κράτος. Οι υποστηρικτές του σχεδίου βασίστηκαν, κατά κύριο λόγο, στη διάταξη 13.3, σύμφωνα με την οποία η Κύπρος θα εξακολουθήσει να είναι μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Δεν θα χρειαστεί η υποβολή οποιασδήποτε νέας αίτησης. Απλά, «οι δυο συμπρόεδροι θα ενημερώσουν τα Ηνωμένα Έθνη ότι εφεξής τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της Κύπρου ως μέλους των Ηνωμένων Εθνών θα ασκούνται σύμφωνα με τη νέα τάξη πραγμάτων».
Το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό διότι αν το σχέδιο πρόβλεπε τη διαδοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας από το νέο κράτος, όπως είναι η άποψή μου, και όχι τη μετεξέλιξή της στο νέο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπαυε αυτόματα να υπάρχει στις 25 Απριλίου 2004, με όσα αυτό συνεπάγεται. Από τη δημιουργία του νέου κράτους και έπειτα, όποια κρίση θα προέκυπτε θα αντιμετωπιζόταν διεθνώς σε εντελώς άλλη βάση. Οι πιθανότητες για δημιουργία τέτοιων κρίσεων ήταν πάμπολλες. Τις ευκαιρίες τις παρείχε η μη λειτουργικότητα του σχεδίου. Αμφιβάλλω αν θα άρχιζε καν τη λειτουργία του το νέο κράτος, λόγω των διαφωνιών που θα προέκυπταν κατά τη μεταβατική περίοδο ως προς την υλοποίηση του σχεδίου. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας ήταν αντίθετο προς το σχέδιο. Μετά από μια τέτοια κρίση δεν θα υπήρχε καμιά τουρκική εισβολή, καμιά παράνομη κατοχή, καμιά Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας θα πρέπει να αποκατασταθεί η εδαφική ακεραιότητα. Θα υπήρχαν, στην καλύτερη για μας περίπτωση, δύο κρατίδια, που πιθανό να καθίσταντον και τα δυο υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου.
Ανεξάρτητα, όμως, από τη νομική πλευρά του ζητήματος, η πείρα που δοκίμασε η Κύπρος και άλλα κράτη έδειξε ότι τις διεθνείς συνθήκες δεν είναι οι διεθνολόγοι που τις ερμηνεύουν αλλά οι ισχυροί.
Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Τουρκία, με την εισβολή του 1974, είχε ως βασικό στόχο την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε τούτο, η Τουρκία απέτυχε. Η Κυπριακή Δημοκρατία όχι μόνο παραμένει, αλλά είναι και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο αποτελεί πραγματικό βραχνά για την Τουρκία.
*Ο κ. Νίκος Χρ. Χαραλάμπους είναι πρώην επίτροπος Διοικήσεως και πρώην βοηθός γενικός εισαγγελέας.
www.nicoscharalambous.org
Όποιος μελετήσει νηφάλια και προσεκτικά το κείμενο του σχεδίου, διαπιστώνει εύκολα, πως τούτο, λόγω της πρόθεσης των συντακτών του να γεφυρωθούν αντιθέσεις, είχε πολλές ασάφειες, οι οποίες με τη σειρά τους παρείχαν τη δυνατότητα διατύπωσης ερμηνειών ριζικά αλληλοσυγκρουόμενων. Ο sir David Ηannay-τώρα lord Ηannayof Chiswick- που το όνομά του ταυτίστηκε με τη διαμόρφωση του σχεδίου Ανάν, αναφέρθηκε σε «εποικοδομητικές ασάφειες». Μόνο που οι ασάφειες του σχεδίου κάθε άλλο παρά ήταν «εποικοδομητικές» και ήταν ικανές να ανατινάξουν το νέο κρατικό μόρφωμα που προβλεπόταν σε πολύ λίγο χρόνο, ακόμη και εν τη γενέσει του, αν ληφθεί υπόψη η αμοιβαία δυσπιστία και καχυποψία καθώς και η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο μερών που θα αναλάμβαναν να το λειτουργήσουν.
Μια από τις ασάφειες, η πιο σημαντική, για την οποία εκφράστηκαν εκ διαμέτρου αντίθετες ερμηνείες, ήταν αν αποδοχή του σχεδίου Ανάν θα οδηγούσε σε διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και μετεξέλιξή της στην «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία» ή, αντίθετα, σε γένεση νέου κυπριακού κράτους.
Στο Διεθνές Δίκαιο υπάρχει διάκριση μεταξύ «συνέχισης του κράτους» (state continuity), όπου ένα κράτος συνεχίζει να υφίσταται παρά την αλλαγή στην εσωτερική συνταγματική του δομή ή στο έδαφος ή στον πληθυσμό του και «διαδοχής του κράτους» (state succession), όπου ένα κυρίαρχο κράτος αντικαθίσταται από άλλο σε μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια. Στην περίπτωση «διαδοχής του κράτους», τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του παλαιού κράτους δεν μεταφέρονται αυτόματα στο νέο κράτος. Η σημασία της πιο πάνω διάκρισης στην περίπτωση της Κύπρου είναι προφανής.
Ο διαθέσιμος χώρος δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ, έστω και συνοπτικά, στις απόψεις που διατυπώθηκαν. Το σχέδιο δεν αναφέρει οτιδήποτε. Ούτε κάνει μνεία για την «Κυπριακή Δημοκρατία», αλλά αναφέρει ότι η Συμφωνία «εγκαθιδρύει μια νέα τάξη πραγμάτων στην Κύπρο». Ένα θέμα που απασχόλησε τους μελετητές του σχεδίου είναι η αλλαγή που διατύπωσε ο Ανάν στο σχέδιο ΙΙΙ αναφορικά με το ποιες οντότητες θα συνιστούσαν τη «United Cyprus Republic» (Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία). Ενώ προηγουμένως γινόταν λόγος για «συστατικά κράτη» (component states), από το σχέδιο ΙΙΙ και μετά γίνεται μνεία του όρου «συνιστώντα κράτη» (constituent states). Η διαφορά είναι τεράστια. Δεν έγινε «λογοτεχνική αδεία». «Συνιστώντα κράτη» (constituent states) σημαίνει κράτη που θα καθιδρύσουν το νέο κράτος. Για τούτο, είναι, κατά την άποψή μου, βάσιμη η άποψη ότι η «νέα τάξη πραγμάτων» ήταν νέο κράτος. Οι υποστηρικτές του σχεδίου βασίστηκαν, κατά κύριο λόγο, στη διάταξη 13.3, σύμφωνα με την οποία η Κύπρος θα εξακολουθήσει να είναι μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Δεν θα χρειαστεί η υποβολή οποιασδήποτε νέας αίτησης. Απλά, «οι δυο συμπρόεδροι θα ενημερώσουν τα Ηνωμένα Έθνη ότι εφεξής τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της Κύπρου ως μέλους των Ηνωμένων Εθνών θα ασκούνται σύμφωνα με τη νέα τάξη πραγμάτων».
Το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό διότι αν το σχέδιο πρόβλεπε τη διαδοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας από το νέο κράτος, όπως είναι η άποψή μου, και όχι τη μετεξέλιξή της στο νέο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπαυε αυτόματα να υπάρχει στις 25 Απριλίου 2004, με όσα αυτό συνεπάγεται. Από τη δημιουργία του νέου κράτους και έπειτα, όποια κρίση θα προέκυπτε θα αντιμετωπιζόταν διεθνώς σε εντελώς άλλη βάση. Οι πιθανότητες για δημιουργία τέτοιων κρίσεων ήταν πάμπολλες. Τις ευκαιρίες τις παρείχε η μη λειτουργικότητα του σχεδίου. Αμφιβάλλω αν θα άρχιζε καν τη λειτουργία του το νέο κράτος, λόγω των διαφωνιών που θα προέκυπταν κατά τη μεταβατική περίοδο ως προς την υλοποίηση του σχεδίου. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας ήταν αντίθετο προς το σχέδιο. Μετά από μια τέτοια κρίση δεν θα υπήρχε καμιά τουρκική εισβολή, καμιά παράνομη κατοχή, καμιά Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας θα πρέπει να αποκατασταθεί η εδαφική ακεραιότητα. Θα υπήρχαν, στην καλύτερη για μας περίπτωση, δύο κρατίδια, που πιθανό να καθίσταντον και τα δυο υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου.
Ανεξάρτητα, όμως, από τη νομική πλευρά του ζητήματος, η πείρα που δοκίμασε η Κύπρος και άλλα κράτη έδειξε ότι τις διεθνείς συνθήκες δεν είναι οι διεθνολόγοι που τις ερμηνεύουν αλλά οι ισχυροί.
Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Τουρκία, με την εισβολή του 1974, είχε ως βασικό στόχο την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε τούτο, η Τουρκία απέτυχε. Η Κυπριακή Δημοκρατία όχι μόνο παραμένει, αλλά είναι και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο αποτελεί πραγματικό βραχνά για την Τουρκία.
*Ο κ. Νίκος Χρ. Χαραλάμπους είναι πρώην επίτροπος Διοικήσεως και πρώην βοηθός γενικός εισαγγελέας.
www.nicoscharalambous.org
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire