ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

vendredi 27 janvier 2012

Ο βίος και το τόξο του






Tου Παντελή Μπουκάλα
Τη δύσκολη ώρα, δεν είναι πολλές οι λέξεις στις οποίες θα αναζητήσει αποκούμπι η πληγωμένη ψυχή. «Ενα τίποτε είμαστε, μια ανάσα» έχουμε πει και έχουμε ακούσει πολλές φορές, από ξόδι σε ξόδι, σαν να δοκιμάζουμε να μηδενίσουμε τη σημασία της απώλειας υποτιμώντας την αξία της ζωής. Δυσπιστώντας εξ ενστίκτου σε όσα ευαγγελίστηκαν οι απόστολοι διαφόρων θρησκειών, συνοψίζουμε με τον πιο απλό ή και απλοϊκό τρόπο όσα σοφά και ευαίσθητα είπαν για τον βίο και τον θάνατο, στο πέρασμα των αιώνων, ποιητές και φιλόσοφοι.
Τη δική του συνόψιση είχε επιχειρήσει ο Πλούταρχος, δοκιμάζοντας, με το έργο του «Παραμυθητικός προς Απολλώνιον», να παρηγορήσει έναν άνθρωπο για τον θάνατο του άγουρου γιου του. «Ποσοτικό» θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το ένα από τα κυριότερα παραμυθητικά επιχειρήματα του Πλούταρχου και ποιοτικό το δεύτερο. «Και γαρ ο μακρότατος βίος ολίγος εστί και στιγμιαίος προς τον άπειρο αιώνα», λέει, αρθρώνοντας ένα αυτονόητο που, όσο απτό, δεν έπαψε ποτέ να είναι οδυνηρό, γιατί αυτή η βιοσοφική αριθμητική αφήνει αναπάντητο το γιατί· και ακριβώς η έλλειψη πραγματικής, υλικής απάντησης πρόσφερε τη δυνατότητα σε ποικίλες θρησκείες να αναπτυχθούν, προτείνοντας, προς ανακούφιση του καταβροχθιστικού υπαρξιακού άγχους, μετενσαρκώσεις, μετεμψυχώσεις και μεταθανάτιες ζωές σε Ηλύσια Πεδία, Βαλχάλες και Παραδείσους.
Στο δεύτερο επιχείρημα του Πλούταρχου, το ποιοτικό, αμφισβητείται η παντοδυναμία της εξίσωσης πολύ ίσον καλό και ως άριστος βίος, άρα και επιθυμητός, προτείνεται ο ενάρετος και σύμμετρος και όχι αυτός που μετράει με δεκαετίες πολλές το άνυσμά του, γιατί καμιά αξία δεν έχει το μάκρος του βίου αν δεν τον κοσμεί η αρετή: «Ουχ ο μακρότατος βίος άριστος αλλ’ ο σπουδαιότατος· ουδέ γαρ ο πλείστα κιθαρωδήσας ή ρητορεύσας ή κυβερνήσας αλλ’ ο καλώς επαινείται. Το γαρ καλόν ουκ εν μήκει χρόνου θετέον αλλ’ εν αρετή και τη καιρίω συμμετρία. (…) Την γαρ ευκαιρίαν μάλλον, ου τη ευγηρίαν πανταχού θεωρούμεν πρωτεύουσαν». Τη λέξη «ευκαιρία» εδώ πρέπει να τη διαβάσουμε με την παλαιά της σημασία της ευημερίας, της ευτυχίας, και όχι με την έννοια που έμαθε να της αποδίδει ο καιροσκοπισμός μας.
Πόθεν όμως η κοινή λέξη «βίος»; Ας σημειωθεί καταρχάς ότι στη φιλοσοφική παράδοση «βίος ζωής διαφέρει», διότι η έννοια του βίου μόνο στα λογικά όντα μπορεί να αποδοθεί, όχι στα άλογα ζώα («εντεύθεν Αριστοτέλης τον βίον ωρίσατο ούτως: βίος εστί λογική ζωή» λένε οι γραμματικοί) και, δεύτερον, ότι έως τον Ομηρο η λέξη «ζωή» είχε τη σημασία των υπαρχόντων, της περιουσίας, και μόνο με τον χριστιανισμό υποκατέστησε πλήρως τον «βίο». Εν πάση περιπτώσει, τα σύγχρονα λεξικά μάς πληροφορούν ότι η λέξη «βίος» κατάγεται από μιαν αμάρτυρη ινδοευρωπαϊκή δισύλλαβη ρίζα. Από τον Ευστάθιο τον Κατάφλωρο πάντως, αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης κατά τον 12ο αιώνα, «μαΐστορα των ρητόρων» και δεινό αρχαιογνώστη, μαθαίνουμε για τις προσπάθειες των «παλαιών» να συσχετίσουν τη λέξη «βίος» με τη λέξη «βιός», που σήμαινε το τόξο, και δι’ αυτής με τη λέξη «βία», τη βία ακριβώς που απαιτείται για να λειτουργήσει το τόξο και να αποκτηθούν έτσι τα προς το ζην αναγκαία. Εγραφε, λοιπόν, ο Ευστάθιος στο έργο του «Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα»: «…Οτι πολλάκις αι διάφοροι σημασίαι αλλαγήν ποιούνται τον τόνον ώσπερ επί τε άλλων έστιν ιδείν και επί του βιός και βίος. Βίος μεν βαρυτόνως επί της ανθρωπίνης διαγωγής ή ζωής· βιός δε οξυτόνως το τόξον, όπερ ή από της βίας γίνεται κατά τους παλαιούς, ο έστι δυνάμεως (βίας γαρ χρεία εις την του τόξου τάσιν), ή παρά τον βίον. Δι’ αυτού γαρ δοκούσιν οι παλαιοί πορίζεσθαι τα εις το ζην. Διό και αστείως ο σκοτεινός Ηράκλειτος έφη ως άρα του βιού, ήτοι του τόξου, το μεν όνομα βιός, το δε έργον θάνατος. Παρωνόμασται γαρ εκ του βίου ως του ζην αίτιος, θανατοί δε τους βληθέντας και στερίσκει του ζην». Μια μικρή μετατόπιση του τόνου λοιπόν και αλλάζει ριζικά το εννοιολογικό καθεστώς: ο βίος γίνεται βιός, και η ζωή, όπλο του θανάτου. Με τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό, τον ίδιο τρόπο, διαφοροποιείται ο «κεραυνοβόλος» (ο εξακοντίζων κεραυνούς) από τον «κεραυνόβολο» (τον πληττόμενο από κεραυνό) και ο «υψιπετής» (αυτός που πέφτει από ψηλά) από τον «υψιπέτη» (αυτόν που πετάει στους αιθέρες, τον αιθεροβάμονα).
Από το παράθεμα του Ευστάθιου βλέπουμε πως είχαν και οι παλαιοί μεράκι για παρονομασίες και παρετυμολογίες. Δεν είναι σύγχρονο λοιπόν το φαινόμενο, αν και φοβάμαι ότι στις μέρες μας το παιχνίδι αυτό άλλαξε χαρακτήρα, αφού προσφεύγουμε στις πιο ανιστόρητες και αγράμματες παρετυμολογήσεις για να «αποδείξουμε» είτε την ελληνικότητα καταφανώς ξένων λέξεων ενταγμένων στη νεοελληνική γλώσσα είτε την αρχαιοελληνική καταγωγή δεκάδων γλωσσών που μιλιούνται σε κάθε γωνιά του πλανήτη μας. Ο Πλάτων, ας πούμε, στον «Κρατύλο» του, όπου, μισό αστειευόμενος – μισό σοβαρολογώντας, αναζητεί με τερπνή ευρηματικότητα την «ορθότητα των ονομάτων» και εξετάζει αν αυτή υπάρχει εκ φύσεως («πεφυκυία»), φτάνει κάποια στιγμή να πει διά στόματος του Σωκράτη ως συνήθως, ότι ο «οίνος» το πιο σωστό θα ήταν να ονομάζεται «οιόνους», διότι γεννήθηκε από το «οίεσθαι νουν», πράγμα που σημαίνει ότι κάνει όσους δεν έχουν κουκούτσι μυαλό να πιστεύουν ότι έχουν. Παρεμπιπτόντως, ο Πλάτων ξεκαθαρίζει από τις πρώτες παραγράφους του «Κρατύλου» ότι η κάποια ορθότητα των ονομάτων υπάρχει εκ φύσεως τόσο για τους Ελληνες όσο και για τους «βαρβάρους», άρα αλλού θα πρέπει να αναζητήσουν βακτηρία όσοι διακινούν το σενάριο περί θεογέννητης ελληνικής γλώσσας.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον Ηράκλειτο και στα δικά του παρονομαστικά παιχνίδια με τις λέξεις και τα νοήματα. Αν οι «παλαιοί» γενικώς ετυμολογούσαν το «βιός», το τόξο, είτε από τη «βία» που πρέπει να ασκηθεί πάνω του για να φύγει το βέλος είτε από τον «βίο», δεδομένου ότι για τον άνθρωπο-θηρευτή η επιβίωση ήταν εξαρτημένη από το κυνήγι, ο Ηράκλειτος, με την απόφανσή του «Τω ουν τόξω όνομα βίος, έργον δε θάνατος» (το όνομα του τόξου είναι βίος, το έργο του όμως είναι θάνατος) εμφανίζεται υποστηρικτής της άποψης ότι το όνομα είναι μέρος της ουσίας του κατονομαζόμενου πράγματος, ότι δηλαδή το όνομα είναι «φύσει» και όχι «θέσει» (ο πρώτος που εξέφρασε την αντίθετη άποψη ήταν ο Παρμενίδης, που πρέσβευε ότι τα ονόματα ανάγονται στα φαινόμενα, στις «δόξες των βροτών», και όχι στην ουσία, αφού απλώς τα θέτουν οι θνητοί με την πεποίθηση πως είναι αληθινά). Και με το συγκεκριμένο λεξιπαίγνιο (πολύ πιο ισχυρό την εποχή εκείνη, οπότε δεν χρησιμοποιούνταν τόνοι στον γραπτό λόγο, και κατά συνέπεια οι «απεικονίσεις» των δύο λέξεων φαίνονταν πανομοιότυπες), ο Ηράκλειτος θέλησε να τονίσει την ενότητα των αντιθέσεων, του βίου και του θανάτου εν προκειμένω, μια ενότητα που την υπερασπίζει και αλλού, με τη φράση «ταυτό τ’ ένι ζων και τεθνηκός».
Τόξο στα χρόνια μας δεν κρατάμε. Αλλα είναι πια τα δικά μας όπλα, και σε άλλες ταυτίσεις προχωρούμε. Ταυτίζουμε, ας πούμε, τον βίο με το βιος μας, με την περιουσία μας, επειδή, φενακισμένοι, αλλοτριωμένοι, εκβιασμένοι ή υποταγμένοι στα κυρίαρχα και εξουθενωτικά προβαλλόμενα μοντέλα ζωής, καταντήσαμε να εξισώνουμε το υπάρχειν με το έχειν. Βέβαια, «το βιος παντρεύει κούτσουρα», καταπώς λέει η περιπαικτική σοφία του δήμου. Αλλά τα κούτσουρα, κούτσουρα μένουν. Δεν ανθούν και δεν καρπίζουν.

Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 13/01/2008

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire