ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ*
Η κρίση που περνάει η κριτική της ποίησης στις μέρες μας δεν είναι τωρινό φαινόμενο, αλλά η επιδείνωση μιας νόσου που μετράει τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Η κρίση της κριτικής είναι, κατά τη γνώμη μου, μεγαλύτερη -και σοβαρότερη- από την κρίση της ποίησης. Είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεις σήμερα μια ερεθιστική κριτική απ’ ό,τι ένα ερεθιστικό ποίημα∙ έναν εμπνευσμένο κριτικό απ’ ό,τι έναν εμπνευσμένο ποιητή∙ μια ανατρεπτική κριτική απ’ ό,τι ένα ανατρεπτικό ποίημα. Όχι ότι δεν διαβάζουμε πια καλές κριτικές (τόσο στον περιοδικό και τον ημερήσιο τύπο όσο και, περισσότερο αποσπασματικά, στο πέλαγος του διαδικτύου), κριτικές που μπορούν να διευρύνουν την αντίληψή μας για την τέχνη αλλά και για τη ζωή – αυτές όμως είναι ελάχιστες και αποτελούν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Από τη μια μεριά ο δημοσιογραφικός λόγος, ακολουθώντας τη λογική των εφημερίδων, δίνει όλο και μικρότερο μερίδιο στην ποίηση και, όταν δεν αρκείται στη βιβλιοπαρουσίαση, αναπαράγει στερεότυπα. Πολλοί «επαγγελματίες» κριτικοί, από την άλλη, εκφράζονται με μια ευγλωττία (που αγγίζει τα όρια της κενολογίας), η οποία ουσιαστικά δεν έχει κανένα αντίκρισμα: δοκιμάστε να διαβάσετε μια τέτοια κριτική κρύβοντας το όνομα του κρινόμενου ποιητή και θα διαπιστώσετε ότι στη θέση του θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοσδήποτε άλλος σύγχρονος ομότεχνός του, με οποιοδήποτε από τα ποιητικά έργα του. Έχουμε βέβαια και τους πανεπιστημιακούς κριτικούς, που όμως συχνά παράγουμε ένα λόγο ακαδημαϊκό, άνευρο, αλλά και άτολμο στο να εντοπίσει και να αναδείξει αποκλίνουσες από τις κυρίαρχες νόρμες περιπτώσεις. Οι ποιητές, τέλος -που είναι συχνά και οι ίδιοι προικισμένοι κριτικοί-, δείχνουν να ασχολούνται με την κριτική αισθητά λιγότερο από ό,τι στο παρελθόν (οι σπουδαίες περιπτώσεις μεταπολεμικών ποιητών-κριτικών, όπως ο Σινόπουλος, ο Στεργιόπουλος, ο Αναγνωστάκης, ο Θασίτης, ο Χριστιανόπουλος, ο Λεοντάρης, μοιάζουν όλο και πιο απόμακρα φωτεινά σήματα).
Πού οφείλεται, όμως, η κρίση της κριτικής της ποίησης; Εν πρώτοις, κατά τη γνώμη μου, στην αύξουσα περιθωριοποίηση της αριστοκρατικής αυτής τέχνης, που δύσκολα κινεί τα γρανάζια της αγοράς, καθώς ελάχιστα υπηρετεί (σε αντίθεση με ορισμένα, τουλάχιστον, είδη πεζογραφίας) τις ανάγκες της. Η συνεχής επιτάχυνση των ρυθμών της ζωής μας και η όλο και πιο εργαλειακή χρήση της γλώσσας δεν θέτουν εμπόδια μόνο στην ποίηση αλλά και στην κριτική. Πόσοι κριτικοί είναι σήμερα διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τους αργούς ρυθμούς ανάγνωσης της συλλογής που πρόκειται να κρίνουν, να διαβάσουν και όλο το υπόλοιπο έργο του κρινόμενου (αν υπάρχει) προκειμένου να δουν με φρέσκια ματιά τους στίχους που έχουν μπροστά τους και εντέλει να γράψουν με οξυμμένη κριτική (αλλά και συγγραφική) συνείδηση; Ακόμη και όταν η λογοτεχνική κριτική είναι μέσο βιοπορισμού, ένας τέτοιος τρόπος δουλειάς δεν είναι ακατόρθωτος. Απαιτεί όμως χρόνο, που πρέπει ίσως να θυσιαστεί από κάποια άλλη δραστηριότητα, και προπάντων πνευματική και ψυχική διαθεσιμότητα, στοιχεία που σπάνια επιβραβεύονται και ουδέποτε, όπως όλοι γνωρίζουμε, εξαργυρώνονται κοινωνικά και οικονομικά.
Κατά δεύτερο λόγο, οι κριτικοί που με γνώση, υπευθυνότητα και εγκυρότητα έχουν την ικανότητα να εκφράσουν και ταυτόχρονα να διακινδυνεύσουν μια κρίση μετριούνται σήμερα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Παλαιότερα –πριν από τη μεταπολίτευση- οι κριτικοί τολμούσαν, παθιάζονταν, συμμετείχαν με θέρμη στην υπόθεση της ποίησης. Η κριτική ήταν γι’ αυτούς προσωπικό διακύβευμα, κρίσιμο ζήτημα ηθικής, αισθητικής, ιδεολογικής στάσης. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες η κριτική της ποίησης έχασε τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος. Ο δημόσιος ρόλος της έπαψε να είναι βαρύνων. Έγινε περισσότερο δραστηριότητα χρησιμοθηρική, νωθρή, υπόθεση της αγοράς, της αυτοπροβολής, της λογοτεχνικής παρέας, του λογοτεχνικού παρασκηνίου.
Η ποιοτική κριτική, ωστόσο, βελτιώνει τη λογοτεχνική παραγωγή, ανεβάζει τη στάθμη του πολιτισμού μας, αναβαθμίζει τον έντεχνο λόγο σε μια εποχή περιθωριοποίησης έως και απαξίωσής του, καλλιεργεί όχι μόνο το γούστο αλλά και την πολιτική μας συνείδηση. Και αυτό γιατί η σημειωτική πυκνότητα της ποίησης καθιστά την τέχνη αυτή απρόθυμη να συνδιαλλαγεί με την τρέχουσα πολιτική συνθηματολογία. Δεδομένου ότι ο καλός κριτικός τής ποίησης σκύβει πάντα στη μορφή της («η ποίηση μας προσφέρει την εμπειρία τού να βλέπουμε το νόημα να παίρνει σχήμα», γράφει ο Terry Eagleton στο πρόσφατο βιβλίο του How to Read a Poem), γυμνάζει το βλέμμα μας ως προς τη σχέση εκφραστικών μέσων και νοήματος και, μοιραία, μας κάνει δυσανεκτικούς απέναντι στη γύμνια της πολιτικής ρητορείας και δύσπιστους απέναντι στη συμβατικότητα του τρέχοντος δημοσιογραφικού λόγου. Η καλή κριτική, εξάλλου, όχι μόνο συνδυάζει το υποκειμενικό με το αντικειμενικό στοιχείο αλλά και οδηγεί σε μια υπέρβαση της υποκειμενικότητας, καθώς αναδεικνύει τον ομφάλιο λώρο που συνδέει την ποίηση με την εποχή της, τον ποιητή με τον κριτικό του, και τους δύο μαζί με το –εν δυνάμει και εν ενεργεία- αναγνωστικό τους κοινό.
Η καλή κριτική, εντέλει, δεν αυτοκαταναλώνεται, δεν συναλλάσσεται, δεν ναρκισσεύεται. Μας στέλνει κατευθείαν στην ποίηση, δημιουργεί την ανάγκη για ποίηση, κάνει την ποίηση υπόθεση της πραγματικότητάς μας – και λειτουργεί, επιπλέον, ως αντίβαρο στη διανοητική αλαζονεία και τον ισοπεδωτικό ορθολογισμό, με τα οποία συχνά τις τελευταίες δεκαετίες ο τρόπος άσκησης της θεωρίας της λογοτεχνίας περιβάλλει την ποίηση (αλλά και την πεζογραφία), εξουδετερώνοντας την ιδιοτυπία της σε σχέση με άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους και αδρανοποιώντας την ανατρεπτική της δύναμη.
Αν κάποτε η κριτική της ποίησης ξεπεράσει την κρίση της, θα ενεργοποιήσει την επιχωματωμένη (και περιφρονημένη) ικανότητά μας να αντλούμε συγκίνηση από τον ποιητικό και τον κριτικό λόγο, θα τονώσει την ηθική στάση μας, θα εξασκήσει και θα ενδυναμώσει την κρίση μας. Η πολύπλευρη κρίση της εποχής μας έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη τον έγκριτο κριτικό λόγο.
Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
ΠΗΓΗ : Η ΑΥΓΗ 28/01/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire