Του Κώστα Βενιζέλου
Ένα πολιτικό-ιστορικό εγχειρίδιο
του καθηγητή Στέφανου Κωνσταντινίδη
Ο ιστορικός συμβιβασμός και το νέο-οθωμανικό μοντέλο» ( εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία, 2011), του καθηγητή, Στέφανου Κωνσταντινίδη, αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για σωστή αξιολόγηση της τουρκικής πολιτικής. Για σωστή και ορθολογιστική κατανόηση της σημερινής Τουρκίας, επιβάλλεται, όπως προκύπτει και από το βιβλίο η αποτίμηση της έννοιας του νέο-οθωμανισμού.
Σύμφωνα με τον Στέφανο Κωνσταντινίδη, η έννοια του νεο-οθωμανισμού παραπέμπει στο οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας, την οθωμανική αυτοκρατορική παράδοση, την οθωμανική και την ισλαμική κληρονομιά και στοχεύει στην ανάδειξη της Τουρκίας σε μια περιφερειακή υπερδύναμη. Η στρατηγική που αναπτύσσεται από τον νεο-οθωμανισμό στοχεύει στη διεύρυνση της τουρκικής επιρροής στον πάλαι ποτέ ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στις περιοχές που ζουν κατά πρώτο λόγο τουρκογενείς και κατά δεύτερο λόγο ισλαμογενείς λαοί.
Αν και η πρώτη μορφή του νεο-οθωμανισμού παρουσιάζεται στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα και υπάρχει μια οργανική σύνδεσή του με τον οθωμανισμό που αναπτύχθηκε ως ιδεολογία την εποχή του τανζιμάτ, στη σημερινή του μορφή είναι γέννημα του μεταπολεμικού τουρκικού πολιτικού Ισλάμ με μια ταραχώδη διαδρομή μέσα από πραξικοπήματα και ανατροπές. Η σταδιακή πολιτική επικράτηση του Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ΑΚΡ από το 2002 και μετά σήμανε και την επικράτηση του νεο-οθωμανισμού. Εντούτοις, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο νεο-οθωμανισμός υιοθετήθηκε από τους Νεότουρκους με την έννοια της κοινής πολιτικής ταυτότητας για όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας, αλλά στην ουσία περιείχε τη διάσταση υπεροχής του τουρκισμού και απέβλεπε στη δημιουργία εθνικού τουρκικού κράτους μέσα στα αυτοκρατορικά πλαίσια. Το έργο των Νεοτούρκων συνέχισε ο Κεμάλ, υιοθετώντας όμως μια πολύ πιο ριζοσπαστική πολιτική αποκοπής από το οθωμανικό και ισλαμικό παρελθόν και επιβάλλοντας το κοσμικό κράτος. Ο κεμαλισμός έθεσε τέρμα στην ιδεολογία του αυτοκρατορικού νεο-οθωμανισμού και εισήγαγε την εθνικιστική ιδεολογία στη βάση της οποίας οικοδομήθηκε το τουρκικό εθνικό κράτος. Ο τουρκικός εθνικισμός αυτής της περιόδου οδήγησε στην εθνοκάθαρση και στην βίαιη επιβολή του τουρκισμού. Η αποϊσλαμοποίηση όμως της τουρκικής κοινωνίας απέτυχε και με την πρώτη φιλελευθεροποίηση του τουρκικού κράτους στη δεκαετία του ’50, το Ισλάμ επανέρχεται δυναμικά. Αυτή η δυναμική επάνοδος του ισλαμισμού που μετατρέπεται σταδιακά και σε πολιτική δύναμη θα επαναφέρει και την ιδεολογία του νεο-οθωμανισμού. Όμως σταδιακά, ακόμη και ο κεμαλισμός μπολιάστηκε από το νεο-οθωμανισμό, δίνοντάς του μάλιστα μια πιο έντονη διάσταση επεκτατισμού. Δύο είναι τα συστατικά στοιχεία του ισλαμικού αυτού νεο-οθωμανισμού: η οθωμανική αυτοκρατορική παράδοση και η ισλαμική αναφορά. Σε αυτά τα δύο πρωταρχικά συστατικά στοιχεία προστίθεται ένα τρίτο πολύ σημαντικό ως αποτέλεσμα του ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στο πολιτικό Ισλάμ και τον κεμαλισμό: ο κεμαλικός κοσμικός προσανατολισμός του κράτους. Εντούτοις η εντύπωση που δημιουργήθηκε ότι ο νεο-οθωμανισμός θα είχε μια διάσταση λιγότερο εθνοτική από τον κεμαλισμό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Θεωρητικά θα μπορούσε ο νεο-οθωμανισμός, σε αναφορά με την πολιτισμική ώσμωση των εθνοτήτων στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να χαλάρωνε την βίαιη εθνικιστική επιβολή του κεμαλισμού στις επιμέρους εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες. Ο ιστορικός όμως συμβιβασμός ανάμεσα στο πολιτικό Ισλάμ και τον κεμαλισμό, η υιοθέτηση από τον δεύτερο του νεο-οθωμανισμού, τον οριοθέτησαν με την εθνικιστική του διάσταση όσον αφορά τα εσωτερικά προβλήματα και την επεκτατική του λογική όσον αφορά την εξωτερική πολιτική. Έτσι εξανεμίστηκαν τα όνειρα όσων πίστεψαν πως, χάρη στην ισλαμική διάσταση του, ο νεο-οθωμανισμός θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο το κουρδικό πρόβλημα στο εσωτερικό ή τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό στην εξωτερική πολιτική.
Επιπλέον το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ είναι επί της ουσίας το σουνιτικό Ισλάμ με ηγεμονικό-εξουσιαστικό ρόλο στις άλλες ισλαμικές τάσεις και ξεχωριστά καταπιεστικό απέναντι ιδιαίτερα στους Αλεβίτες, έστω και αν αποτελούν το 15% του τουρκικού πληθυσμού. Το σουνιτικό Ισλάμ ήταν άλλωστε, και παραμένει πολύ περισσότερον σήμερα, το κρατικό Ισλάμ. Να σημειωθεί εδώ πως η επεκτατική λογική υιοθετείται από πολύ νωρίς και από τον κεμαλισμό. Δεν έχει παρά να θυμηθεί κανείς την περίπτωση της προσάρτησης της Αλεξανδρέτας από το πρώιμο κεμαλικό καθεστώς το 1938. Ασφαλώς η οριοθέτηση μιας έννοιας είναι πάντα μια δύσκολη υπόθεση, πολύ περισσότερον όταν πρόκειται για τον νεο-οθωμανισμό και τις ιστορικές διαδικασίες που τον έχουν γεννήσει και του επέτρεψαν να ανδρωθεί. Η Τουρκία εξάλλου είναι Ανατολή και δύσκολα αποκωδικοποιείται με τη δυτική λογική και τα δυτικά ερμηνευτικά σχήματα. Από την άλλη όμως ο οριενταλισμός δεν είναι μόνο στερεότυπα της δυτικής φαντασίας. Υπό τον όρο φυσικά ότι παρακολουθεί κάποιος τις διεργασίες που συντελούνται μέσα στην τουρκική κοινωνία. Διεργασίες σημαντικές οι οποίες διαμορφώνουν δομικά και ιδεολογικά το πολιτικο-κομματικό εποικοδόμημα.
Σύμφωνα με τον Στέφανο Κωνσταντινίδη, η έννοια του νεο-οθωμανισμού παραπέμπει στο οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας, την οθωμανική αυτοκρατορική παράδοση, την οθωμανική και την ισλαμική κληρονομιά και στοχεύει στην ανάδειξη της Τουρκίας σε μια περιφερειακή υπερδύναμη. Η στρατηγική που αναπτύσσεται από τον νεο-οθωμανισμό στοχεύει στη διεύρυνση της τουρκικής επιρροής στον πάλαι ποτέ ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στις περιοχές που ζουν κατά πρώτο λόγο τουρκογενείς και κατά δεύτερο λόγο ισλαμογενείς λαοί.
Αν και η πρώτη μορφή του νεο-οθωμανισμού παρουσιάζεται στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα και υπάρχει μια οργανική σύνδεσή του με τον οθωμανισμό που αναπτύχθηκε ως ιδεολογία την εποχή του τανζιμάτ, στη σημερινή του μορφή είναι γέννημα του μεταπολεμικού τουρκικού πολιτικού Ισλάμ με μια ταραχώδη διαδρομή μέσα από πραξικοπήματα και ανατροπές. Η σταδιακή πολιτική επικράτηση του Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ΑΚΡ από το 2002 και μετά σήμανε και την επικράτηση του νεο-οθωμανισμού. Εντούτοις, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο νεο-οθωμανισμός υιοθετήθηκε από τους Νεότουρκους με την έννοια της κοινής πολιτικής ταυτότητας για όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας, αλλά στην ουσία περιείχε τη διάσταση υπεροχής του τουρκισμού και απέβλεπε στη δημιουργία εθνικού τουρκικού κράτους μέσα στα αυτοκρατορικά πλαίσια. Το έργο των Νεοτούρκων συνέχισε ο Κεμάλ, υιοθετώντας όμως μια πολύ πιο ριζοσπαστική πολιτική αποκοπής από το οθωμανικό και ισλαμικό παρελθόν και επιβάλλοντας το κοσμικό κράτος. Ο κεμαλισμός έθεσε τέρμα στην ιδεολογία του αυτοκρατορικού νεο-οθωμανισμού και εισήγαγε την εθνικιστική ιδεολογία στη βάση της οποίας οικοδομήθηκε το τουρκικό εθνικό κράτος. Ο τουρκικός εθνικισμός αυτής της περιόδου οδήγησε στην εθνοκάθαρση και στην βίαιη επιβολή του τουρκισμού. Η αποϊσλαμοποίηση όμως της τουρκικής κοινωνίας απέτυχε και με την πρώτη φιλελευθεροποίηση του τουρκικού κράτους στη δεκαετία του ’50, το Ισλάμ επανέρχεται δυναμικά. Αυτή η δυναμική επάνοδος του ισλαμισμού που μετατρέπεται σταδιακά και σε πολιτική δύναμη θα επαναφέρει και την ιδεολογία του νεο-οθωμανισμού. Όμως σταδιακά, ακόμη και ο κεμαλισμός μπολιάστηκε από το νεο-οθωμανισμό, δίνοντάς του μάλιστα μια πιο έντονη διάσταση επεκτατισμού. Δύο είναι τα συστατικά στοιχεία του ισλαμικού αυτού νεο-οθωμανισμού: η οθωμανική αυτοκρατορική παράδοση και η ισλαμική αναφορά. Σε αυτά τα δύο πρωταρχικά συστατικά στοιχεία προστίθεται ένα τρίτο πολύ σημαντικό ως αποτέλεσμα του ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στο πολιτικό Ισλάμ και τον κεμαλισμό: ο κεμαλικός κοσμικός προσανατολισμός του κράτους. Εντούτοις η εντύπωση που δημιουργήθηκε ότι ο νεο-οθωμανισμός θα είχε μια διάσταση λιγότερο εθνοτική από τον κεμαλισμό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Θεωρητικά θα μπορούσε ο νεο-οθωμανισμός, σε αναφορά με την πολιτισμική ώσμωση των εθνοτήτων στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να χαλάρωνε την βίαιη εθνικιστική επιβολή του κεμαλισμού στις επιμέρους εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες. Ο ιστορικός όμως συμβιβασμός ανάμεσα στο πολιτικό Ισλάμ και τον κεμαλισμό, η υιοθέτηση από τον δεύτερο του νεο-οθωμανισμού, τον οριοθέτησαν με την εθνικιστική του διάσταση όσον αφορά τα εσωτερικά προβλήματα και την επεκτατική του λογική όσον αφορά την εξωτερική πολιτική. Έτσι εξανεμίστηκαν τα όνειρα όσων πίστεψαν πως, χάρη στην ισλαμική διάσταση του, ο νεο-οθωμανισμός θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο το κουρδικό πρόβλημα στο εσωτερικό ή τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό στην εξωτερική πολιτική.
Επιπλέον το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ είναι επί της ουσίας το σουνιτικό Ισλάμ με ηγεμονικό-εξουσιαστικό ρόλο στις άλλες ισλαμικές τάσεις και ξεχωριστά καταπιεστικό απέναντι ιδιαίτερα στους Αλεβίτες, έστω και αν αποτελούν το 15% του τουρκικού πληθυσμού. Το σουνιτικό Ισλάμ ήταν άλλωστε, και παραμένει πολύ περισσότερον σήμερα, το κρατικό Ισλάμ. Να σημειωθεί εδώ πως η επεκτατική λογική υιοθετείται από πολύ νωρίς και από τον κεμαλισμό. Δεν έχει παρά να θυμηθεί κανείς την περίπτωση της προσάρτησης της Αλεξανδρέτας από το πρώιμο κεμαλικό καθεστώς το 1938. Ασφαλώς η οριοθέτηση μιας έννοιας είναι πάντα μια δύσκολη υπόθεση, πολύ περισσότερον όταν πρόκειται για τον νεο-οθωμανισμό και τις ιστορικές διαδικασίες που τον έχουν γεννήσει και του επέτρεψαν να ανδρωθεί. Η Τουρκία εξάλλου είναι Ανατολή και δύσκολα αποκωδικοποιείται με τη δυτική λογική και τα δυτικά ερμηνευτικά σχήματα. Από την άλλη όμως ο οριενταλισμός δεν είναι μόνο στερεότυπα της δυτικής φαντασίας. Υπό τον όρο φυσικά ότι παρακολουθεί κάποιος τις διεργασίες που συντελούνται μέσα στην τουρκική κοινωνία. Διεργασίες σημαντικές οι οποίες διαμορφώνουν δομικά και ιδεολογικά το πολιτικο-κομματικό εποικοδόμημα.
Από τη δεκαετία του 1950, με την μερική δημοκρατικοποίηση της τουρκικής πολιτικής ζωής, όταν το πολιτικό Ισλάμ επανεμφανίστηκε δειλάδειλά μετά την καταπίεση που υπέστη από το καθεστώς του Μουσταφά Κεμάλ, ξεκίνησε ένας ιστορικός συμβιβασμός με τους κεμαλιστές, ο οποίος γνώρισε διάφορα σκαμπανεβάσματα για περισσότερο από μισό αιώνα. Κάθε φορά που ο στρατός έκρινε πως το πολιτικό Ισλάμ γινόταν επικίνδυνο επενέβαινε πραξικοπηματικά στην πολιτική ζωή στοχεύοντας στον περιορισμό του. Η επανισλαμοποίηση όμως της τουρκικής κοινωνίας προχωρούσε με ραγδαίους ρυθμούς. Στην ουσία ο κεμαλισμός δεν κατάφερε ποτέ να εκριζώσει το ισλάμ από την κοινωνία και την πολιτική ζωή της χώρας. Υποχρεώθηκε μάλιστα για δεκαετίες σε έναν ιδιόμορφο ιστορικό συμβιβασμό μαζί του καθώς αποτελούσε μια δύναμη που δεν μπορούσε να αντιπαρέλθει. Τα πολιτικά κόμματα είχαν ανάγκη των ισλαμικών ψήφων και ως αντάλλαγμα αποδέχονταν να κάνουν παραχωρήσεις φιλελευθεροποιώντας τη σκληρή γραμμή που ακολουθήθηκε στα πρώτα χρόνια της εγκαθίδυσης της τουρκικής Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος με τον Ατνάν Μεντερές επιτρέπει στη δεκαετία του 1950 την επανεμφάνιση του ισλάμ στην τουρκική κοινωνία, στο πλαίσιο μιας γενικότερης φιλελευθεροποίησης του τουρκικού πολιτικο-οικονομικού συστήματος αλλά και για ψηφοθηρικούς λόγους. Σταδιακά τα κόμματα της Κεντροδεξιάς λεηλατούν κυριολεκτικά την ισλαμική ψήφο με συνεχείς παραχωρήσεις, ιδιαίτερα στον χώρο της παιδείας και της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών υποχεώσεων των πιστών.
Από την άλλη όμως, με τη στήριξη του στρατού, οι κεμαλιστές διατήρησαν ως τελευταία την πολιτική ηγεμονία στην Τουρκία. Σήμερα για πρώτη φορά οι όροι αντιστράφηκαν. Μπορούμε βεβαίως να μιλούμε ακόμη για ιστορικό συμβιβασμό, αφού οι Κεμαλιστές διατηρούν πάντα σημαντική πολιτική επιρροή, αλλά η πολιτική ηγεμονία πέρασε στους Ισλαμιστές. Δεν είναι τυχαίο που οι πολιτικοί παρατηρητές και εντός και εκτός Τουρκίας θεωρούν ότι η χώρα εισήλθε σε μια περίοδο μεταπολίτευσης που αρκετοί δεν διστάζουν να χαρακτηρίζουν ως νεο-οθωμανική.
ΠΗΓΗ : Ο Φιλελεύθερος, 28/12/2011
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire