ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

vendredi 30 décembre 2011

Συνέντευξη με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη - Το δικαίωμα στη βαρεμάρα


Το δικαίωμα στη βαρεμάρα



Αστερόπη Λαζαρίδου
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης δεν είναι σαν τους άλλους “έντεχνους”. Είναι πολύ χαλαρός και έχει πολύ χιούμορ. Θα δεις!» με καθησύχαζαν παλαιότεροι συνάδελφοι εν όψει της παρθενικής μου συνάντησης-συνέντευξης μαζί του. Και επαληθεύτηκαν από την πρώτη κιόλας στιγμή. Από τις αστείες πινακίδες που είχε πάρει ως λάφυρο από κάπου και που τώρα κοσμούσαν την ιδιαίτερη βιβλιοθήκη του – «Διαθέτωμεν ορχήστρες διά γάμους, χορούς, πάρτυς» – μέχρι ένα διαφημιστικό απόκομμα διοργάνωσης γάμων, με τους υπεύθυνους να εγγυώνται στους μελλόνυμφους ότι στη βραδιά της δεξίωσης, αν επιθυμούν, μπορούν να κατεβούν από μια ψηλή σκάλα και να περπατήσουν ανάμεσα σε πολύχρωμα σιντριβάνια και περιστρεφόμενες τούρτες.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η «Συγκομιδή», μια όμορφη κασετίνα που περιέχει ακόμη πιο όμορφα τραγούδια: τα οκτώ άλμπουμ που κυκλοφόρησε ο Αλκίνοος από το 1997, όταν άρχισε να ηχογραφεί τις δικές του δημιουργίες, ως το 2011. Παράλληλα, κυκλοφόρησε και ο «Γυάλινος Κόσμος», διπλό άλμπουμ-ζωντανή ηχογράφηση από τις εμφανίσεις του στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Στο τηλέφωνο που με πήρε την επομένη της συνέντευξης είχε ένα και μοναδικό άγχος: να μην ξεχάσω να αναφέρω τα ονόματα των μουσικών του (Γιώργος Καλούδης, Σωτήρης Λεμονίδης, Μιχάλης Καπηλίδης – «όπως λέμε καπηλειό» – και το φωνητικό σύνολο «Εν Φωναίς»).
Τον Φεβρουάριο του 2012 θα κυκλοφορήσει το πρώτο του «Best» στο εξωτερικό, που θα συνοδεύεται από περιοδεία σε Αμερική και Ευρώπη. «Θα κάνω λίγο “διεθνής” καριέρα και θα γυρίσω» έλεγε στο τέλος της συνέντευξης γελώντας και θυμίζοντάς μας ατάκες που κάποιες λαϊκοπόπ ντίβες χρησιμοποιούσαν στα μπερδεμένα 90s, όταν αναζητούσαν την τραγουδιστική τους τύχη και εκτός συνόρων. Το αγόρι που είχαμε δει κάποτε στα τηλεοπτικά «Μπακούρια» του Αnt1 να τραγουδά με τη σοβαρότητα που απαιτεί κάθε κωμικός ρόλος «Βαμμένα κόκκινα αβγααά...» και είπαμε «Ρε συ, τραγουδάει πολύ καλά αυτός!», πέρασε από την «Αγορά του Αλ Χαλίλι» στα σπίτια και στα αφτιά όλου του κόσμου με στίχους όπως «όσα η αγάπη ονειρεύεται τ’ αφήνει όνειρα η ζωή», αλλά και «Τα παιδιά με λένε κύριο Αλκίνοο. Με ενοχλεί μα τελευταίως το καταπίνω». Με το ίδιο παιδικό πρόσωπο που είχε όταν μας πρωτοσυστήθηκε και με τα 42 του χρόνια να μαρτυρούνται μόνο από τα ελαφρώς γκριζαρισμένα μαλλιά του, μας μίλησε για την ταμπέλα του έντεχνου, τα δώρα της κρίσης, την αξία της βαρεμάρας, αλλά και τη Θεσσαλονίκη, που χάνει το δίκιο της όταν τα παίρνει στο κρανίο με την Αθήνα.
Η κασετίνα με τα οκτώ άλμπουμ από την προσωπική σας δισκογραφία ονομάζεται «Συγκομιδή». Πώς είναι να κοιτάς πίσω; «Ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι έχουν περάσει χρόνια και ότι έχεις κάνει πιο πολλά πράγματα από όσα νομίζεις· ή πιο λίγα κατά κάποιον τρόπο. Είναι λίγο σαν να ξεφυλλίζεις έπειτα από καιρό τα προσωπικά σου ημερολόγια. Πολλά πράγματα σήμερα ίσως να μην τα έκανα έτσι ή να μην τα έκανα καθόλου, αλλά από την άλλη, όταν διαβάζεις ένα παλιό ημερολόγιο δεν το πειράζεις, δεν το σβήνεις για να το διορθώσεις. Δεν ντρέπομαι για κάτι, γενικά είμαι λίγο ξεδιάντροπος. Ξέρω πώς ήμουν τότε, το ’93 που ξεκινούσα, τι πάλευα να κάνω, μέσα από ποιες καταστάσεις πάλευα να βγω ή πόσο προσπαθούσα να μην μπω σε πράγματα στα οποία τότε ήταν αυτονόητο να ενδώσεις. Η δεκαετία του ’90 ήταν περίεργη. Ο καθένας μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει και στο τέλος έκανε ό,τι δεν ήθελε. Ηταν μεγάλη παγίδα αυτή η εποχή».
Τότε γινόταν και μεγάλη κουβέντα για το ποιοι τραγουδιστές είναι «έντεχνοι» και ποιοι όχι... «Περάσαμε πολύ επαρχιωτισμό είναι η αλήθεια. Κλείσαμε τη μουσική σε κουτάκια, βάλαμε ταμπέλες και όλο αυτό γινόταν μια φυλακή. Ακόμη και η ταμπέλα του “έντεχνου” ήταν πρόβλημα. Γιατί μπορούσε εύκολα να συνδυάσει την αίγλη που είχε ο “τίτλος” αυτός με την τεράστια εμπορική επιτυχία και τα μεγάλα μαγαζιά, που λειτουργούσαν ακριβώς όπως και τα σκυλάδικα. Τώρα πιστεύω ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα. Παρά τις δυσκολίες, είναι πιο εύκολο σήμερα να αποφασίσει κανείς πού ανήκει, τι θέλει και τι δεν θέλει να κάνει, ώστε να καθορίσει μόνος του πλέον την πορεία της καλλιτεχνικής του ζωής. Γιατί είναι ζωή όλο αυτό. Και δεν μπορείς να ζεις παριστάνοντας πως είσαι κάποιος άλλος».
Τι ήταν αυτό που σας τρόμαξε σε σχέση με την ξαφνική επιτυχία; «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να γίνεις ο ρόλος του εαυτού σου. Να ξυπνάς το πρωί και να φοράς τον ρόλο σου για να βγεις έξω από το σπίτι. Ερχεται σιγά σιγά και δεν το παίρνεις χαμπάρι. Αργά και σταθερά στάζει μέσα σου. Ακούς πενήντα “μπράβο” την ημέρα – στο ταξί, στο σουπερμάρκετ, στον δρόμο, στη συναυλία, στη βόλτα, σε ένα μπαρ. Αυτό σιγά σιγά λειτουργεί. Οσο και να μην το θες. Κινδυνεύεις να σταματήσεις να αλλάζεις, να εξελίσσεσαι, γιατί αυτός που ακούει τα “μπράβο” είναι αυτός ο συγκεκριμένος και όχι ο καινούργιος εαυτός που είμαστε κάθε ημέρα. Και αυτό είναι θάνατος. Σε καθηλώνει μόνιμα σε έναν εαυτό και καθηλωμένος μόνιμα σε έναν εαυτό είναι ο νεκρός».
Πολλοί έντεχνοι φόρεσαν τον μανδύα του καταραμένου ποιητή... «Κατηγορήθηκε το έντεχνο ότι είχε μια μιζέρια. Ολα αυτά όμως είναι ταμπέλες που δίνονται. Και έχουμε και τη φανατίλα του κόσμου εδώ. Οι Ελληνες αρέσκονται να ομαδοποιούνται. Είτε μέσα στα κόμματα είτε στις ποδοσφαιρικές ομάδες, αλλά και στη μουσική τους. Βλέπαμε τους ροκάδες να ακούνε αποκλειστικά ροκ και να κοροϊδεύουν τους υπόλοιπους, ενώ ένα τεράστιο μέρος της ροκ παραγωγής της Ελλάδας είναι πολύ χειρότερο από το σκυλάδικο. Αλλά εκείνο μπορούσαν να το ανεχθούν. Ενώ ένα παραδοσιακό κλαρίνο το κορόιδευαν. Ετσι και οι έντεχνοι. Υπήρχε μια σνομπαρία ότι εμείς καταλαβαίνουμε από τέχνη και οι άλλοι τίποτα και στο τέλος συνειδητοποιήσαμε ότι ούτε αυτοί καταλάβαιναν πολλά πράγματα».
Μια ζωή πάω στις πορείες και δεν κατάφερα ποτέ να ανοίξω το στόμα μου να φωνάξω μαζί με τους υπόλοιπους, δεν ξέρω γιατί. Το ίδιο και στις συναυλίες μου. Δεν αντέχω το κοινό που γίνεται μάζα και φωνάζει απαιτώντας κάτι και νομίζω ότι πλέον το διαισθάνονται και δεν το κάνουν.
Με τις «παραγγελιές» στις συναυλίες τι γίνεται; «Αν ζητούν κάποιο τραγούδι που για οποινδήποτε λόγο δεν θέλω να παίξω, δεν το λέω. Αν μου θυμίσουν κάτι που έχω καιρό να τραγουδήσω και το πεθύμησα, το τραγουδώ ευχαρίστως. Γενικά δεν μου αρέσουν τα γήπεδα και τα συνθήματα. Ποτέ δεν κατάφερα να φωνάξω σύνθημα σε πορεία. Μια ζωή πάω στις πορείες και δεν κατάφερα ποτέ να ανοίξω το στόμα μου να φωνάξω μαζί με τους υπόλοιπους, δεν ξέρω γιατί. Το ίδιο και στις συναυλίες μου. Δεν αντέχω το κοινό που γίνεται μάζα και φωνάζει απαιτώντας κάτι και νομίζω ότι πλέον το διαισθάνονται και δεν το κάνουν. Εχω χρόνια να νιώσω, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, ότι ο κόσμος ήρθε στη συναυλία μου για τους λάθος λόγους. Και αυτό είναι μεγάλο δώρο».
Τι σας τρομάζει περισσότερο, όταν δεν έρχονται οι στίχοι ή όταν δεν έρχεται η μουσική; «Οταν δεν έρχεται το ένα, δεν έρχεται ούτε το άλλο. Αυτό είναι το πρόβλημα! Θέλει τους χρόνους της αυτή η διαδικασία για μένα. Αλλοι γράφουν πιο γρήγορα και πιο εύκολα. Η πειθαρχία βοηθάει πάντως. Το είπε και ο Σαββόπουλος σε ένα τραγούδι πριν από πολλά χρόνια, από τα “Τραπεζάκια έξω”: “Εβαλα ωράριο εργασίας, όπως κάνουν όλοι οι συνάδελφοι με πείρα, συγγνώμη που τους αποπήρα”. Είναι ανόητο να περιμένεις να σου ’ρθει η έμπνευση λες και θα ανοίξουν οι ουρανοί και θα σου πέσει κατακέφαλα η μεγάλη ιδέα. Από την άλλη, ούτε πρόγραμμα κατάφερα να βάλω ποτέ. Οπότε, δυστυχώς, κάνω δίσκο κάθε πέντε ή έξι χρόνια».
Και η πορεία ως την έμπνευση; «Πρέπει να ακούς και να αισθάνεσαι τους άλλους ανθρώπους, αλλά και να σου επιτρέπεις πού και πού να μένεις μόνος. Και όταν λέω μόνος, εννοώ μόνος. Γιατί αν είσαι μέσα στο σπίτι και η τηλεόραση παίζει όλη μέρα, σου ρουφάει όλο σου το είναι, όλη σου την ενέργεια. Χρειάζεται να βαρεθείς. Αυτό που λέγαμε παλιά “βαριέμαι...”, το θυμάσαι; Πια δεν βαριούνται οι άνθρωποι, γιατί όλο και κάτι έχεις να κάνεις. `Η θα μπεις στο Internet ή θα πάρεις κανένα τηλέφωνο, κάτι θα βρεις συνέχεια. Παλιά βαριόμασταν, ήταν πολύ μεγάλο δώρο αυτό. Πρέπει ο άνθρωπος να ξαναβαρεθεί. Να έχει το δικαίωμα στη βαρεμάρα, γιατί είναι δημιουργική δύναμη».
Και σήμερα, τι μπορεί να κάνει το τραγούδι για την κρίση; «Μπορεί να την εκφράσει. Επιτέλους οι καλλιτέχνες έχουμε την κατάρα να ζούμε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Γκρινιάζαμε τόσα χρόνια ότι η εποχή μας είναι αδιάφορη και δεν συμβαίνει τίποτα. Να μας δω τώρα τι θα κάνουμε... Τώρα επιτέλους υπάρχει ενδιαφέρον. Για να δούμε μεγάλε, τι θα φτιάξεις τώρα;».
Από το 1997 τα εξώφυλλα των CDs σας κοσμούνται με έργα που φιλοτέχνησε ο πατέρας σας Αντης. Ενδιαφέρουσα αντιστροφή, συνήθως τα παιδιά δίνουν ζωγραφιές στους μπαμπάδες τους για να τις βάλουν κάπου όμορφα... «Μα και ο πατέρας μου ήταν πάντα παιδί. Η μόνη φορά που δεν τον είδα σαν παιδί είναι όταν πήγαμε μαζί στον ομαδικό τάφο όπου έθαψαν τον πατέρα του, ο οποίος σκοτώθηκε 27 χρονών το ‘41, όταν οι Γερμανοί βομβάρδιζαν το Λονδίνο. Κάτω από ένα υγρό εγγλέζικο γρασίδι, χωρίς σταυρό, χωρίς πλάκα, ούτε και υπάρχει το όνομά του πουθενά, όμως ο πατέρας μου που τότε ήταν 65 χρονών του έλεγε “Παιδί μου, παιδί μου...”. Οταν τον ρώτησα την επομένη γιατί τον έλεγε παιδί του, μου είπε: “Σκοτώθηκε 27 χρονών... τι να τον πω... πατέρα”;».
Δεν σας πίεζαν να βάζετε τη δική σας φωτογραφία στο εξώφυλλο; «Οταν πρωτοξεκίνησα η πίεση ήταν αφόρητη. Από ένα σημείο και έπειτα όμως τους κούρασα με τις παραξενιές μου και σταμάτησαν να με πρήζουν. Και τώρα πια πιστεύω ότι οι νεότεροι άνθρωποι που ασχολούνται με τις πωλήσεις και το μάρκετινγκ και με πράγματα που οι καλλιτέχνες σνομπάρουμε και τα θεωρούμε άχαρα, σκέφτονται αλλιώς. Συνειδητοποιούν πλέον ότι ο καθένας μπορεί να επιτύχει μόνο αν είναι ο εαυτός του. Επρεπε να καταρρεύσει η αγορά για να συνειδητοποιήσει αυτό το πολύ απλό πράγμα».
Και η κυκλοφορία δίσκου σας στο εξωτερικό; Στη δεκαετία του ’90 γινόταν πολύς ντόρος με τη «διεθνή καριέρα» κάποιων τραγουδιστών... «Αυτή η υπόθεση μπάζει πολύ νερό. Το να πηγαίνεις να παίζεις στους Ελληνες του εξωτερικού δεν αποτελεί διεθνή καριέρα. Είναι κάτι πάρα πολύ ωραίο, συχνά πολύ συγκινητικό, αλλά δεν είναι αυτό ακριβώς που λέμε “διεθνής καριέρα”. Πραγματικά διεθνή καριέρα έκανε η Μαρία Φαραντούρη, η Σαβίνα Γιαννάτου που δίνει δεκάδες συναυλίες σε παγκόσμια φεστιβάλ κάθε χρόνο και ίσως δυο-τρεις άλλοι. Ούτε στα ’90s, με τη μόδα του έθνικ, η ελληνική μουσική κατάφερε να ταξιδέψει στο εξωτερικό όσο θα μπορούσε. Ηταν μόδα και το έθνικ, θεωρείται ήδη ξεπερασμένη αυτή η ιστορία, ήταν και ένας τρόπος η Δύση να ξαναβγάλει χρήματα πουλώντας την Ανατολή. Κάνω πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, αλλά δεν θεωρώ ότι κάνω καριέρα στο εξωτερικό, παρ’ όλο που σε πολλές χώρες το κοινό αποτελείται αποκλειστικά από ντόπιους».
Ποιο ξένο κοινό είναι το πιο ενθουσιώδες; «Παραδόξως οι Γερμανοί. Είναι οι πιο ανοιχτοί από όλους και έχουν τον μεγαλύτερο σεβασμό σε αυτό που κάνεις επάνω στη σκηνή και όρεξη να μπουν στον κόσμο σου και στη δική σου αντίληψη, με τρόπο μάλιστα ουσιαστικό και όχι τουριστικό».
Είναι ενδιαφέρον να βλέπεις το γερμανικό κοινό ανοιχτό στους Ελληνες, την ίδια στιγμή που οι Ελληνες πάντα χωρίζονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα: Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός, ΠαΣοΚ - ΝΔ, Αθήνα - Θεσσαλονίκη... «Αυτός ο τελευταίος διπολισμός ίσως να είναι πια δικαιολογημένος, αν υπολογίσεις τα χρήματα που πρέπει να πληρώσεις στα διόδια για να πας από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Συνειδητοποιείς ότι το κράτος έχει χωρίσει την Ελλάδα στα δύο ούτως ή άλλως. Είναι αδύνατον κάποιος να έχει τη μάνα του στη Θεσσαλονίκη, να μένει στην Αθήνα και να πηγαίνει να τη δει δύο φορές τον μήνα. Δεν αντέχει να πληρώνει έναν μισθό σε αεροπορικά εισιτήρια, βενζίνες και διόδια. Δεν μπορεί να είναι φθηνότερο να πας Βερολίνο από το να πας Καβάλα. Πέρα απ’ αυτά, για να έχει τόση ανάγκη ο κόσμος της Θεσσαλονίκης να νιώσει την αναγνώριση και τον θαυμασμό της πρωτεύουσας, για να ενδίδει τόσο εύκολα σε λαϊκίστικες κολακείες και για να φανατίζεται τόσο, σημαίνει ότι κάτι έχει γίνει λάθος όλα αυτά τα χρόνια, νιώθει παραγκωνισμένος. Είναι μια περιοχή πολύτιμη, που γέννησε σπουδαία πράγματα, τα οποία στην Αθήνα δεν θα γεννιούνταν ποτέ».
Σε τι διαφέρει λοιπόν από την Αθήνα; «Κατ’ αρχάς ενσωματώθηκαν οι πρόσφυγες πολύ πιο γρήγορα εκεί παρά στην Αθήνα. Τους δέχτηκαν καλύτερα οι ντόπιοι, που έχουν μια πολυπολιτισμική παράδοση ούτως ή άλλως. Επειδή η μητέρα μου είναι από προσφυγική, μικρασιατική οικογένεια η οποία πήγε στη Μακεδονία, ξέρω ότι εκεί ενσωματώθηκαν πιο ομαλά από ό,τι οι πρόσφυγες στην Καισαριανή ή στη Νέα Ιωνία. Οπότε μάλλον πρόκειται για πιο ανοιχτούς ανθρώπους. Κατάφεραν επίσης να κρατήσουν συνοχή στις παρέες τους, κατάφεραν μέχρι σήμερα να είναι δυνατόν όταν ψάχνεις κάποιον να πας στο μπαράκι που συχνάζει και να τον βρεις. Κατάφεραν να έχουν μια βαλκανική πόλη με χρώμα και χαρακτήρα, παρ’ όλη την ασχήμια των κτιρίων που ούτως ή άλλως υπάρχει στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας. Στην Αθήνα ξεχάσαμε ότι είμαστε Βαλκάνιοι. Είμαστε κάτι από μόνοι μας, ένα αυτιστικό κέντρο που δεν καταλαβαίνει κανέναν. Εξάγουμε στην επαρχία λαμογιές, αρπαχτές, κινδύνους, κακή αισθητική, νόμους της πλάκας, πολιτικές ανύπαρκτες ή καταστροφικές. Οπότε, δικαίως οι Θεσσαλονικείς έχουν παράπονο από την Αθήνα, αλλά ο τρόπος που το εκφράζουν είναι συχνά τραγικός και τους υποτιμά. Χάνουν το δίκιο τους. Γενικά οι Ελληνες έχουμε ταλέντο στο να χάνουμε το δίκιο μας».



Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 23/12/2011

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire