Οι ψυχολόγοι θα διαγνώσουν άγχος εξετάζοντας τα ογκώδη αυτόγραφα του
κ. Τσοχατζόπουλου. Οι γραφολόγοι θα απορήσουν με τα πολλά κεφαλαία,
μάλλον ασυνήθιστα πια σε εγγραμμάτους. Ισως σκεφτούν λοιπόν ότι ο
συγγραφέας έλκεται ηχητικά και συνειρμικά από τα κεφάλαια για τα οποία
μιλάει συνεχώς, εξ ου και τα κεφαλαία. Αλλη ερμηνεία: Λατρεύει τόσο πολύ
το γράψιμό του και το θεωρεί τόσο σπουδαίο, ώστε μόνο κεφαλαιογράμματο
θέλει να το βλέπει, σαν αρχαίο πάπυρο. Από την πλευρά τους, οι
κομματικοί φίλοι του κ. Τσοχατζόπουλου (όσοι απέμειναν, γιατί συνήθως οι
άνθρωποι γκρεμίζονται μόνοι τους, ακόμα και όσοι είχαν γύρω τους αγέλες
κολάκων όταν ηγεμόνευαν) θα βεβαιωθούν, μελετώντας τη διακίνηση του
μαύρου χρήματος, ότι εκείνο το επαναστατικό «σύντροφοι» έχει
κυριολεκτήσει, ως προς την τροφή, σε αρκετές περιπτώσεις. Δεν ήταν και
τόσο σύννομες, η αλήθεια να λέγεται. Οταν όμως νόμος είναι το δίκιο του
αφέντη, του κυβερνήτη, όλα απλουστεύονται. Οσο για τους πολιτικούς
αντιπάλους του κόμματος υπό το λάβαρο του οποίου ανδραγάθησε ο πρώην
Δεύτερος Μετά Τον Εναν, θα βρουν στα γραπτά του μια καλή ευκαιρία για να
συνεχίσουν να στριμώχνουν το καταβεβλημένο ΠΑΣΟΚ.
Αλλά και οι
γραμματολόγοι θα ωφεληθούν διαβάζοντας το ημερολόγιο. Από το κείμενο
αυτό, υπολογιστικό παρά απολογητικό, δεν λείπει η λογοτεχνικότητα: Και η
αποσπασματικότητα είναι παρούσα (κάτι σαν ποίηση του αποσπάσματος σε
πεζό), αλλά και η νεωτερικού τύπου κρυπτικότητα. Το ερώτημα λ.χ. «τις ο
Βοσκός», ο οποίος πρωταγωνιστεί ψευδωνύμως στο όλο έργο, μπορεί να τεθεί
δίπλα στο ερώτημα «τις ο Γκοντό» και βεβαίως «τις ο Ούτις», ώστε να
διεγείρει τη φαντασία των αποκρυπτογράφων. Επιπλέον, ο προσεκτικός
αναγνώστης θα ομολογούσε ότι ακόμα και η πολυφωνικότητα που σφραγίζει τα
μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι αφήνει τα ίχνη της στα γραπτά που μας
απασχολούν, αφού ο συγγραφέας μας εναλλάσσει τη φωνή της αγωνίας με τη
φωνή της σιγουριάς, το ύφος του ενδοιάζοντος αμυνομένου με το ύφος του
ανενδοίαστου επιτιθεμένου. Εν γένει, ιδού ένα κείμενο με ζουμί, για
άλλους πικρό και για άλλους νόστιμο. Δεν έχουμε δηλαδή τη γραπτή εκδοχή
του συναρπαστικού τσοχατζοπούλειου προφορικού λόγου, με τη χαοτική
εκδίπλωσή του ερήμην της σύνταξης και του νοήματος.
Τέλος, η ίδια η
μορφή των σελίδων του ημερολογίου, η καθαυτό εμφάνισή τους, έχει τη
λογοτεχνική της σημασία, και όχι μόνο επειδή φέρνει στν νου την εμφάνιση
των σολωμικών αυτογράφων ή των μακρυγιαννικών ιδιογράφων. Τα αμέτρητα
σβησίματα, οι διαγραφές, οι οβελισμοί, οι υπογραμμίσεις, οι παραπομπές,
οι αποσιωπήσεις, οι προσθήκες πάνω στις προσθήκες, όλα αυτά δημιουργούν
ένα παλίμψηστο που επιβεβαιώνει πως η αγωνία της γραφής δεν είναι λόγος
κενός. Επιτέλους, δηλαδή, ο κ. Τσοχατζόπουλος μιλάει εντός τού νοήματος.
Εξ ου και ο φόβος όσων συμπορεύτηκαν με την εξοχότητά του στα χρόνια
της μεγάλης μίζας. |
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire