Του Δημήτρη Ρηγοπουλου
«Με ρωτάτε αν είμαι καλά; Και γιατί να είμαι καλά;» Ο καθηγητής Αγγελος Δεληβορριάς δεν έχει καμία όρεξη για τυπικότητες και διπλωματία το πρωί μιας ακόμα πολύ δύσκολης ημέρας. Σήμερα ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη είναι βλοσυρός και σκοτεινός. «Πώς να είμαι καλά; Μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου πρέπει να απολύσουμε άλλους 30 ανθρώπους»...
Μέσα σε τρία μόνο χρόνια όλα έχουν γυρίσει ανάποδα στο πιο δυναμικό μουσείο της Αθήνας. Από την αναπτυξιακή ευημερία του 2000, που αποτυπώνεται σήμερα στους τρεις νέους μουσειακούς χώρους της τελευταίας δωδεκαετίας (Κτίριο Πειραιώς, Ισλαμικής Τέχνης, Πινακοθήκη Γκίκα), στις δραματικές εξελίξεις από το 2011 μέχρι και σήμερα: συρρίκνωση του ωραρίου λειτουργίας, απολύσεις (50 μόνο το 2011), εκ περιτροπής προσέλευση του προσωπικού (υποχρεωτική εργασία τεσσάρων αντί πέντε ημερών) και συνολική μείωση μισθών κατά 40%.
«Στον βαθμό που επιβιώνει ακόμα η αισιοδοξία μου, ένας είναι ο μόνος στόχος: να μην κλείσει τις πόρτες του», λέει και με κοιτάζει στα μάτια ο Αγγελος Δεληβορριάς. Αμέσως μετά, ένας μακρόσυρτος αναστεναγμός γεμίζει το δωμάτιο.
«Δεν μου έπρεπε...»Αλλά ήρθε η ώρα να μιλήσει. Να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Σήμερα, στην «Κ», είναι μόνο η αρχή. Μέσα στο 2013 θα βγει το βιβλίο του, εκεί που θα τα γράψει όλα (τα γράφει ήδη) χωρίς καμία προσπάθεια να κρατήσει ισορροπίες, να μη δυσαρεστήσει πολιτικά πρόσωπα ή να «εκθέσει», χωρίς να φοβηθεί να δώσει μια απάντηση για τη σημερινή κατάσταση. «Επάνω στην φουρτούνα έρχονται οι πιο τρελές ιδέες», λέει ο ίδιος.
Το βιβλίο θα έχει τίτλο «Ενας απολογισμός και μια απολογία». Ο απολογισμός αυτονόητος, καθώς του χρόνου συμπληρώνει 40 χρόνια στη θέση του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη. Και η απολογία; «Για τον βαθμό της δικής μου ευθύνης, την οποία δεν αρνούμαι. Ξέρετε, μερικοί από εμάς είχαμε γαλουχηθεί από τα γεννοφάσκια μας με την καταπίεση της αυτοκριτικής». Το δικό του βασικό λάθος, λέει, είναι ότι υπήρξε «υπεραισιόδοξος». Αλλά αν άρχιζε από την αρχή δεν θα έπαιρνε πίσω καμία από τις βασικές του επιλογές. Ούτε την εξακτίνωση της μουσειακής και ερευνητικής δραστηριότητας, ούτε την κεντρική ιδέα του μουσείου, ούτε την αποκέντρωση των χώρων του πέρα από το τρίγωνο Συντάγματος - Κολωνακίου - Χίλτον, ούτε την αυτοτέλεια των επιμέρους υπηρεσιών, ούτε τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε. «Γιατί διευθυντιλίκι δεν έκανα ποτέ εδώ μέσα, και λόγω ιδιοσυγκρασίας, οικογενειακής παράδοσης και ιδεολογίας».
Συνεχίζει στον ίδιο θυμωμένο και πικραμένο τόνο. «Ηταν μια συγκεκριμένη άποψη για το τι αντιπροσωπεύει η Ελλάδα. Η Ελλάδα που δεν θα έπρεπε να είναι μόνο η αρχαιότητα, έστω και μόνο στα λόγια, γιατί περί αυτού πρόκειται... Ούτε μόνο το Βυζάντιο, ούτε η περίοδος της ξενοκρατίας, αλλά όλη μαζί, και το σήμερα». Στο τέλος της πρότασης, ξεσπάει: «Ελεος, δηλαδή, έλεος! Αυτές είναι οι μούντζες που εισπράττουμε σε καθημερινή βάση;».
Ανάλογα με την κατεύθυνση της συζήτησης ο Αγγελος Δεληβορριάς μαλακώνει ή γίνεται οξύς. «Εχω απόλυτη συναίσθηση αυτού που λέω: δεν νομίζω ότι μου έπρεπε αυτή η αντιμετώπιση. Από την εξουσία». Και σε άλλο σημείο: «Λες και δεν έχει κατατεθεί εδώ μέσα χρόνος, έγνοια, επιστημοσύνη, αγάπη, λες και δεν έχουν κατατεθεί υπάρξεις! Και δεν αναφέρομαι μόνο στη δική μου».
Η ανάπτυξη της δραστηριότητας του μουσείου απαίτησε νέο προσωπικό, όχι πάντα αναγκαίο. Του καταλογίζουν «αχρείαστες» προσλήψεις που έγιναν σε καλύτερες εποχές «από την καλή του την καρδιά». Δεν το αρνείται. «Ναι, κι αυτές μέσα! Αλλά να σας πω κάτι: μπορεί να μην τους ήθελα και τους πέντε, αλλά δεν σωζόμουν αν δεν τους είχα πάρει όλους. Κι επίσης η καλή καρδιά δεν έβλαψε ποτέ! Ποτέ!». Αυτό για το οποίο αισθάνεται απόλυτα σίγουρος είναι ότι δεν θέλει να ξαναδεί λίστα με υποψήφιους για απόλυση υπαλλήλους. «Δεν το αντέχω! Πλησιάζω και τα ογδόντα...».
«Είναι εθνικό μουσείο»Η δραματική οικονομική κατάσταση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απότομη μείωση της κρατικής επιχορήγησης από τα 2 εκατομμύρια του 2010 (2.030.000) στις 842.000 του 2011. Οι αναταράξεις όχι μόνο δεν απορροφήθηκαν, αλλά απειλούν σήμερα ακόμα και αυτήν τη δυνατότητα του μουσείου να λειτουργεί. Στις υποχρεώσεις του μουσείου θα πρέπει να υπολογιστεί και ο τραπεζικός δανεισμός ύψους 15,3 εκατ. ευρώ. «Εκ της νομοθεσίας προκύπτει ότι το Μουσείο Μπενάκη είναι κρατικό, εθνικό μουσείο υπό τον όρο να διατηρεί την αυτονομία του. Το Δημόσιο έχει αναλάβει διά νόμου την καταβολή των απολαβών του προσωπικού, όπως και τις δαπάνες λειτουργίας του μουσείου. Και να σκεφθείτε ότι με τις πληρωμές μας στην εφορία και στο ΙΚΑ επιστρέφουμε και με το παραπάνω την κρατική χρηματοδότηση».
Σήμερα η δαπάνη για τη μισθοδοσία αγγίζει τα 5.300.000 ευρώ. Η κρατική χορηγία καλύπτει το 6% των εξόδων του μουσείου και τα υπόλοιπα καλύπτονται από χορηγικές συνδρομές, έσοδα από τα εισιτήρια, το πωλητήριο και τα κληροδοτήματα. Η αξιοποίηση των τελευταίων δεν είναι πάντα εφικτή, καθώς συγγενείς προσβάλλουν διαθήκες στα δικαστήρια και, όπως μου εξηγεί ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση μπορεί να περάσουν και 10 χρόνια. Εν τω μεταξύ, το μουσείο χάνει πολύτιμους πόρους.
Χρειαζόμαστε δύο εκατομμύρια, τώραΜε τα σύννεφα όλο και πιο πυκνά πάνω από την οδό Κουμπάρη, ο Αγγελος Δεληβορριάς και οι συνεργάτες του χτυπάνε όλες τις πόρτες. ΄Η καλύτερα τις πόρτες που θα μπορούσαν να ανοίξουν για ένα ίδρυμα με το όνομα και την αξία του Μουσείου Μπενάκη.
Σε μία από τις πιο πρόσφατες ενέργειες ζήτησε από μεγάλο κοινωφελές ίδρυμα να υιοθετήσει για έναν τουλάχιστον χρόνο μία από τις βασικές κτιριακές υποδομές του μουσείου (Κεντρικό Κτίριο, Πειραιώς, Πινακοθήκη Γκίκα). Εχει συσταθεί επιτροπή από εθελοντές που αναζητούν χορηγίες από τον Ελληνισμό των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, όμως αυτές οι πρωτοβουλίες δεν είναι άμεσης απόδοσης.
Οσο για τις χορηγίες, περιορισμένες λόγω εποχής. Και όχι μόνο. «Το νέο χρήμα της Ελλάδας δεν φημίστηκε ποτέ για την κουλτούρα του και τις πνευματικές ανησυχίες. Αλλοτε υπήρχε μια αστική τάξη που οραματιζόταν τον εκσυγχρονισμό, την Ευρώπη, μια άλλη Ευρώπη ίσως, και μια άλλη Ελλάδα. Αυτή η αστική τάξη εχάθη». Αλλά σπεύδει να συμπληρώσει: «Με τις όποιες εξαιρέσεις το επιβεβαιώνουν, οι οποίες σε φορτώνουν με το ασήκωτο χρέος της ανταπόδοσης».
«Ανεξάρτητα από το ύψος της κρατικής χορηγίας, εμείς χρειαζόμαστε άμεσα 2 εκατομμύρια ευρώ. Προχθές μου τηλεφώνησε ο λογιστής μας και με ενημέρωσε ότι με τα χρήματα από το πωλητήριο μπορούμε να πληρώσουμε τους μισθούς του Νοεμβρίου. Αλλά δεν γίνεται έτσι, δεν γίνεται έτσι!», επαναλαμβάνει θυμωμένα ο κ. Δεληβορριάς. Και ζητάει να ενταχθεί το Μπενάκη στην κατηγορία των επιχορηγούμενων οργανισμών ιδιωτικού δικαίου με τον ίδιο κωδικό. «Δεν είμαστε το μουσείο ή ο οργανισμός που τα περιμένει όλα από το κράτος. Θα έλεγα ότι το 50 - 50 είναι μια ιδανική αναλογία, γιατί το ίδρυμα έχει τις δυνατότητες».
Αλλά το Μουσείο Μπενάκη συνεχίζει. Κάνει εκθέσεις, ετοιμάζεται να μεγαλώσει, καθώς δύο νέα κτιριακά προγράμματα εντάχθηκαν στο ΕΣΠΑ. Πρόκειται για την ολοκλήρωση του συγκροτήματος της οδού Πειραιώς που θα επιτρέψει τη στέγαση της Συλλογής των Ξένων Πολιτισμών και την αποκατάσταση της οικίας Κουλούρα στο Παλαιό Φάληρο, όπου θα εκτεθεί μια από τις σημαντικότερες συλλογές παιδικών παιχνιδιών, της Μαρίας Αργυριάδη. «Δυστυχώς το ΕΣΠΑ δεν μου δίνει λεφτά να πληρώσω μισθούς...», κάνει με χιούμορ που πονάει.
Και κάτι που δεν ξέρει πολύς κόσμος. Το 2005, όταν ο Αγγελος Δεληβορριάς συνταξιοδοτήθηκε από το πανεπιστήμιο, ζήτησε να λήξει η θητεία του και στο Μπενάκη. «Τότε δεν με άφησε το μουσείο να φύγω και τώρα δεν μπορώ να το αφήσω εγώ».
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 25/11/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire