«Η απαγωγή και ο άγριος ξυλοδαρμός μου»
Ο Φάνος Κωνσταντινίδης λύνει τη σιωπή του - «Σχημάτισα σαφή γνώμη
για τους δράστες και τα ελατήρια τους»
Αγνωστες πτυχές της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας καταγράφονται από συνταξιούχους δημοσιογράφους στο πρώτο τεύχος του περιοδικού τους που κυκλοφορεί σήμερα και τιτλοφορείται «Το παρελθόν σήμερα».
Ο πρόεδρος του Κλάδου Συνταξιούχων Δημοσιογράφων της Ένωσης Συντακτών Κύπρου Φάνος Κωνσταντινίδης, αποκαλύπτει σε αυτό για πρώτη φορά ύστερα από 52 χρόνια, την απαγωγή και τον άγριο ξυλοδαρμό του εκείνες τις πρώτες μέρες της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Την ημέρα που ο αρχηγός της ΕΟΚΑ αναχωρούσε για την Αθήνα, μετά το τέλος του αγώνα, γνωστοί άγνωστοι του παρακράτους, που άρχισε να σχηματίζεται, με απήγαγαν και με ξυλοφόρτωσαν γιατί δημοσίευσα δηλώσεις που έκανε στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ στην παρουσία και άλλων αγωνιστών. Ο Μακάριος, στον οποίο έδωσα και ονόματα, απέφυγε να διατάξει έρευνα» αναφέρει στην πρόταξη του ο γνωστός δημοσιογράφος που περιγράφει την περιπέτειά του σε πρώτο πρόσωπο:
«Δεν ήμουν αξιωματούχος της ΕΟΚΑ, αλλά απλό μέλος. Είχα όμως το προνόμιο να επικοινωνώ με τον αρχηγό της ΕΟΚΑ, ο οποίος μετά τη λήξη του αγώνα απένειμε σε μένα και σε άλλους συναγωνιστές, πιστοποιητικό για τις υπηρεσίες μου, ενώ ταυτόχρονα με ευχαριστούσε για τη βοήθεια που του προσέφερα καθώς και για την όλη προσφορά μου στον αγώνα.
Το ψευδώνυμο μου ήταν «Δενδρινός». Δεν με συνέλαβαν κατά τον αγώνα, ο οποίος έληξε το Φεβρουάριο του 1959.
Στις 15 Μαρτίου 1959 ήταν Κυριακή της Απόκρεω και προγραμμάτισα να πάω με φίλους μου στο χωριό μου, το Μηλικούρι, όπου θα ήμασταν φιλοξενούμενοι των γονιών μου. Ήμασταν όλοι “ελεύθεροι”.
Το πρωί της 15ης παίρνω ένα μήνυμα ότι δεν έπρεπε να απουσιάσω από τη Λευκωσία. Ειδοποίησα τους φίλους μου ότι η εκδρομή ακυρώνεται. Αργότερα πληροφορήθηκα ότι θα μας συναντούσε ο Διγενής στο σπίτι του Σωκράτη Ηλιάδη στις 8 το βράδυ.
Στις 7.50 ήμουν στο σπίτι Ηλιάδη όπου βρίσκονταν και οι συναγωνιστές Άνθιμος Κυριακίδης, Μιλτιάδης Σελίπας, Ανδρέας Λάμπρου και Αθανάσιος Παπαγεωργίου. (Τους τομεάρχες τους δέχθηκε ο Διγενής στο σπίτι του Γαβριηλίδη το ίδιο βράδυ).
Στις 8 ακριβώς μπήκε ο Διγενής, συνοδευόμενος από τον Αντώνη Γεωργιάδη. Μας πλησίασε, έναν-έναν, του είπαμε το ψευδώνυμο μας, μας φίλησε και στη συνέχεια άρχισε να μιλά για τον αγώνα. Εμείς κρεμόμασταν από τα χείλη του. Είπε για τα μεγάλα προβλήματα που συνάντησε, τις διάφορες προδοσίες, τις δυσχέρειες για εξασφάλιση οπλισμού, για τα μεγάλα κατορθώματα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και τέλος έστρεψε την ομιλία του στις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου. «Εγώ», είπε, «διαφώνησα ριζικά με τις συνθήκες. Το έγραψα και στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον Υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. Το είπα και στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ότι αυτό το έκτρωμα δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Ωστόσο, δεν πρόκειται να αντισταθώ, δεν πρόκειται να κηρύξω νέο αντάρτικο. Έκαμα το καθήκον μου, όσο καλύτερα μπορούσα. Δυστυχώς, δεν πετύχαμε την Ένωση, αλλά ενισχύστε τον Αρχιεπίσκοπο, ίσως οι συμφωνίες δουλέψουν, πράγμα που δεν πιστεύω. Δεν θα πολεμήσω τις συμφωνίες και τον Μακάριο, ούτε και θα διασπάσω τον κυπριακό λαό. Εγώ, έκαμα το καθήκον μου και φεύγω με ψηλά το μέτωπο».
Όταν αποχαιρετούσα τον Διγενή τον ρώτησα: «Αρχηγέ, επειδή είμαι ο πρώτος δημοσιογράφος στον οποίο μιλάτε, μπορώ να εμφανίσω αυτά που είπατε ως δηλώσεις σας στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ στην οποία εργάζομαι;» Μου απάντησε: «Βεβαίως, βεβαίως, αυτά που είπα, είναι οι θέσεις μου».
Την απάντηση την άκουσαν όλοι οι παρευρισκόμενοι.
Την Τρίτη 17 Μαρτίου, όταν ο Διγενής αναχωρούσε για την Αθήνα, εγώ δημοσίευσα στο ΕΘΝΟΣ το πρώτο μέρος των δηλώσεων του. Γύρω στις 7 το βράδυ ήρθαν στο γραφείο μου στο ΕΘΝΟΣ δυο νεαροί που μου ανέφεραν ότι με θέλει επειγόντως σημαίνον στέλεχος της Οργάνωσης στην Παλουριώτισσα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο τους (που το οδηγούσε κάποιος Ντίνος) και βάλαμε μπρος για την Παλουριώτισσα. Όταν βγήκαμε λίγο έξω από την Παλουριώτισσα, ρώτησα πού με παίρνουν. Αυτοί, για απάντηση άρχισαν να με κτυπούν στο κεφάλι και σε άλλα μέρη του σώματος μου. Τελικά με πήραν στο παλιό αεροδρόμιο της Τύμπου και αφού κατεβήκαμε όλοι από το αυτοκίνητο, άρχισε ο πιο μικρόσωμος της παρέας (παραλείπω ονόματα) να διαβάζει από μια κόλλα ότι «η Οργάνωση θέλει να με τιμωρήσει, γιατί απεκάλυψα μυστικά που μας εμπιστεύτηκε ο Αρχηγός».
Τους είπα ότι είχα την έγκριση του Διγενή. Τους είπα επίσης να μείνω εκεί με κάποιον φρουρόν και να πάνε να βρουν έναν από τους αγωνιστές που συναντήθηκε με τον Διγενή, στο σπίτι του Σωκράτη Ηλιάδη, και να διασταυρώσουν αυτά που έγραψα. Ταυτόχρονα τους ρώτησα για ποιαν Οργάνωση μιλούσαν, αφού η ΕΟΚΑ διαλύθηκε. Αντί απάντησης και τα τρία αυτά καθάρματα με κτυπούσαν και με κλοτσούσαν άγρια, σε όλα τα μέλη του σώματος μου. Σχεδόν λιποθύμησα. Δεν ξέρω τι αισθάνθηκαν. Πάντως, ο Θεός έστειλε βαριά τιμωρία στους δύο από αυτούς.
Αφού εξεδήλωσαν την παλικαριά τους με έβαλαν στο αυτοκίνητο, ένα παλιό «Φορντ» και με μετέφεραν πίσω στο ΕΘΝΟΣ. Αφού ετοίμασα το δεύτερο μέρος των δηλώσεων του Διγενή, πήγα και βρήκα τον κ. Ηλιάδη στο σπίτι του και του είπα τι είχε συμβεί. (Πήγα στον Ηλιάδη γιατί οι υπεύθυνοι μου στην Οργάνωση -Αντώνης Γεωργιάδης και Άνθιμος Κυριακίδης- είχαν μεταβεί στην Αθήνα με τον Διγενή).
Ο Σωκράτης Ηλιάδης έγινε έξω φρενών μ’ αυτά που άκουσε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο του και πήγαμε στο ξενοδοχείο «Όλυμπος», στο τέρμα της οδού Λήδρας. Μπήκαμε σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονταν οι τομεάρχες της ΕΟΚΑ Πολύκαρπος Γιωρκάτζης και Παύλος Παυλάκης και δύο άλλα άγνωστα μου πρόσωπα. Μόλις αντίκρυσε τον Γιωρκάτζη, ο Ηλιάδης τον άρπαξε από τον γιακά και ήταν έτοιμος να τον κτυπήσει. Τότε επενέβη ο Παύλος Παυλάκης και ο Σωκράτης Ηλιάδης δεν προχώρησε. Είπε όμως στον Γιωρκάτζη τα εξής: «Εσύ έδωσες απόψε οδηγίες να κτυπήσουν τον Φάνο». «Όχι δεν είμαι εγώ», απάντησε ο Γιωρκάτζης. «Εσύ είσαι, κανένας άλλος δεν μπορεί να αναλάβει τέτοια ευθύνη» του είπε ο Σωκράτης Ηλιάδης. Στη συνέχεια, είπε και άλλα, αλλά αυτός συνέχισε να αρνείται.
Από το ξενοδοχείο «Όλυμπος» πήγαμε στα γραφεία της Αρχής Τηλεπικοινωνιών (CΥΤΑ) στην Πύλη Πάφου, απ’ όπου ο Σωκράτης Ηλιάδης έστειλε τηλεγράφημα στον Διγενή εκθέτοντας τα γεγονότα. Ο Διγενής ανταποκρίθηκε αμέσως με τηλεγράφημα προς τον Ηλιάδη.
«Ο Φάνος να συνεχίσει το δημοσίευμα». Το συνέχισα, αλλά μου έμεινε το ξύλο. Εγώ πάντως σχημάτισα τη σαφή γνώμη για τους δράστες και τα ελατήρια τους.
Την άλλη μέρα πήγα στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και του εξέθεσα τα γεγονότα. Μου υποσχέθηκε να ερευνήσει την υπόθεση και να με ενημερώσει. Αναμένω ακόμη ενημέρωση, παρόλο που του είπα ονόματα. Να σημειωθεί ότι με τον ένα από τους τρεις δράστες «φιλέψαμε» αργότερα. Ήταν οδηγός επισήμου. Μου απεκάλυψε πολλά. Δεν συγχώρησα πάντως ούτε αυτόν, ούτε τα άλλα δύο καθάρματα, ούτε βέβαια εκείνους που οργάνωσαν την απαγωγή και τον άγριο ξυλοδαρμό μου. Αυτοί είχαν ταυτόχρονα σχεδιάσει και κάποια άλλα εγκλήματα. Άλλα υλοποιήθηκαν και άλλα όχι».
Όπως αναφέρει ο Φάνος Κωνσταντινίδης, για την απαγωγή και τον άγριο ξυλοδαρμό του γράφει και στο υπό έκδοση βιβλίο του.
Ο πρόεδρος του Κλάδου Συνταξιούχων Δημοσιογράφων της Ένωσης Συντακτών Κύπρου Φάνος Κωνσταντινίδης, αποκαλύπτει σε αυτό για πρώτη φορά ύστερα από 52 χρόνια, την απαγωγή και τον άγριο ξυλοδαρμό του εκείνες τις πρώτες μέρες της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Την ημέρα που ο αρχηγός της ΕΟΚΑ αναχωρούσε για την Αθήνα, μετά το τέλος του αγώνα, γνωστοί άγνωστοι του παρακράτους, που άρχισε να σχηματίζεται, με απήγαγαν και με ξυλοφόρτωσαν γιατί δημοσίευσα δηλώσεις που έκανε στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ στην παρουσία και άλλων αγωνιστών. Ο Μακάριος, στον οποίο έδωσα και ονόματα, απέφυγε να διατάξει έρευνα» αναφέρει στην πρόταξη του ο γνωστός δημοσιογράφος που περιγράφει την περιπέτειά του σε πρώτο πρόσωπο:
«Δεν ήμουν αξιωματούχος της ΕΟΚΑ, αλλά απλό μέλος. Είχα όμως το προνόμιο να επικοινωνώ με τον αρχηγό της ΕΟΚΑ, ο οποίος μετά τη λήξη του αγώνα απένειμε σε μένα και σε άλλους συναγωνιστές, πιστοποιητικό για τις υπηρεσίες μου, ενώ ταυτόχρονα με ευχαριστούσε για τη βοήθεια που του προσέφερα καθώς και για την όλη προσφορά μου στον αγώνα.
Το ψευδώνυμο μου ήταν «Δενδρινός». Δεν με συνέλαβαν κατά τον αγώνα, ο οποίος έληξε το Φεβρουάριο του 1959.
Στις 15 Μαρτίου 1959 ήταν Κυριακή της Απόκρεω και προγραμμάτισα να πάω με φίλους μου στο χωριό μου, το Μηλικούρι, όπου θα ήμασταν φιλοξενούμενοι των γονιών μου. Ήμασταν όλοι “ελεύθεροι”.
Το πρωί της 15ης παίρνω ένα μήνυμα ότι δεν έπρεπε να απουσιάσω από τη Λευκωσία. Ειδοποίησα τους φίλους μου ότι η εκδρομή ακυρώνεται. Αργότερα πληροφορήθηκα ότι θα μας συναντούσε ο Διγενής στο σπίτι του Σωκράτη Ηλιάδη στις 8 το βράδυ.
Στις 7.50 ήμουν στο σπίτι Ηλιάδη όπου βρίσκονταν και οι συναγωνιστές Άνθιμος Κυριακίδης, Μιλτιάδης Σελίπας, Ανδρέας Λάμπρου και Αθανάσιος Παπαγεωργίου. (Τους τομεάρχες τους δέχθηκε ο Διγενής στο σπίτι του Γαβριηλίδη το ίδιο βράδυ).
Στις 8 ακριβώς μπήκε ο Διγενής, συνοδευόμενος από τον Αντώνη Γεωργιάδη. Μας πλησίασε, έναν-έναν, του είπαμε το ψευδώνυμο μας, μας φίλησε και στη συνέχεια άρχισε να μιλά για τον αγώνα. Εμείς κρεμόμασταν από τα χείλη του. Είπε για τα μεγάλα προβλήματα που συνάντησε, τις διάφορες προδοσίες, τις δυσχέρειες για εξασφάλιση οπλισμού, για τα μεγάλα κατορθώματα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και τέλος έστρεψε την ομιλία του στις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου. «Εγώ», είπε, «διαφώνησα ριζικά με τις συνθήκες. Το έγραψα και στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον Υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. Το είπα και στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ότι αυτό το έκτρωμα δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Ωστόσο, δεν πρόκειται να αντισταθώ, δεν πρόκειται να κηρύξω νέο αντάρτικο. Έκαμα το καθήκον μου, όσο καλύτερα μπορούσα. Δυστυχώς, δεν πετύχαμε την Ένωση, αλλά ενισχύστε τον Αρχιεπίσκοπο, ίσως οι συμφωνίες δουλέψουν, πράγμα που δεν πιστεύω. Δεν θα πολεμήσω τις συμφωνίες και τον Μακάριο, ούτε και θα διασπάσω τον κυπριακό λαό. Εγώ, έκαμα το καθήκον μου και φεύγω με ψηλά το μέτωπο».
Όταν αποχαιρετούσα τον Διγενή τον ρώτησα: «Αρχηγέ, επειδή είμαι ο πρώτος δημοσιογράφος στον οποίο μιλάτε, μπορώ να εμφανίσω αυτά που είπατε ως δηλώσεις σας στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ στην οποία εργάζομαι;» Μου απάντησε: «Βεβαίως, βεβαίως, αυτά που είπα, είναι οι θέσεις μου».
Την απάντηση την άκουσαν όλοι οι παρευρισκόμενοι.
Την Τρίτη 17 Μαρτίου, όταν ο Διγενής αναχωρούσε για την Αθήνα, εγώ δημοσίευσα στο ΕΘΝΟΣ το πρώτο μέρος των δηλώσεων του. Γύρω στις 7 το βράδυ ήρθαν στο γραφείο μου στο ΕΘΝΟΣ δυο νεαροί που μου ανέφεραν ότι με θέλει επειγόντως σημαίνον στέλεχος της Οργάνωσης στην Παλουριώτισσα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο τους (που το οδηγούσε κάποιος Ντίνος) και βάλαμε μπρος για την Παλουριώτισσα. Όταν βγήκαμε λίγο έξω από την Παλουριώτισσα, ρώτησα πού με παίρνουν. Αυτοί, για απάντηση άρχισαν να με κτυπούν στο κεφάλι και σε άλλα μέρη του σώματος μου. Τελικά με πήραν στο παλιό αεροδρόμιο της Τύμπου και αφού κατεβήκαμε όλοι από το αυτοκίνητο, άρχισε ο πιο μικρόσωμος της παρέας (παραλείπω ονόματα) να διαβάζει από μια κόλλα ότι «η Οργάνωση θέλει να με τιμωρήσει, γιατί απεκάλυψα μυστικά που μας εμπιστεύτηκε ο Αρχηγός».
Τους είπα ότι είχα την έγκριση του Διγενή. Τους είπα επίσης να μείνω εκεί με κάποιον φρουρόν και να πάνε να βρουν έναν από τους αγωνιστές που συναντήθηκε με τον Διγενή, στο σπίτι του Σωκράτη Ηλιάδη, και να διασταυρώσουν αυτά που έγραψα. Ταυτόχρονα τους ρώτησα για ποιαν Οργάνωση μιλούσαν, αφού η ΕΟΚΑ διαλύθηκε. Αντί απάντησης και τα τρία αυτά καθάρματα με κτυπούσαν και με κλοτσούσαν άγρια, σε όλα τα μέλη του σώματος μου. Σχεδόν λιποθύμησα. Δεν ξέρω τι αισθάνθηκαν. Πάντως, ο Θεός έστειλε βαριά τιμωρία στους δύο από αυτούς.
Αφού εξεδήλωσαν την παλικαριά τους με έβαλαν στο αυτοκίνητο, ένα παλιό «Φορντ» και με μετέφεραν πίσω στο ΕΘΝΟΣ. Αφού ετοίμασα το δεύτερο μέρος των δηλώσεων του Διγενή, πήγα και βρήκα τον κ. Ηλιάδη στο σπίτι του και του είπα τι είχε συμβεί. (Πήγα στον Ηλιάδη γιατί οι υπεύθυνοι μου στην Οργάνωση -Αντώνης Γεωργιάδης και Άνθιμος Κυριακίδης- είχαν μεταβεί στην Αθήνα με τον Διγενή).
Ο Σωκράτης Ηλιάδης έγινε έξω φρενών μ’ αυτά που άκουσε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο του και πήγαμε στο ξενοδοχείο «Όλυμπος», στο τέρμα της οδού Λήδρας. Μπήκαμε σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονταν οι τομεάρχες της ΕΟΚΑ Πολύκαρπος Γιωρκάτζης και Παύλος Παυλάκης και δύο άλλα άγνωστα μου πρόσωπα. Μόλις αντίκρυσε τον Γιωρκάτζη, ο Ηλιάδης τον άρπαξε από τον γιακά και ήταν έτοιμος να τον κτυπήσει. Τότε επενέβη ο Παύλος Παυλάκης και ο Σωκράτης Ηλιάδης δεν προχώρησε. Είπε όμως στον Γιωρκάτζη τα εξής: «Εσύ έδωσες απόψε οδηγίες να κτυπήσουν τον Φάνο». «Όχι δεν είμαι εγώ», απάντησε ο Γιωρκάτζης. «Εσύ είσαι, κανένας άλλος δεν μπορεί να αναλάβει τέτοια ευθύνη» του είπε ο Σωκράτης Ηλιάδης. Στη συνέχεια, είπε και άλλα, αλλά αυτός συνέχισε να αρνείται.
Από το ξενοδοχείο «Όλυμπος» πήγαμε στα γραφεία της Αρχής Τηλεπικοινωνιών (CΥΤΑ) στην Πύλη Πάφου, απ’ όπου ο Σωκράτης Ηλιάδης έστειλε τηλεγράφημα στον Διγενή εκθέτοντας τα γεγονότα. Ο Διγενής ανταποκρίθηκε αμέσως με τηλεγράφημα προς τον Ηλιάδη.
«Ο Φάνος να συνεχίσει το δημοσίευμα». Το συνέχισα, αλλά μου έμεινε το ξύλο. Εγώ πάντως σχημάτισα τη σαφή γνώμη για τους δράστες και τα ελατήρια τους.
Την άλλη μέρα πήγα στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και του εξέθεσα τα γεγονότα. Μου υποσχέθηκε να ερευνήσει την υπόθεση και να με ενημερώσει. Αναμένω ακόμη ενημέρωση, παρόλο που του είπα ονόματα. Να σημειωθεί ότι με τον ένα από τους τρεις δράστες «φιλέψαμε» αργότερα. Ήταν οδηγός επισήμου. Μου απεκάλυψε πολλά. Δεν συγχώρησα πάντως ούτε αυτόν, ούτε τα άλλα δύο καθάρματα, ούτε βέβαια εκείνους που οργάνωσαν την απαγωγή και τον άγριο ξυλοδαρμό μου. Αυτοί είχαν ταυτόχρονα σχεδιάσει και κάποια άλλα εγκλήματα. Άλλα υλοποιήθηκαν και άλλα όχι».
Όπως αναφέρει ο Φάνος Κωνσταντινίδης, για την απαγωγή και τον άγριο ξυλοδαρμό του γράφει και στο υπό έκδοση βιβλίο του.
Το περιοδικό «Το παρελθόν σήμερα», είναι το δεύτερο που κυκλοφορεί με τη σφραγίδα της Ένωσης Συντακτών Κύπρου. Το πρώτο περιοδικό της ΕΣΚ «Ο Φανός των Συντακτών» κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα του 1959, αλλά για διάφορους λόγους δεν επανεκδόθηκε. Το νέο περιοδικό των συνταξιούχων δημοσιογράφων, θα κυκλοφορεί μια φορά το χρόνο λίγο πριν τα Χριστούγεννα με στόχο να παραθέτει άγνωστα γεγονότα για τους μελετητές και τους ιστορικούς.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire