Του Μιχάλη Κοντού*
Αν η Τουρκία τού «κλείσει ξανά το μάτι», το Ισραήλ θα εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία στα κρύα του λουτρού; Αυτό το ερώτημα τίθεται συχνά σε σχέση με την υπό διαμόρφωση εταιρική σχέση του Ισραήλ με την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και την Ελλάδα. Ερώτημα που γεννά ανησυχίες ως προς το κατά πόσον η Κύπρος θα πρέπει να «δοθεί ολόψυχα»στο Ισραήλ,ρισκάροντας να διακινδυνεύσει τις παραδοσιακές της φιλίες με αραβικά κράτη. Μάλιστα οι ανησυχίες αυτές θα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν από τις αντιδράσεις του Ισραηλινού πρωθυπουργού κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Κύπρο. Όπως ορθά παρατηρεί η Jerusalem Ρost, ο Νετανιάχου επέλεξε να μη δαγκώσει το «αντιτουρκικό μήλο» που του προσέφερε ο πρόεδρος Χριστόφιας κατά την κοινή διάσκεψη Τύπου.
Η ισραηλινή εφημερίδα αιτιολογεί τη στάση του Ισραηλινού πρωθυπουργού υποστηρίζοντας ότι το Ισραήλ δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση να «κλείσει την πόρτα» στην Τουρκία.
Η συζήτηση για το μέλλον των τουρκοισραηλινών σχέσεων και -κατά συνέπεια- και των κυπρο-ισραηλινών σχέσεων λαμβάνει χώρα κυρίως σε δύο επίπεδα: Το ατομικό και το κρατικό. Σε ό,τι αφορά στο ατομικό επίπεδο ανάλυσης, οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι το μέλλον της υγείας του Τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της χώρας του με το Ισραήλ. Και αυτό γιατί η ρήξη στις σχέσεις των δύο χωρών ήταν καθαρά δική του επιλογή για λόγους που έχουν να κάνουν με το ηγεμονικό όραμα της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή. Σε ό,τι αφορά στο κρατικό επίπεδο ανάλυσης, η κυρίαρχη προσέγγιση αφορά στις στρατηγικές επιλογές των δύο κρατών: Από τη μια η Τουρκία επιλέγει τη ρήξη με το Ισραήλ για να προσελκύσει συμπάθειες με στόχο να ηγηθεί μιας νέας, μουσουλμανικής τάξης πραγμάτων στην περιοχή.
Εν τούτοις, οι συνθήκες που επικράτησαν μετά το ξέσπασμα της ούτω καλούμενης Αραβικής Άνοιξης καταδεικνύουν ότι η πολυδιάσπαση μεταξύ των μουσουλμάνων (τόσο κάθετα μεταξύ κρατών, όσο και οριζόντια μεταξύ σιιτών και σουνιτών) είναι αναπόφευκτη. Από την άλλη, το Ισραήλ επιλέγει να στραφεί προς την Κύπρο και την Ελλάδα για να διασφαλίσει στρατηγικό βάθος, αλλά και για να διασφαλίσει την ομαλή εξόρυξη και μεταφορά του υποθαλάσσιου ενεργειακού του πλούτου. Αν όμως η Τουρκία αποφάσιζε να αλλάξει τη στάση της έναντι του Ισραήλ, οι συνθήκες που οδήγησαν στη στρατηγική στροφή προς την Κύπρο και την Ελλάδα θα ανατρέπονταν.
Υπάρχει όμως και ένα τρίτο επίπεδο ανάλυσης, το οποίο είναι εξ ίσου σημαντικό για την κατανόηση των υπό ανάπτυξη δυναμικών, το συστημικό-περιφερειακό: Η πάλαι ποτέ συμμαχική σχέση μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του ’90 μέσα σε ένα συγκεκριμένο συστημικόπεριφερειακό πλαίσιο. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του πλαισίου ήταν η ισχυρή συνεκτική παρουσία των ΗΠΑ στο περιφερειακό τόξο Ν/Α Μεσογείου-Μ. Ανατολής-Β. Αφρικής μέσω της διαρκούς εκδήλωσης της πρόθεσής τους να ηγούνται ενός συμμαχικού σχηματισμού, βασικοί πυλώνες του οποίου ήταν η Τουρκία και το Ισραήλ. Η πρόθεση αυτή επισφραγιζόταν κατά καιρούς με την κινητοποίηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και τη χρήση βίας εντός και πέριξ της εν λόγω περιοχής (Περσικός Κόλπος 1991, Σομαλία 1995, Αφγανιστάν 1998, 2001, Σουδάν 1998, Ιράκ 2003). Η αμερικανική ηγεσία διασφάλιζε την περιφερειακή σταθερότητα και την ευθυγράμμιση τόσο της Τουρκίας όσο και του Ισραήλ με τις επιλογές των ΗΠΑ.
Σήμερα το συστημικό-περιφερειακό πλαίσιο έχει αλλάξει σημαντικά. Η αμερικανική ηγεσία αμφισβητείται έντονα ως αποτέλεσμα της στρατηγικής αναδίπλωσης της Κυβέρνησης Ομπάμα, με αφορμή τον περιορισμό της οικονομικής ισχύος των ΗΠΑ ως αποτέλεσμα της κρίσης του 2008. Έκφραση της αλλαγής αυτής στην αμερικανική εξωτερική πολιτική υπήρξε η οριστική απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ. Κατά συνέπεια, από τούδε και στο εξής, οι δρώντες της περιοχής θα πρέπει να σχεδιάζουν τις στρατηγικές τους επιλογές λαμβάνοντας υπόψη τα νέα αυτά δεδομένα. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη αυτονομία στην εξωτερική τους πολιτική, αλλά και ανάγκη να διασφαλίζουν μόνοι τους τα ζωτικά τους συμφέροντα.
Η έλλειψη της αμερικανικής «υψηλής εποπτείας», σε συνδυασμό με τις έκδηλες ηγεμονικές αξιώσεις της Τουρκίας, αναγκάζει το Ισραήλ να διευρύνει την γκάμα των επιλογών του. Ακόμη και αν οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις βελτιωθούν, η καχυποψία έναντι των τουρκικών προθέσεων και το νέο, ασταθές περιφερειακό υποσύστημα, θα υπαγορεύουν στο Ισραήλ την ανάγκη να διατηρεί ανοιχτή μία «έξοδο κινδύνου». Και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τη νέα εταιρική σχέση με την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα.
*Ο Μιχάλης Κοντός είναι πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος, διευθυντής του Κέντρου Επιστημονικού Διαλόγου και Έρευνας
Η ισραηλινή εφημερίδα αιτιολογεί τη στάση του Ισραηλινού πρωθυπουργού υποστηρίζοντας ότι το Ισραήλ δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση να «κλείσει την πόρτα» στην Τουρκία.
Η συζήτηση για το μέλλον των τουρκοισραηλινών σχέσεων και -κατά συνέπεια- και των κυπρο-ισραηλινών σχέσεων λαμβάνει χώρα κυρίως σε δύο επίπεδα: Το ατομικό και το κρατικό. Σε ό,τι αφορά στο ατομικό επίπεδο ανάλυσης, οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι το μέλλον της υγείας του Τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της χώρας του με το Ισραήλ. Και αυτό γιατί η ρήξη στις σχέσεις των δύο χωρών ήταν καθαρά δική του επιλογή για λόγους που έχουν να κάνουν με το ηγεμονικό όραμα της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή. Σε ό,τι αφορά στο κρατικό επίπεδο ανάλυσης, η κυρίαρχη προσέγγιση αφορά στις στρατηγικές επιλογές των δύο κρατών: Από τη μια η Τουρκία επιλέγει τη ρήξη με το Ισραήλ για να προσελκύσει συμπάθειες με στόχο να ηγηθεί μιας νέας, μουσουλμανικής τάξης πραγμάτων στην περιοχή.
Εν τούτοις, οι συνθήκες που επικράτησαν μετά το ξέσπασμα της ούτω καλούμενης Αραβικής Άνοιξης καταδεικνύουν ότι η πολυδιάσπαση μεταξύ των μουσουλμάνων (τόσο κάθετα μεταξύ κρατών, όσο και οριζόντια μεταξύ σιιτών και σουνιτών) είναι αναπόφευκτη. Από την άλλη, το Ισραήλ επιλέγει να στραφεί προς την Κύπρο και την Ελλάδα για να διασφαλίσει στρατηγικό βάθος, αλλά και για να διασφαλίσει την ομαλή εξόρυξη και μεταφορά του υποθαλάσσιου ενεργειακού του πλούτου. Αν όμως η Τουρκία αποφάσιζε να αλλάξει τη στάση της έναντι του Ισραήλ, οι συνθήκες που οδήγησαν στη στρατηγική στροφή προς την Κύπρο και την Ελλάδα θα ανατρέπονταν.
Υπάρχει όμως και ένα τρίτο επίπεδο ανάλυσης, το οποίο είναι εξ ίσου σημαντικό για την κατανόηση των υπό ανάπτυξη δυναμικών, το συστημικό-περιφερειακό: Η πάλαι ποτέ συμμαχική σχέση μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του ’90 μέσα σε ένα συγκεκριμένο συστημικόπεριφερειακό πλαίσιο. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του πλαισίου ήταν η ισχυρή συνεκτική παρουσία των ΗΠΑ στο περιφερειακό τόξο Ν/Α Μεσογείου-Μ. Ανατολής-Β. Αφρικής μέσω της διαρκούς εκδήλωσης της πρόθεσής τους να ηγούνται ενός συμμαχικού σχηματισμού, βασικοί πυλώνες του οποίου ήταν η Τουρκία και το Ισραήλ. Η πρόθεση αυτή επισφραγιζόταν κατά καιρούς με την κινητοποίηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και τη χρήση βίας εντός και πέριξ της εν λόγω περιοχής (Περσικός Κόλπος 1991, Σομαλία 1995, Αφγανιστάν 1998, 2001, Σουδάν 1998, Ιράκ 2003). Η αμερικανική ηγεσία διασφάλιζε την περιφερειακή σταθερότητα και την ευθυγράμμιση τόσο της Τουρκίας όσο και του Ισραήλ με τις επιλογές των ΗΠΑ.
Σήμερα το συστημικό-περιφερειακό πλαίσιο έχει αλλάξει σημαντικά. Η αμερικανική ηγεσία αμφισβητείται έντονα ως αποτέλεσμα της στρατηγικής αναδίπλωσης της Κυβέρνησης Ομπάμα, με αφορμή τον περιορισμό της οικονομικής ισχύος των ΗΠΑ ως αποτέλεσμα της κρίσης του 2008. Έκφραση της αλλαγής αυτής στην αμερικανική εξωτερική πολιτική υπήρξε η οριστική απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ. Κατά συνέπεια, από τούδε και στο εξής, οι δρώντες της περιοχής θα πρέπει να σχεδιάζουν τις στρατηγικές τους επιλογές λαμβάνοντας υπόψη τα νέα αυτά δεδομένα. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη αυτονομία στην εξωτερική τους πολιτική, αλλά και ανάγκη να διασφαλίζουν μόνοι τους τα ζωτικά τους συμφέροντα.
Η έλλειψη της αμερικανικής «υψηλής εποπτείας», σε συνδυασμό με τις έκδηλες ηγεμονικές αξιώσεις της Τουρκίας, αναγκάζει το Ισραήλ να διευρύνει την γκάμα των επιλογών του. Ακόμη και αν οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις βελτιωθούν, η καχυποψία έναντι των τουρκικών προθέσεων και το νέο, ασταθές περιφερειακό υποσύστημα, θα υπαγορεύουν στο Ισραήλ την ανάγκη να διατηρεί ανοιχτή μία «έξοδο κινδύνου». Και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τη νέα εταιρική σχέση με την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα.
*Ο Μιχάλης Κοντός είναι πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος, διευθυντής του Κέντρου Επιστημονικού Διαλόγου και Έρευνας
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire