Αγώνας για επιβίωση, κόσμος σε απόγνωση
του ΠΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΑ
Στο μανάβικο της Ευτυχίας κάθε τέλος του μήνα τα βερεσέδια ξεπερνούν τις πέντε χιλιάδες ευρώ! Ένα μικρό συνοικιακό μανάβικο με κύκλο 200- 250 πελάτες, σε συνοικισμό. Και από αυτά, εισπράττονται στις αρχές του μήνα οι 2- 3 χιλιάδες. Τα άλλα μένουν και μένουν... και αυξάνονται. Η Ευτυχία ξέσπασε σε λυγμούς όταν η κουβέντα έπεσε στην καλή της τη γειτόνισσα, από χρόνια φίλες και πελάτισσα, που ο άντρας της είναι άνεργος, έχουν τρία παιδιά και πριν μερικούς μήνες έχασε και η ίδια τη δουλειά της. Και μας ξετυλίγει σαν παραμύθι τη ζωή στους συνοικισμούς της προσφυγιάς, των ανέργων, των χαμηλόμισθων και των πολύτεκνων, που η επιβίωση, αυτό ακόμα και το καθημερινό μεροφάι, κατάντησε αγώνας.
«Δύσκολη ζωή και πώς να σε αλλάξω», για την άνεργη μητέρα, που χθες το πρωί, είπε της κ. Ευτυχίας, «φιλενάδα μου αυτό το μήνα τελειώνει το ανεργιακό επίδομα και ο άντρας μου δεν βρήκε δουλειά. Και πώς θα σε πληρώνω δεν ξέρω». Και ήταν τα μάτια της βουρκωμένα και λυπημένα… Και άμα η κοπέλα έφυγε από το μανάβικο, λούστηκε τα κλάματα η Ευτυχία, που τώρα πέντε μήνες παρακολουθεί τη φίλη της, να πασχίζει κάθε μέρα να ψωνίσει, να πάρει φαγητό στα παιδιά της, αλλά με φειδώ και να βγαίνουν τα λεφτά στο ταμείο.
Μας έδειξε το τεράστιο δευτέρι με τα βερεσέ, που κατάντησε εφιάλτης για όλους τους μανάβηδες στους συνοικισμούς και τις συνοικίες της προσφυγιάς, της φτωχολογιάς και των ανέργων. «Διότι οι υπεραγορές δεν κάνουν σκόντο και βερεσέδια και δεν έχουν Ευτυχίες και άλλους συνοικιακούς μανάβηδες που έχουν δευτέρια και καρδιά και δίνουν βερεσέ στις άνεργες μανάδες και τους μεροκαματιάρηδες που ξέμειναν στις 20 του μήνα...
Και εκεί που μιλούσαμε μπήκε στο μανάβικο ο Τάκης, που πουλεί ψωμιά στους συνοικισμούς της Λάρνακας. Άκουσε την κουβέντα μας και επωνύμως μας έδωσε την είδηση: Στην Κύπρο του 2012 υπάρχουν οικογένειες που χρωστούν ώς και 500 ευρώ στον ψωμά που τους κουβαλά κάθε πρωί στην πόρτα τους ζεστό ψωμί. Άνθρωποι που μήνες έχουν να πάρουν στο σπίτι τους μεροκάματο και που στα πολλά που χρωστούν, είναι και 500 και 300 και 200 ευρώ, για τα ένα και δυο ψωμιά που εξακολουθεί να τους παίρνει κάθε μέρα ο ψωμάς τους. Ο Τάκης βλέπει την κατάσταση και η καρδιά του δεν το κάνει να κόψει το ψωμί σ’ αυτές τις πόρτες, γιατί λυπάται και σκέφτεται τα παιδιά που είναι πίσω από την πόρτα και περιμένουν το ψωμάκι για να φάνε. Αλλά πες και πες «θα σε πληρώσουμε κυρ Τάκη», έγιναν τα βερεσέδια μεγάλη ιστορία για τον ψωμά των συνοικισμών της Λάρνακας.
«Δύσκολη ζωή και πώς να σε αλλάξω», για την άνεργη μητέρα, που χθες το πρωί, είπε της κ. Ευτυχίας, «φιλενάδα μου αυτό το μήνα τελειώνει το ανεργιακό επίδομα και ο άντρας μου δεν βρήκε δουλειά. Και πώς θα σε πληρώνω δεν ξέρω». Και ήταν τα μάτια της βουρκωμένα και λυπημένα… Και άμα η κοπέλα έφυγε από το μανάβικο, λούστηκε τα κλάματα η Ευτυχία, που τώρα πέντε μήνες παρακολουθεί τη φίλη της, να πασχίζει κάθε μέρα να ψωνίσει, να πάρει φαγητό στα παιδιά της, αλλά με φειδώ και να βγαίνουν τα λεφτά στο ταμείο.
Μας έδειξε το τεράστιο δευτέρι με τα βερεσέ, που κατάντησε εφιάλτης για όλους τους μανάβηδες στους συνοικισμούς και τις συνοικίες της προσφυγιάς, της φτωχολογιάς και των ανέργων. «Διότι οι υπεραγορές δεν κάνουν σκόντο και βερεσέδια και δεν έχουν Ευτυχίες και άλλους συνοικιακούς μανάβηδες που έχουν δευτέρια και καρδιά και δίνουν βερεσέ στις άνεργες μανάδες και τους μεροκαματιάρηδες που ξέμειναν στις 20 του μήνα...
Και εκεί που μιλούσαμε μπήκε στο μανάβικο ο Τάκης, που πουλεί ψωμιά στους συνοικισμούς της Λάρνακας. Άκουσε την κουβέντα μας και επωνύμως μας έδωσε την είδηση: Στην Κύπρο του 2012 υπάρχουν οικογένειες που χρωστούν ώς και 500 ευρώ στον ψωμά που τους κουβαλά κάθε πρωί στην πόρτα τους ζεστό ψωμί. Άνθρωποι που μήνες έχουν να πάρουν στο σπίτι τους μεροκάματο και που στα πολλά που χρωστούν, είναι και 500 και 300 και 200 ευρώ, για τα ένα και δυο ψωμιά που εξακολουθεί να τους παίρνει κάθε μέρα ο ψωμάς τους. Ο Τάκης βλέπει την κατάσταση και η καρδιά του δεν το κάνει να κόψει το ψωμί σ’ αυτές τις πόρτες, γιατί λυπάται και σκέφτεται τα παιδιά που είναι πίσω από την πόρτα και περιμένουν το ψωμάκι για να φάνε. Αλλά πες και πες «θα σε πληρώσουμε κυρ Τάκη», έγιναν τα βερεσέδια μεγάλη ιστορία για τον ψωμά των συνοικισμών της Λάρνακας.
Οι γέροντες τρώνε μόνο τα «φτηνά»
Μακαρόνια και πουργούρι…
Η γυναίκα του 88χρονου Αναστάση Παρπερίδη από τη Γύψου μακαρίστηκε και από τότε τον φροντίζει οικιακή βοηθός. Η σύνταξή του είναι κάτι λιγότερο από 600 ευρώ. Επειδή φύλαξε ένα μικρό κομπόδεμα για τα υστερινά του δεν δικαιούται επίδομα για τη φροντίστριά του και έτσι την πληρώνει από τη σύνταξη.
Ο μισθός της είναι κοντά στα 400 ευρώ, μέσα και οι Κοινωνικές της Ασφαλίσεις. Επειδή τον τελευταίο καιρό ήταν παγωνιές, παρά την οικονομία που έκανε, του ήρθε ηλεκτρικό 100 ευρώ και κάτι. Ευτυχώς που είναι το μικρό κομπόδεμα και κάθε μήνα «τραβά να περνά», διότι αν δεν ήταν και εκείνο, δεν θα έβγαζε το μήνα.
Τον ρωτούμε ποια είναι τα πιο τακτικά του φαγητά και μας απαντά «τα μακαρόνια και το πουργούρι που είναι φτηνά και μέσα-μέσα ό,τι άλλο είναι φτηνό». Ομολογεί ακόμα ότι εδώ και λίγες εβδομάδες «που τα αγγούρια έγιναν 4-5 ευρώ, δεν μπορεί να αγοράσει και τη βγάζει με μαρούλια και ρόκες που είναι φτηνά». Και επειδή το κομπόδεμα δεν είναι μεγάλο «δεν αντέχει για να τρώει κάθε εβδομάδα κρέας, έτσι έχει και εβδομάδες που δεν τρώει καθόλου κρέας».
Ο μισθός της είναι κοντά στα 400 ευρώ, μέσα και οι Κοινωνικές της Ασφαλίσεις. Επειδή τον τελευταίο καιρό ήταν παγωνιές, παρά την οικονομία που έκανε, του ήρθε ηλεκτρικό 100 ευρώ και κάτι. Ευτυχώς που είναι το μικρό κομπόδεμα και κάθε μήνα «τραβά να περνά», διότι αν δεν ήταν και εκείνο, δεν θα έβγαζε το μήνα.
Τον ρωτούμε ποια είναι τα πιο τακτικά του φαγητά και μας απαντά «τα μακαρόνια και το πουργούρι που είναι φτηνά και μέσα-μέσα ό,τι άλλο είναι φτηνό». Ομολογεί ακόμα ότι εδώ και λίγες εβδομάδες «που τα αγγούρια έγιναν 4-5 ευρώ, δεν μπορεί να αγοράσει και τη βγάζει με μαρούλια και ρόκες που είναι φτηνά». Και επειδή το κομπόδεμα δεν είναι μεγάλο «δεν αντέχει για να τρώει κάθε εβδομάδα κρέας, έτσι έχει και εβδομάδες που δεν τρώει καθόλου κρέας».
Δουλεύει η γυναίκα
Ο κ. Γιώργος από τη Μηλιά μάς λέγει ότι ευτυχώς δουλεύει η γυναίκα του, διότι με τη φόρα που πήρε η ακρίβεια, αποκλείεται να τους έφτανε η σύνταξη. Εδώ δουλεύει και η κυρά του και με το ζόρι βγαίνουν τα έξοδα του μήνα. «Με 650 ευρώ, πού μπορεί να ζήσουν δυο άτομα στην Κύπρο», επισημαίνει ο κ. Γιώργος. «Εμάθαμε και εμείς, όπως και οι πιο πολλοί, στα απαραίτητα για ψώνισμα και στο “ένα κιλό και πάλαι”, αντί “στις τσέντες και όσα φάμε και όσα σαπίσουν”, που ξέραμε πριν», καταλήγει.
Και με παράπονο λέγει ότι τούτο το μήνα μόνο για ρεύμα πλήρωσε 170 ευρώ ενώ, τα αγγουράκια έγιναν χρυσάφι και ψωνίζουν τα με το μέτρημα, απλώς για να βάζουν στη σαλάτα λίγο που έρχονται τα παιδιά και τα εγγόνια.
Και με παράπονο λέγει ότι τούτο το μήνα μόνο για ρεύμα πλήρωσε 170 ευρώ ενώ, τα αγγουράκια έγιναν χρυσάφι και ψωνίζουν τα με το μέτρημα, απλώς για να βάζουν στη σαλάτα λίγο που έρχονται τα παιδιά και τα εγγόνια.
«Πεινούσιν»
Στον καφενέ «των γερόντων» στο Τσακκιλερό, ο γέροντας καφετζής Χριστάκης Αυξεντίου λέει με παράπονο πως δύσκολα βγάζει πια το συμπλήρωμα της σύνταξης για να περνά καλά. «Με καφέ πίνουν, με κερνούν όπως παλιά οι συνταξιούχοι. Εσυνάχτηκε ο κόσμος», υπογραμμίζει. «Πάνε και οι μπίρες και οι ζιβανιούδες. Με μέτρο πια τα έξοδα, διότι η σύνταξη δεν φτάνει. Τα πράγματα επήγαν πάνω», συνεχίζει. Και μετά μας ανοίγει την καρδιά του… «Πιάνω 760 ευρώ σύνταξη και δεν με φτάνουν. Ξέρεις γιατί; Διότι έχω αυτοκίνητο, θέλω να βοηθώ με καμιά πουλουστρίνα τα εγγόνια μου και άμα πεθυμώ καμιά πίτα σουβλούθκια με την μπίρα τους, ή κανένα κιλό φρέσκα γόπα να μπόρω να κάνω το κέφι μου. Αλλά εγίναν πολλά δύσκολα τα πράγματα πιον». «Και όσοι συνταξιούχοι δεν έχουν κομπόδεμα σαν τον παππού τον Αναστάση», ρωτούμε τον κ. Χριστάκη, για να μας απαντήσει, «πεινούσιν γιε μου και φυλάγουν την κόρτα το ψωμί να το βουτήσουν μες στο νερό γύριση μέρα. Μεν ακούς ότι περνούν, πεινούσιν»!
«Ό,τι εν φτηνό»
«Δεν με κανούν γιε μου τα 560 ευρώ της σύνταξης, γιατί πιερώνω και τη γυναίκα που με φροντίζει, είμαι χηράτος. Αν δεν είχα και το κομπόδεμα, πού να φτάσουν 560 ευρώ, ρεύματα, νερά, φαγιά και κανένα καφέ στο κεφενούδι του Χριστάκη μας. Λίγος καιρός που μου έμεινε να μείνω βαωμένος έσσω».
Η μαρτυρία ψυχής, για το πώς ζει, από τον Μέμνονα Σάββα από τη Μακράσυκα. Μας λέγει ακόμα ότι «άμα θα αγοράσει κρέας πρώτα θωρεί την τιμή, μετά τι έχει το τσεντί του και αγοράζει αν μπορεί. Το ίδιο με τα αγγουράκια και τα άλλα φθαρτά. Τον τελευταίο καιρό ευτυχώς βρίσκει μήλα φτηνά και αγοράζει. Ό,τι εν φτηνό, τρώμε, ότι δεν είναι, δεν το τρώμε ώσπου να φτηνίσει. Αν δεν φτηνίζει ποτέ, θωρούμε το τζαι θκιαβαίνουμε με την ιδέα του», μας λέγει ακόμη ο κ. Μεμνής κάτοικος στο συνοικισμό Κόκκινων- Τσακκιλερού.
Η μαρτυρία ψυχής, για το πώς ζει, από τον Μέμνονα Σάββα από τη Μακράσυκα. Μας λέγει ακόμα ότι «άμα θα αγοράσει κρέας πρώτα θωρεί την τιμή, μετά τι έχει το τσεντί του και αγοράζει αν μπορεί. Το ίδιο με τα αγγουράκια και τα άλλα φθαρτά. Τον τελευταίο καιρό ευτυχώς βρίσκει μήλα φτηνά και αγοράζει. Ό,τι εν φτηνό, τρώμε, ότι δεν είναι, δεν το τρώμε ώσπου να φτηνίσει. Αν δεν φτηνίζει ποτέ, θωρούμε το τζαι θκιαβαίνουμε με την ιδέα του», μας λέγει ακόμη ο κ. Μεμνής κάτοικος στο συνοικισμό Κόκκινων- Τσακκιλερού.
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος
Δημοσιεύτηκε στις 20/02/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire