ΕΦΗΜΕΡΑ
Γίναμε όλοι τραπεζίτες
Της Χρυστάλλας Χατζηδημητρίου
ΛΗΣΤΕΨΑΝΕ την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα, δεν είμαι με
κανένα…, τραγουδούσε τη δεκαετία του ’80, εποχή που όλα έμπαιναν υπό
αμφισβήτηση, ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Κι ύστερα ο ίδιος έφυγε νωρίς,
νικημένος από τις ευαισθησίες του και δεν έζησε να δει πως ακόμα και
όσοι δεν είμαστε με κανένα και δεν θα μας ένοιαζε και πολύ αν κάποιος
μασκοφόρος λήστευε ένα πρωί την τράπεζα και έπαιρνε λίγες χιλιάδες ευρώ.
Τώρα όμως που την λήστεψαν κάποιοι κύριοι με λευκά κολάρα, μας νοιάζει
και πολύ μάλιστα, γιατί βρεθήκαμε ξαφνικά να είμαστε όλοι συνέταιροι.
Εμείς, που δεν θέλαμε να έχουμε πολλά νταραβέρια με τις τράπεζες, που
δεν ξέραμε τι θα πει χρηματιστήριο, που δεν κοιτάζαμε ποτέ τον δείκτη να
δούμε προς τα πού κυμαίνονται οι μετοχές των τραπεζών, βρεθήκαμε να
κοιτάμε τον εν λόγω δείκτη λες και πρόκειται για γραφική παράσταση
καρδιογραφήματος από την πορεία του οποίου εξαρτάται η ύπαρξή μας. Κάποιος κύριος που χρίστηκε golden boy αμειβόταν με πέραν του ενός εκατομμυρίου τον χρόνο κι όταν πλέον ήταν φανερό πως το σύστημα που εφάρμοσε δεν έφερε χρυσό, αντί να φύγει κακήν κακώς, όπως θα έφευγε οποιοδήποτε αποτυχημένο στέλεχος από μια ιδιωτική επιχείρηση, πήρε και 1,5 εκατ. φιλοδώρημα για να αποχωρήσει. Αφού εξασφαλίστηκε ο ίδιος για μια ζωή (και αρκετοί άλλοι), εμείς θα πρέπει να στήσουμε ξανά την τράπεζα. Για να μη χάσουν οι άνθρωποι τις καταθέσεις τους, για να μη χάσουν οι άνθρωποι τη δουλειά τους, για να μην καταποντιστεί η οικονομία μας (η οποία έτσι κι αλλιώς μάλλον είναι καταδικασμένη). Και θα πρέπει να είμαστε κιόλας περήφανοι για αυτό. Από την περασμένη Παρασκευή προσπαθούν να μας πείσουν πως η απόφαση της κυπριακής βουλής για στήριξη της Λαϊκής Τράπεζας αποτελεί υπέρτατη πατριωτική πράξη. Από την οποία πρέπει να παραδειγματιστούν οι Ελλαδίτες πολιτικοί. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί αλλιώς το πώς θα νιώθαμε δεν μπορεί να γραφτεί. Καλύτερα να νιώθουμε εθνικά υπερήφανοι που στις δύσκολες ώρες τα φορτωνόμαστε όλα στην πλάτη για να κολυμπήσουμε μέχρι την ακτή χωρίς να ρωτάμε πώς και γιατί. Ελπίζουμε μόνο να υπάρχει ακτή απέναντι, γιατί από εδώ που βρισκόμαστε τώρα, δεν φαίνεται ξηρά στον ορίζοντα.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire