Πολλοί γράφουν λίγοι διαβάζουν
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης κι η Εταιρεία Συγγραφέων έχει να το παινεύεται: χάρη σε δικές της πρωτοβουλίες ταυτίστηκε η ημέρα της εαρινής ισημερίας μ' εκείνην της ποίησης από το 1998 εδώ, και χάρη σε εισήγηση του πρώην προέδρου της, Βασίλη Βασιλικού, υιοθετήθηκε από την UNESCO ο θεσμός, αποκτώντας διεθνή ακτινοβολία από το 2001.
Η φετινή γιορτή είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Οδυσσέα Ελύτη.
«Ο ποιητής έξω από κάθε πρόβλεψη είναι μόνος και στην παραμικρή γωνιά της νύχτας, όταν κι εμείς είμαστε μόνοι μας επίσης. Αλλά δεν το κάνουμε θέμα ποιήματος» έγραφε πριν από λίγα χρόνια η Γεωργία Τριανταφυλλίδου, στην παρθενική της συλλογή «Ο ποιητής έξω» («Αγρα»). Σε πείσμα της κυρίαρχης άποψης ότι η ποίηση βρίσκεται στο περιθώριο της λογοτεχνικής παραγωγής, είναι στρατιές εκείνοι που... το κάνουν θέμα. Ποτέ δεν εκδίδονταν τόσα ελληνικά ποιητικά βιβλία όσα στις μέρες μας. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων biblionet.gr στη διάρκεια της περασμένης χρονιάς ξεπέρασαν τα 450 -τόσα πάνω κάτω ήταν και τα μυθιστορήματα- ενώ μία δεκαετία νωρίτερα μόλις και ξεπερνούσαν τα 260.
Τι κι αν το μερίδιο του λέοντος, ως προς τη δημοσιογραφική και την εμπορική απήχηση, καρπώθηκαν τα «Εύρετρα» («Ικαρος») της πολυβραβευμένης Κικής Δημουλά; Είναι εντυπωσιακό πόσοι, επίσης αναγνωρισμένοι ομότεχνοί της, ήταν παρόντες πέρσι: ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Αργύρης Χιόνης, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Γιάννης Κοντός, ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ο Αντώνης Ζέρβας, ο Τόλης Νικηφόρου, ο Διονύσης Καψάλης, ο Νάσος Βαγενάς, ο Δημοσθένης Αγραφιώτης... Στους πρώτους δε μήνες του 2011, ανάμεσα στους τριάντα περίπου τίτλους που κυκλοφόρησαν, συναντάμε έργα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ («Η ανορεξία της ύπαρξης», «Καστανιώτης»), του Κώστα Μαυρουδή («Τέσσερις εποχές», Κέδρος), του Χάρη Βλαβιανού («Τα σονέτα της συμφοράς», «Πατάκης»), καθώς και τα «Μέσα σύνορα» του τριαντάχρονου Γιάννη Δούκα που συστήνουν οι εκδόσεις «Πόλις».
Ιδού μια γεύση από το έργο του τελευταίου: «Στην εποχή του κάτι σαν/ Μπότες και πέτσινα μπουφάν/ Φοράνε και κυκλοφορούν/ Στην πόλη που περιπολούν/ Σαν κλέφτες κι αστυνόμοι. Στους τοίχους ψίθυροι, κραυγές/ Μαύροι λεκέδες και μπογιές/ Με τον θυμό και την ντροπή/ Πάνω στην κόκκινη γραμμή/ Χορεύει κι η συγγνώμη (...) Στην εποχή του κάτι σαν/ με σιδερένιο παραβάν/ Κρύφτηκαν όλα. Μόνο εμείς/ Μέχρι το τέλος εκκρεμείς/ φορώντας κοστουμάκι. Εδώ που οι δρόμοι είναι παλιοί/ Αλλά η πόλη μας καλεί/ Για να εφευρεθεί ξανά/ Μέσα από στάχτη και φωτιά/ Τούτο το αλωνάκι».
Ελάχιστοι οίκοι ανοίγουν πια τις πόρτες τους στους ποιητές -ανάμεσά τους κι οι «Μεταίχμιο», «Υψιλον», «Οδός Πανός», «Τυπωθήτω», «Μελάνι»- ενώ τα πρωτεία εξακολουθεί να κρατά ο «Γαβριηλίδης». Είναι, ωστόσο, κοινό μυστικό ότι στην πλειονότητά τους -κάποιοι ανεβάζουν το ποσοστό στο 80%- οι ποιητικές εκδόσεις τυπώνονται με έξοδα των δημιουργών τους, με ποσά που ξεκινούν από τα 500 και φτάνουν ώς τις 2.500 ευρώ. Σ' αυτή τη λύση κατέφυγε κι ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιώργος Χαντζής για το «Μπέλλα Μπουμ» (Publibook), μια ποιητική σύνθεση που διαπραγματεύεται την εμπειρία της πατρότητας, εξερευνώντας τα πεδία «της ποιητικής, της κβαντομηχανικής, της φαινομενολογίας και της φιλοσοφίας της γλώσσας».
Γεννημένος το 1972 και μ' ένα διδακτορικό στα σκαριά γύρω από την αισθητική φιλοσοφία, ο Χαντζής δραστηριοποιείται εδώ και μία πενταετία στο φιλοσοφικό καφέ Dasein, όπου νέοι δημιουργοί συζητούν ζητήματα ποιητικής και διαβάζουν αδημοσίευτα έργα τους, ενώ συμμετέχει και στην ομάδα Greek Poetry Now!, πλάι σε συνομηλίκους του ως επί το πλείστον ποιητές, όπως οι Δημήτρης Αλλος, Γιάννα Μπούκοβα, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Βασίλης Αμανατίδης, Φοίβη Γιαννίση, Μαρία Τοπάλη. «Σε αντιδιαστολή με τις προηγούμενες γενιές», εξηγεί, «η δική μας είναι πιο εξωστρεφής. Είμαστε παιδιά των e-mails και των sms, η "γενιά της διαμεσολάβησης" όπως μας χαρακτηρίζουν, κι επιδιώκουμε την επαφή μ' όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό αλλά και στις υπόλοιπες τέχνες. Κάποιοι βέβαια θεωρούν πως είμαστε αποκομμένοι από την ελληνική λογοτεχνική παράδοση, παρασυρμένοι από την ταχύτητα της εποχής μας. Οπως κάθε γενίκευση όμως, είναι κι αυτή παρακινδυνευμένη».
Αν και στις παρυφές της εκδοτικής βιομηχανίας, το κύκλωμα της ποίησης κατορθώνει να επιβιώνει και να μετασχηματίζεται. Σημαντικός εδώ είναι ο ρόλος των περιοδικών, το τιμόνι των οποίων κρατούν ποιητές κατά κανόνα. Πέρα από παραδοσιακά έντυπα όπως η «Νέα Εστία», η «Λέξη» των Νιάρχου και Φωστιέρη, το «Πλανόδιον» του Γιάννη Πατίλη, το «Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη, η «Οδός Πανός» του Γιώργου Χρονά, το «Δέντρο» των Γουδέλη και Μαυρουδή ή ο «Μανδραγόρας» του Κώστα Κρεμμύδα, υπάρχουν κι εκείνα που είναι αποκλειστικά αφοσιωμένα στο είδος: η «Ποιητική» του Χάρη Βλαβιανού, το «Poetix» του Ντίνου Σιώτη και τελευταία, το «Κουκούτσι» του Βασίλη Ζηλάκου και το «Τεθλόν» της νεανικής ομάδας που φιλοξενείται στο Ιδρυμα Σινόπουλου. Ενώ στο Διαδίκτυο συναντάμε το poema.gr του Βασίλη Ρούβαλη, το poeticanet.gr του Ιωσήφ Βεντούρα και το poiein.gr του Σωτήρη Παστάκα. Υπάρχουν άραγε μεταξύ τους στεγανά; Κρατάνε ακόμα οι διαμάχες περί ελεύθερου στίχου ή ομοιοκαταληξίας; Τι τάσεις διαγράφονται στον ορίζοντα;
Ως προς τα στεγανά, «όλα εξαρτώνται από το πρόσωπο που διευθύνει το περιοδικό» λέει ο Γ. Χρονάς. «Προσωπικά, όποιο ταλέντο βλέπω, το βοηθάω. Ξέρετε, από τη φύση του, ο ποιητής είναι τρελός! Γράφει πιστεύοντας ότι θα ξεπεράσει τον Ελύτη, τον Ελιοτ, τον Πάουντ. Μόνον έτσι όμως μπορεί να προχωρήσει την τέχνη του. Εχω συναντήσει πολλά τρελά παιδιά και προσπαθώ να τα καλμάρω, αλλά κι εγώ έτσι ήμουν κάποτε... Τα παροτρύνω να διαβάζουν τα πάντα, και ποίηση, και πεζογραφία, και εφημερίδες, να βλέπουν ταινίες, να κυκλοφορούν μέσα στη ζωή, να μη βυθίζονται στη μοναξιά τους. Τα περισσότερα, πάντως, το τοπίο της ψυχής τους περιγράφουν. Αλλα μιμούνται τον Χριστιανόπουλο, άλλα είναι επηρεασμένα από τους στίχους του Σιδηρόπουλου ή του Αγγελάκα, κι απ' ό,τι διαπιστώνω όλα τα είδη καλλιεργούνται πια, τελειώσαν οι παλιές διαμάχες».
Για τον Χάρη Βλαβιανό, «ασφαλώς και υπάρχουν παρέες, στο μέτρο που κάθε περιοδικό στηρίζεται σ' έναν πυρήνα σταθερών συνεργαστών που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες. Ομως οι όποιες αντιθέσεις μεταξύ τους, είναι μάλλον επί του προσωπικού, παρά αισθητικής φύσεως». Απ' τη μεριά του, βλέπει αρκετούς νέους «να φλερτάρουν μ' ένα υβριδικό είδος, όπου τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και το δοκίμιο δεν είναι και τόσο ορατά» και παρακολουθεί μ' ενδιαφέρον την εξέλιξη εκείνων που είχε συστήσει εγκαίρως μέσω της «Ποιητικής» -Χάρης Ψαρράς, Νίκος Βιολάρης, Δήμητρα Κωτούλα, μεταξύ άλλων. Οπως δε κάποιοι «συνομιλούν δραστικά με το παρελθόν χωρίς να αισθάνονται ότι κάνουν ιεροσυλία», έτσι κι ο ίδιος, στο νέο του βιβλίο με τις άφθονες μύχιες εξομολογήσεις, καταφεύγει στο σονέτο, «με την πυκνή μορφή και τον γρήγορο διασκελισμό» ώστε να μην πέσει στην παγίδα του μελοδράματος.
Οπως διαπιστώνει ο Ντίνος Σιώτης, που μαζί με τον Γιώργο Μπλάνα επιμελήθηκε πρόσφατα την ανθολογία «30 έως 30» (εκδ. «Κοινωνία των δεκάτων»), με δείγματα γραφής τριάντα ποιητών κάτω των τριάντα ετών, «η νέα γενιά δεν έχει εγκαταλείψει το βιωματικό στοιχείο εντελώς, αλλά προσπαθεί να βρει τη δική της γλώσσα χωρίς να εγκλωβίζεται στην αυτοαναφορικότητα. Κι ενώ πιθανότατα είναι ξεκομμένη από τον Παλαμά ή τον Σικελιανό, αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοεί τον Σαχτούρη ή τον Καρούζο. Ποιητές έχουμε. Αναγνώστες δεν υπάρχουν...»
«Η ποίηση είναι μια τέχνη δύστροπη, αριστοκρατική», επιμένει ο Βλαβιανός, «που αφορά μια απέραντη μειοψηφία, όπως είχε πει ο Χιμένεθ. Ουδέποτε ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Σε μια εποχή δε έκπτωσης του λόγου, είναι ακόμη πιο αναγκαία. Η επιθυμία ωστόσο να εκφραστεί κανείς ποιητικά δεν οδηγεί απαραίτητα και σε αξιόλογο αποτέλεσμα. Το ερώτημα είναι: διαβάζουν άραγε αυτοί που γράφουν; Συνομιλούν με τους συγχρόνους τους ποιητές; Εχουν αίσθηση του πώς χειρίζονται τη γλώσσα, πώς λύνουν εκφραστικά ζητήματα; Δεν είμαι σίγουρος... Αν διάβαζαν ποίηση όσοι δημοσιεύουν κιόλας, θα περίσσευαν οι αναγνώστες».
Πηγή: Ελευθεροτυπία
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire