Ηρθε η ώρα να ξαναδιαβάσουμε τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού απογυμνωμένα από τον λογιοτατισμό, αλλά και από τη στρέβλωση της λαογραφικής «ιδεολογίας Μακρυγιάννη»
Κοιτάζω την καινούργια έκδοση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, με επιμέλεια της Γεωργίας Παπαγεωργίου και του Αλέξη Πολίτη, οι οποίοι έχουν στηριχτεί στην αρχική έκδοση του 1907 του Γιάννη Βλαχογιάννη, αναπαράγοντας τις σημειώσεις και την εισαγωγή του, και το ερώτημα έρχεται στον νου μου αυτομάτως: Πώς μπορούμε να διαβάσουμε στις ημέρες μας έναν συγγραφέα του οποίου το κείμενο έχει καλυφθεί από τις πιο διαφορετικές ιδεολογικές επιστρώσεις; Ιστορικοί, ποιητές, μυθιστοριογράφοι και κριτικοί λογοτεχνίας ξόδεψαν σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ποταμούς λέξεων γύρω από την αφήγηση του Μακρυγιάννη, βάζοντας στο στόμα του στρατηγού, ο οποίος γράφει με μια σπάνια προφορική δύναμη, την αλήθεια που εξυπηρετούσε κάθε φορά καλύτερα τις ερμηνευτικές τους φιλοδοξίες: φιλοδοξίες που βασισμένες στον σχολιασμό του λαϊκού λόγου των Απομνημονευμάτων διαγκωνίστηκαν για έναν συμπαγή ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας ικανό να ενεργοποιήσει και ένα ιδιότυπα εθνοσωτήριο πνεύμα: το πνεύμα της αυτοτέλειας και της ανεξάντλητης δημιουργικότητας της παράδοσης.
Τι είμαστε σε θέση να κάνουμε με όλα αυτά σήμερα; Τι θα μπορούσαμε να αποσπάσουμε και να κρατήσουμε από τον Μακρυγιάννη σε ένα σαφώς μεταμοντέρνο επιστημολογικό και αισθητικό τοπίο, όπου η έννοια της λογοτεχνίας τείνει ευθύς εξαρχής να καταστεί εξόχως ρευστή ενώ η σημασία της ιστορικής μαρτυρίας επιδέχεται πλήθος περιορισμούς, αλλά και πολλαπλές απροσδόκητες διευρύνσεις; Για να ξεκινήσουμε από κάπου, θα έλεγα ότι πριν και πάνω απ΄ όλα θα πρέπει να ξεχάσουμε τον Μακρυγιάννη ως αξιόπιστο μάρτυρα της εποχής του (εποχή που εκκινεί από το προανάκρουσμα του Αγώνα του 1821, περνάει στους δύο εμφυλίους πολέμους και στην κατάκτηση της ανεξαρτησίας και φθάνει ως το πραξικόπημα του 1843 υπέρ του Συντάγματος).
Ο Μακρυγιάννης δεν θα αποκτήσει ποτέ αυτό που ήθελε ο Κυριάκος Σιμόπουλος (να αποτυπώσει το αυθεντικό γεγονός και όχι την προσωπική του όραση), όντας, όπως το σημείωνε ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1950 ο Σπύρος Ασδραχάς (ο πρόλογός του στην έκδοση των Απομνημονευμάτων του 1957 έχει συμπεριληφθεί από τους επιμελητές στην τωρινή έκδοση της Εστίας), ένα συναρπαστικό ιστορικό υβρίδιο: κάτι ανάμεσα στην παθιασμένη προκατάληψη, στην ψύχραιμη εξιστόρηση και στη δραματική σύγκρουση.Με δεδομένα τα πάθη του και ολοφάνερη την οργή του, ο Μακρυγιάννης θα απεικονίσει μια σπαραγμένη πορεία προς την ελευθερία: μια ελευθερία που δεν θα κατορθώσει να συνδυαστεί με το όραμά του για την εδραίωση ενός συστήματος δικαιοσύνης και θα σκοντάψει κατ΄ επανάληψη στον κομματικό φατριασμό, στην αδελφική αιματοχυσία (συνδυασμένη ενίοτε με τη μεγάλη βιαιότητα κατά των Τούρκων) και στην προώθηση των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.
Η εθνική ψυχή
Αυτή ωστόσο δεν είναι εν πολλοίς η μοίρα κάθε επαναστατικής διαδικασίας, που εμπλέκεται εκούσα άκουσα στις αρνητικές συνέπειες της δυναμικής της, παράγοντας εκ παραλλήλου και μείζονα πολιτικά αποτελέσματα, όπως η συνταγματική μεταβολή του 1843, στην οποία πρωταγωνίστησε ο Στρατηγός; Ιδού, επομένως, μια σημερινή μακρυγιαννική ιστορική εικόνα για το 1821: ένας κόσμος μακριά από την ολοποιητική λογική και τον ιδανισμό της εθνικής ψυχής, την οποία έσπευσαν να ανασκαλέψουν στα Απομνημονεύματα ο Βλαχογιάννης ως ιστοριοδίφης που ανέλαβε τη μεταγραφή και τον υπομνηματισμό τους ή ο Παλαμάς ως ποιητής που διέκρινε σε αυτά μόνο τη χρονογραφική τους αξία. Πρόκειται, παρ΄ όλα αυτά, την ίδια ώρα (η άλλη όψη της ιστορικής εικόνας) για έναν κόσμο που συγκλονίζεται από την ορμή για ριζική αλλαγή: ορμή εμπνευσμένη τόσο από τις ιδέες του Διαφωτισμού όσο και από τη βούληση για μια γενναία κοινωνική ανακατανομή.
Ο Μακρυγιάννης εν τούτοις δεν είναι μόνο το καμίνι της Ιστορίας, αλλά και εκλεκτός λόγος: αυτοβιογραφικός, ολόθερμος λόγος, o οποίος υπερβαίνει από την πρώτη στιγμή τον εαυτό του όχι μό νο γιατί κατορθώνει να συμπλέξει αξεχώριστα το ατομικό με το συλλογικό, με τον τρόπο που μόλις είδαμε, αλλά και επειδή μετατρέπει το προφορικό ντοκουμέντο σε δεξαμενή της λαϊκής έκφρασης και της γλωσσικής της πλησμονής. Εδώ, όμως, πήρε το πάνω χέρι η λογοτεχνική ιδεολογία. Αν ερευνητές όπως ο Σιμόπουλος μέμφθηκαν τα Απομνημονεύματα γι΄ αυτό που τα ίδια δεν θα ήθελαν ποτέ να γίνουν, παραμένοντας, αντί για αντικειμενικό αποδεικτικό υλικό, μια ζωντανή, συνεχής απομνημόνευση, σύμφυτη με την προσωπικότητα του συντάκτη τους (μια διεισδυτική παρατήρηση του Βλαχογιάννη), οι εκπρόσωποι της γενιάς του 1930 (Σεφέρης, Θεοτοκάς και Λορεντζάτος) οδήγησαν το μακρυγιαννικό κείμενο στους δικούς τους δρόμους διά της μετατροπής του σε παιδαγωγικό μνημείο του λαϊκού πολιτισμού. Ένα μνημείο έτοιμο να προσφέρει στη νεοελληνική συνείδηση το σφρίγος και τον αυθορμητισμό του και να εξασφαλίσει τις αναντικατάστατες ρίζες της. Ο Μακρυγιάννης ανέλαβε εδώ να διαφυλάξει μιαν αδιατάρακτη γραμμή: την ευθεία η οποία συνδέει τον Θουκυδίδη και τον Αισχύλο με τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη, ρίχνοντας κάποτε το βλέμμα και προς τη χριστιανική θεολογία.
Οι ιδεολογικές κατασκευές
Πώς να ξεφύγουμε από αυτόν τον ασφυκτικό εναγκαλισμό; Ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος έκανε ένα βήμα πριν από μερικά χρόνια στη μελέτη του Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη (εκδόσεις Πόλις, 2003), όπου έδειξε πώς έπλεξε η γενιά του 1930 επί του σώματος των Απομνημονευμάτων όλους τους προσφιλείς μύθους της, με κυρίαρχους μεταξύ τους τον δημοτικιστικό ελληνοκεντρισμό και τη νεοορθοδοξία (για την τελευταία βλέπε τον Λορεντζάτο).Μια τέτοια, μολοντούτο, προσέγγιση τείνει να αγνοήσει τη λογοτεχνική λειτουργία του μακρυγιαννικού κειμένου, αφού το περιστέλλει σε αντικείμενο ιδεολογικής κατασκευής.
Η γενιά του 1930 είχε την ευαισθησία να δει στον Μακρυγιάννη τη γλωσσική του αμεσότητα και το απέριττα υποβλητικό του ύφος (το απελέκητο ή αντρίκειο γράψιμο, κατά τον Σεφέρη και τον Θεοτοκά), παρ΄ ότι έσπευσε εν συνεχεία να τον περιβάλει με το φωτοστέφανο του δημώδους προγόνου, αντλώντας από τα διδάγματα του ευρωπαϊκού εθνορομαντισμού (από τον Χέρντερ και τον Χούμπολτ ως τον Φίχτε). Αυτόν τον απογυμνωμένο από τον λογιοτατισμό, αλλά πλέον και από τη στρέβλωση της λαογραφικής ιδεολογίας Μακρυγιάννη χρειάζεται ίσως να ανακαλύψουμε εκ νέου σήμερα: έναν Μακρυγιάννη που ανακατεύει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό το ιστορικό ντοκουμέντο με τη στακάτη εξομολογητική γραφή, όπως και τη βιογραφική αυτοπροσωπογραφία με το ελλειπτικό πολιτικό χρονικό, για να οδηγηθεί σε ένα μυθιστόρημα ακατάσχετης προφορικής ροής, στο εσωτερικό του οποίου η περιπέτεια της διαμελισμένης εθνικής ύπαρξης (ο σπασμένος σύνδεσμος ανάμεσα στην επανάσταση και στην πολιτικοκοινωνική της δικαίωση) εξελίσσεται σε δράμα μιας εμπαθούς υποκειμενικότητας, που αναζητεί επί ματαίω στη λογοτεχνία τη λύτρωσή της.
Ο ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ ΕΒΑΛΕ ΤΑΞΗ ΣΤΟ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΧΑΟΣ
Γεννημένος το 1867 στη Ναύπακτο (πέθανε το 1945 στην Αθήνα),ο Γιάννης Βλαχογιάννης μεγάλωσε με τις αφηγήσεις της γιαγιάς και της νονάς του για τον εθνικό ξεσηκωμό (η οικογένειά του είχε σουλιώτικες και ρουμελιώτικες ρίζες),έγραψε πατριωτικά και ιστορικά διηγήματα,όπως και παραμύθια αντλημένα από τη λαϊκή φαντασία,και αφοσιώθηκε με πάθος στη νεότερη ελληνική ιστορία.Ιδρυσε και διηύθυνε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και συνέδεσε τη σταδιοδρομία του με την έκδοση των «Απομνημονευμάτων»του Μακρυγιάννη,την οποία συνόδευσε με εκτενέστατες σημειώσεις, συμπληρώνοντας όπου ήταν αναγκαίο την αφήγηση ή διευκρινίζοντας κρίσιμα σημεία και σκοτεινά χωρία της. Ο Μακρυγιάννης που διαβάζουμε σήμερα είναι ο Μακρυγιάννης του Βλαχογιάννη: εκείνος μετέγραψε το χειρόγραφο,που έχει χαθεί μάλλον διά παντός, εκείνος χώρισε τις ενωμένες λέξεις και έβαλε τη στίξη, εκείνος έγραψε τις περιλήψεις και κατένειμε το κείμενο σε κεφάλαια,εκείνος έβαλε τάξη στο ορθογραφικό χάος του αγράμματου συγγραφέα, εκείνος τοποθέτησε και τους τίτλους,υπαγορεύοντας σε όλους τους κατοπινούς εκδότες των «Απομνημονευμάτων»τον τρόπο παρουσίασης (πλην της ορθογραφίας) του μακρυγιαννικού corpus.Ας σημειωθεί ότι ο Βλαχογιάννης αρνήθηκε με τον πιο επίμονο τρόπο να εκδώσει τα πολυσυζητημένα και βαριά ιδεολογικοποιημένα«Οράματα και θάματα», που είδαν το φως της δημοσιότητας μόνο το 1983,με εκδοτική πρωτοβουλία του Αγγελου Ν.Παπακώστα, αποκαλώντας τα«έργο τρελού».
Ο Μακρυγιάννης δεν γοήτευσε μόνο τον Σεφέρη, τον Θεοτοκά και τον Λορεντζάτο, αλλά και άλλα προβεβλημένα μέλη της γενιάς του 1930, όπως τον Βενέζη και τον Ελύτη. Αν για τον Σεφέρη ο Μακρυγιάννης ήταν το αντίβαρο στη βιομηχανία η οποία παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μίμησης, όπως και το άριστο μέτρο των πραγμάτων (μήτε υπεράνθρωποςμήτε σκουλήκι), ενώ για τον Θεοτοκά αποτελούσε έναν νέο που θαύμαζε τον Τζορτζ Ουάσιγκτον (το ιδεώδες του ελεύθερου πολίτη), την ώρα που για τον Λορεντζάτο ξεχώριζε ωςσάρκα από τη σάρκα και κόκαλο από τα κόκαλατου ελληνικού λαού, για τον Βενέζη υπήρξε πρότυπο συγγραφικού ύφους και παράδειγμα γλωσσικού ήθους: μια πολύτιμη πηγή για την εκφραστική της νεότερης πεζογραφίας. Ο Ελύτης, πάλι, είδε στον Μακρυγιάννη, εκτός από τον προικισμένο απομνημονευματογρά φο (έναν δημοτικιστή της απροσκύνητης λεβεντιάς), που επηρέασε με το σπουδαίο ιδίωμά του και τη σύνθεση του «Άξιον Εστί», και έναν επιδέξιο εικαστικό. O εικαστικός αυτός, ανεύρετος στο μακρυγιαννικό έργο, που περιορίστηκε στον γραπτό λόγο, φανερώθηκε στην οπτική του Στρατηγού διά χειρός του πολεμιστή και αγιογράφου Παναγιώτη Ζωγράφου. O Μακρυγιάννης έβλεπε, κατά τον Ελύτη, τους τόπους και τα πρόσωπα της Επανάστασης σαν πίνακες ζωγραφικής, και ζητώντας από τον Παναγιώτη Ζωγράφο να τους απεικονίσει έγινε ο εμπνευστής 24 λαϊκών εικονογραφιών του ΄21, που συνιστούν ένα ακόμη πολύτιμο κληροδότημά του στην παράδοση και στο έθνος.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire