Της Ασπασίας Μπούμπαρη
Ήταν νομίζω κάπως αλλοπαρμένος. Είχε χάσει την σύντροφό του εκείνες τις μέρες, ή κάποιους μήνες πιο πριν. Θυμάμαι πως φορούσε και το ρολόι της μαζί με το δικό του. Μου είχε κάνει εντύπωση και χωρίς να το ρωτήσω, ίσως να φάνηκε η απορία στο βλέμμα μου και μου το εξήγησε. Αναφέρθηκε σ' αυτήν με πόνο, χαϊδεύοντας με τα μάτια τον αδύνατο καρπό του χεριού του όπου φορούσε το ρολοϊ της.
Το σαλόνι του ξενοδοχείου ήταν αρχοντικό παλιό παραδοσιακό με εκθαμβωτικούς κρυστάλλινους πολυελαίους. Η δερμάτινη πολυθρόνα περίσσευε και το σώμα του φαινόταν ακόμα πιο αδύνατο χωμένο μέσα στο βάθος της με τα άκρα του μακριά να ξεχύνονται στο βαθύ κόκκινο χαλί. Ήμασταν στην καρδιά της Ευρώπης , σε μια τόσο ρομαντική ατμόσφαιρα. Θα΄ λεγες πως από το βάθος του σαλονιού θα έβλεπες κόμισες μπαρόκ με μπουκλωτές περούκες και φουσκωτά φορέματα με τις βεντάλιες τους να κρύβουν πονηρά χαμογελάκια.
Μοσχοβολούσε ο καφές και η μυρωδιά με ξύπνησε από όνειρο. Αυτός ο λιγομίλητος κ. ¨Β¨ ήταν εκεί μπροστά μου και ενώ τον θαύμαζα από τα βιβλία του πολύ καιρό, δεν είχα τίποτα να τον ρωτήσω ή μάλλον σαν να το έκανα επίτηδες τον ρώτησα για το άλλο μεγάλο είδωλό μου το οποίο θαύμαζα ακόμη πιο πολύ. Νεανική αφέλεια, σκληρή αυθόρμητη απερισκεψία. Θα πρέπει να τον είχε πειράξει ,τώρα που το φέρνω στο μυαλό μου. Ματαιοδοξία… Η απάντηση ήρθε κοφτή κάπως είρωνική και σίγουρα μίλησε με περιφρονητικά λόγια για το είδωλο μου.
Παιδιαρίσματα , πώς κάνει έτσι, είχα σκεφτεί. Δεν φανταζόμουν ποτέ την μεγάλη απογοήτευση που θα ερχόταν σε μερικά χρόνια από το είδωλο μου. Ήπια μια γουλιά καφέ χαμογελώντας με κακία. Χαιρόμουν που τον είχα κάνει να ενοχληθεί
Αργότερα θα παίρναμε το τραμ για ν ανέβουμε στο κάστρο να επισκεφτούμε την πινακοθήκη. Έξω χιόνιζε και το κρύο ήταν γλυκό.
Τυλίχτηκα μέσα στο μαύρο κασκόλ και φόρεσα το μαύρο μπερεδάκι έτσι που να μου καλύπτει τα αυτιά. Διαμαρτυρήθηκε.
Όχι, δε σου πάει, μου είπε και το διόρθωσε στο κεφάλι μου.
Χαμογέλασα που ασχολήθηκε μαζί μου. Ο φίλος μου, ο οποίος ήταν και η αιτία που τον είχα γνωρίσει καθώς αυτός του είχε μεταφράσει τα βιβλία, μας κοιτούσε με απορία για την οικειότητα που είχαμε αναπτύξει.
Στεκόταν μπροστά από κάθε πίνακα για λίγο και ήταν σαν να του έκανε ανάλυση χρωμάτων με τους φακούς των ματιών του.
Στάθηκε μπροστά σε μια μαντόνα . Τώρα δε θυμάμαι αν ήταν αναγεννησιακή , ή σκοτεινή γοτθική, καταθλιπτική, ίσως όμως να ήταν και μοντέρνα φωτεινή, παιχνιδιάρα, κόκκινη όπως η μαντόνα του MUNCH .
Α! Γυναίκα, είπε, σου μοιάζει (καθόλου δεν έβρισκα) , σαν να έλεγε όλες οι γυναίκες ίδιες είστε, με την καλή έννοια του όρου Γυναίκα , η μάνα, η αδελφή, η ερωμένη, η δοτική, η προστάτης, η χαδιάρα, η τρυφερή … Ναι σίγουρα δεν πρέπει να είχε κανένα παράπονο από την γυναίκα, ο ίδιος , θα πρέπει ν αγαπήθηκε πολύ. Μετά σαν να έπεσε πάλι σε λήθαργο κατάθλιψης, δεν ξαναείπε τίποτα άλλο , ούτε καληνύχτα την ώρα που χωρίσαμε.
*Ο κ.Β. είναι βέβαια ο Βασίλης Βασιλικός
Ήταν νομίζω κάπως αλλοπαρμένος. Είχε χάσει την σύντροφό του εκείνες τις μέρες, ή κάποιους μήνες πιο πριν. Θυμάμαι πως φορούσε και το ρολόι της μαζί με το δικό του. Μου είχε κάνει εντύπωση και χωρίς να το ρωτήσω, ίσως να φάνηκε η απορία στο βλέμμα μου και μου το εξήγησε. Αναφέρθηκε σ' αυτήν με πόνο, χαϊδεύοντας με τα μάτια τον αδύνατο καρπό του χεριού του όπου φορούσε το ρολοϊ της.
Το σαλόνι του ξενοδοχείου ήταν αρχοντικό παλιό παραδοσιακό με εκθαμβωτικούς κρυστάλλινους πολυελαίους. Η δερμάτινη πολυθρόνα περίσσευε και το σώμα του φαινόταν ακόμα πιο αδύνατο χωμένο μέσα στο βάθος της με τα άκρα του μακριά να ξεχύνονται στο βαθύ κόκκινο χαλί. Ήμασταν στην καρδιά της Ευρώπης , σε μια τόσο ρομαντική ατμόσφαιρα. Θα΄ λεγες πως από το βάθος του σαλονιού θα έβλεπες κόμισες μπαρόκ με μπουκλωτές περούκες και φουσκωτά φορέματα με τις βεντάλιες τους να κρύβουν πονηρά χαμογελάκια.
Μοσχοβολούσε ο καφές και η μυρωδιά με ξύπνησε από όνειρο. Αυτός ο λιγομίλητος κ. ¨Β¨ ήταν εκεί μπροστά μου και ενώ τον θαύμαζα από τα βιβλία του πολύ καιρό, δεν είχα τίποτα να τον ρωτήσω ή μάλλον σαν να το έκανα επίτηδες τον ρώτησα για το άλλο μεγάλο είδωλό μου το οποίο θαύμαζα ακόμη πιο πολύ. Νεανική αφέλεια, σκληρή αυθόρμητη απερισκεψία. Θα πρέπει να τον είχε πειράξει ,τώρα που το φέρνω στο μυαλό μου. Ματαιοδοξία… Η απάντηση ήρθε κοφτή κάπως είρωνική και σίγουρα μίλησε με περιφρονητικά λόγια για το είδωλο μου.
Παιδιαρίσματα , πώς κάνει έτσι, είχα σκεφτεί. Δεν φανταζόμουν ποτέ την μεγάλη απογοήτευση που θα ερχόταν σε μερικά χρόνια από το είδωλο μου. Ήπια μια γουλιά καφέ χαμογελώντας με κακία. Χαιρόμουν που τον είχα κάνει να ενοχληθεί
Αργότερα θα παίρναμε το τραμ για ν ανέβουμε στο κάστρο να επισκεφτούμε την πινακοθήκη. Έξω χιόνιζε και το κρύο ήταν γλυκό.
Τυλίχτηκα μέσα στο μαύρο κασκόλ και φόρεσα το μαύρο μπερεδάκι έτσι που να μου καλύπτει τα αυτιά. Διαμαρτυρήθηκε.
Όχι, δε σου πάει, μου είπε και το διόρθωσε στο κεφάλι μου.
Χαμογέλασα που ασχολήθηκε μαζί μου. Ο φίλος μου, ο οποίος ήταν και η αιτία που τον είχα γνωρίσει καθώς αυτός του είχε μεταφράσει τα βιβλία, μας κοιτούσε με απορία για την οικειότητα που είχαμε αναπτύξει.
Στεκόταν μπροστά από κάθε πίνακα για λίγο και ήταν σαν να του έκανε ανάλυση χρωμάτων με τους φακούς των ματιών του.
Στάθηκε μπροστά σε μια μαντόνα . Τώρα δε θυμάμαι αν ήταν αναγεννησιακή , ή σκοτεινή γοτθική, καταθλιπτική, ίσως όμως να ήταν και μοντέρνα φωτεινή, παιχνιδιάρα, κόκκινη όπως η μαντόνα του MUNCH .
Α! Γυναίκα, είπε, σου μοιάζει (καθόλου δεν έβρισκα) , σαν να έλεγε όλες οι γυναίκες ίδιες είστε, με την καλή έννοια του όρου Γυναίκα , η μάνα, η αδελφή, η ερωμένη, η δοτική, η προστάτης, η χαδιάρα, η τρυφερή … Ναι σίγουρα δεν πρέπει να είχε κανένα παράπονο από την γυναίκα, ο ίδιος , θα πρέπει ν αγαπήθηκε πολύ. Μετά σαν να έπεσε πάλι σε λήθαργο κατάθλιψης, δεν ξαναείπε τίποτα άλλο , ούτε καληνύχτα την ώρα που χωρίσαμε.
*Ο κ.Β. είναι βέβαια ο Βασίλης Βασιλικός
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire