Υµνήθηκαν, κατηγορήθηκαν, µας σφράγισαν
Μανώλης Πιµπλής
Έχει απλώσει τη σκιά της πάνω σε ό,τι καλό ή λιγότερο καλό παρήγαγε η εγχώρια τέχνη και λογοτεχνία τον 20ό αιώνα. Αλλά ενώ η παρουσία της είναι ακραία επιβλητική, η γενιά του ’30… και των δύο ελληνικών Νοµπέλ έχει επίσης προκαλέσει ερωτηµατικά
«Πλήθος πατείς-µε πατώ-σε, κυρίως νεολαία. Δεν το λέω δηµόσια, µα θυµούµαι καλά πως εγώ πρώτος µεταχειρίστηκα τον όρο γενεά του 1930. Συνειδητά και εκ προθέσεως προσπάθησα από καιρό να δηµιουργήσω και να επιβάλω το µύθο του 1930 και τώρα βλέπω ότι κάτι κατόρθωσα. Η οριστική καθιέρωση του µύθου ήτανε της οµιλίας µου ο σκοπός. Το κάνω αυτό γιατί πιστεύω πως µια πνευµατική ζωή ανοργάνωτη και άστατη σαν τη δική µας έχει ανάγκη από τέτοιους µύθους, από καιρό σε καιρό,για να συγκεντρώνεται, να τονώνεται και να επιβάλλεται κατά κάποιον τρόπο στο κοινό της».
Αυτά γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς στο ηµερολόγιό του, για τη διάλεξη που είχε δώσει στις 22 Νοεµβρίου 1947 στο «Αθήναιον» µε θέµα «Η λογοτεχνική γενεά του 1930». Στον Θεοτοκά,άλλωστε,φαίνεταινα ανήκει και η πατρότητα του όρου, τον οποίο χρησιµοποίησε για πρώτη φορά δέκα χρόνια πριν. Ο ίδιος άνθρωπος είχε δηµοσιεύσει το 1929 το δοκίµιο «Ελεύθερο πνεύµα», που αναδείχθηκε µε τον καιρό σε ιδρυτικό κείµενο της γενιάς – για «πνευµατικό µανιφέστο» µίλησε τότε οΝικόλας Κάλας. Εξ ου και ο Θεοτοκάς «γενικά θεωρείται ο θεωρητικός και ο ανάδοχος της γενιάς του ‘30», όπως γράφει στο πολύ ενδιαφέρον, πολυπρισµατικό και λίαν κατατοπιστικό δοκίµιό του «Οµύθος της γενιάς του τριάντα» ο καθηγητής στο Πανεπιστήµιο του Μπέρµιγχαµ, ΔηµήτρηςΤζιόβας.
Η γενιά αυτή, δύο µέλη της οποίας πήραν καιτα µοναδικά ελληνικά Νοµπέλ Λογοτεχνίας, έχει περιβληθεί µε την αχλύ του µύθου. Εχει επηρεάσει όσο καµία άλλη την πολιτιστική ζωή της χώρας και το πολιτισµικό της φαντασιακό, έχει υµνηθεί, έχει κατηγορηθεί, έχει µε άλλα λόγια διχάσει. Αλλά έχει επίσης αµφισβητηθεί ακόµα και ωςπρος την ίδια την ύπαρξή της.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, λ.χ., που πολλοί κατατάσσουν στη γενιά αυτή, σε δύο συνεντεύξεις του τη δεκαετία του ‘70 όχι µόνο αρνήθηκε ότι αποτελεί µέρος της, αλλά τη χαρακτήρισε και «ανύπαρκτη». Ενώ και ο Οδυσσέας Ελύτηςείχε πει το ‘80 στουςΑντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο: «Διερωτώµαι, όταν βλέπω να µε παρουσιάζουν σαν χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της γενεάς του ‘30, πού το στηρίζουν. Δεν έχω, δυστυχώς (εάν εξαιρέσω κάπως τον Ανδρέα Εµπειρίκο), τίποτε το κοινό µε τους συναδέλφους µου».
Να όµως που και ο Δηµήτρης Τζιόβας τοποθετεί τονΕλύτη στον βασικό κορµό της γενιάς αυτής. Είναι βέβαια γεγονός ότι δεν είναι καθόλου συνεκτική, αποτελείται από συγγραφείς και ποιητές πολύ διαφορετικούς µεταξύ τους και έχει αναγκάσει τους κριτικούςλογοτεχνίας να χύσουν πολύ µελάνι για να την ορίσουν. Ο Μάριο Βίτι την ορίζει µάλλον ηλικιακά, ο Δηµήτρης Τζιόβας πολιτισµικά. Μετά το ‘70 «η µυθολογία της γενιάς του ‘30 επιβίωσε κυρίως ως πολιτισµικό όραµα», λέει. Αλλά ποια είναι εν τέλει τα µέλη της; Είναι άνθρωποι τόσο διαφορετικοί όσο ο Μυριβήλης, ο Βενέζης, ο Κάλας, ο Εγγονόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Κοσµάς Πολίτης, ο Καραντώνης, ο Λορεντζάτος, οι παραγκωνισµένοι τότε Σκαρίµπας, Αξιώτη, Πεντζίκης. Και βέβαια η τετράδα που ο Τζιόβας θεωρεί ως τον σκληρό πυρήνα: οι δύο ποιητές Σεφέρης και Ελύτης και οι δύο πεζογράφοι Θεοτοκάς (περισσότερο) και Τερζάκης (λιγότερο) που επιλέγονται ως κύριος κορµός µε βασικό κριτήριο το δοκιµιακό τους έργο. Το σχήµα αυτό δεν χώρεσε τους πολύ αριστερούς – Ρίτσο, Βάρναλη –, ενώ προέβη και σε σοβαρές αποσιωπήσεις: Καβάφης, Καζαντζάκης, Καρυωτάκης ήταν ανοιχτά ή κεκαλυµµένα αποσυνάγωγοι. Οι προτιµήσεις των µελών τους έγερναν προς τους Κάλβο, Μακρυγιάννη, Θεόφιλο. «Τη γενιά του ‘30 φαίνεται να τη συνδέει το αίτηµα της πνευµατικής ελευθερίας και η αντίστασηστην ιδεολογική στράτευση και κάθε είδους δογµατισµούς», λέει οΤζιόβας. Υπήρχε λοιπόν µια κάποια ιδεολογική οµοιογένεια (φιλελευθερισµός) καθώςκαι µια κοινή στάση απέναντι στην Ευρώπη. Ωστόσο, δέχθηκεβολές από όλες τις πλευρές,είτε ωςαριστοκρατική (από τα αριστερά) είτε ωςκοσµοπολίτικη (απότα δεξιά). Και τελικά η ταυτότητά τηςδιαµορφώθηκε από εκείνουςπου πρόβαλανποικιλοτρόπως το έργο της (Κατσίµπαλης, Καραντώνης, Δηµαράς, Λίνος Πολίτης), διαµορφώθηκε όµως και από τους αντιπάλους της που, µεταξύ του 1940 και του 1960, της έκαναν συστηµατικές επιθέσεις κατηγορώντας την, µεταξύ άλλων, ως «υπεροπτική, φιλόδοξη, ατσαλάκωτη, συντηρητική».
Η γενιά του ‘30 προσπάθησε να συγκεράσει την παράδοση µε το µοντέρνο και να δώσει ένα πολιτισµικό πρόσωπο που θα µπορούσε να συνδιαλλαγεί σχετικά ισότιµα µε τη Δύση. Εφηύρε την περίφηµη «ελληνικότητα» που, σύµφωνα µε τον Δηµήτρη Τζιόβα, δεν είναι κατ’ αρχήν περιχαράκωση και εσωστρέφεια αλλά διάθεση για ανάδειξη µιας ελληνικής αρχετυπικότητας, η οποία αναζητήθηκε εναγωνίως στον αρχαιοελληνικό µύθο, στο τοπίο του Αιγαίου, στη γλωσσική διαύγεια και η οποία περιελάµβανε και την προσπάθεια ανύψωσης του λαϊκού πολιτισµού. Κατέληξε όµως τη δεκαετία του ‘60 σε έναν λιγότερο γόνιµο ελληνοκεντρισµό, λόγω ενδεχοµένως και των διαδοχικών παραχωρήσεων που έκαναν πολλά µέλη της προκειµένου να εξοβελιστεί η ρετσινιά του «κοσµοπολιτισµού».
Μανώλης Πιµπλής
Έχει απλώσει τη σκιά της πάνω σε ό,τι καλό ή λιγότερο καλό παρήγαγε η εγχώρια τέχνη και λογοτεχνία τον 20ό αιώνα. Αλλά ενώ η παρουσία της είναι ακραία επιβλητική, η γενιά του ’30… και των δύο ελληνικών Νοµπέλ έχει επίσης προκαλέσει ερωτηµατικά
«Πλήθος πατείς-µε πατώ-σε, κυρίως νεολαία. Δεν το λέω δηµόσια, µα θυµούµαι καλά πως εγώ πρώτος µεταχειρίστηκα τον όρο γενεά του 1930. Συνειδητά και εκ προθέσεως προσπάθησα από καιρό να δηµιουργήσω και να επιβάλω το µύθο του 1930 και τώρα βλέπω ότι κάτι κατόρθωσα. Η οριστική καθιέρωση του µύθου ήτανε της οµιλίας µου ο σκοπός. Το κάνω αυτό γιατί πιστεύω πως µια πνευµατική ζωή ανοργάνωτη και άστατη σαν τη δική µας έχει ανάγκη από τέτοιους µύθους, από καιρό σε καιρό,για να συγκεντρώνεται, να τονώνεται και να επιβάλλεται κατά κάποιον τρόπο στο κοινό της».
Αυτά γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς στο ηµερολόγιό του, για τη διάλεξη που είχε δώσει στις 22 Νοεµβρίου 1947 στο «Αθήναιον» µε θέµα «Η λογοτεχνική γενεά του 1930». Στον Θεοτοκά,άλλωστε,φαίνεταινα ανήκει και η πατρότητα του όρου, τον οποίο χρησιµοποίησε για πρώτη φορά δέκα χρόνια πριν. Ο ίδιος άνθρωπος είχε δηµοσιεύσει το 1929 το δοκίµιο «Ελεύθερο πνεύµα», που αναδείχθηκε µε τον καιρό σε ιδρυτικό κείµενο της γενιάς – για «πνευµατικό µανιφέστο» µίλησε τότε οΝικόλας Κάλας. Εξ ου και ο Θεοτοκάς «γενικά θεωρείται ο θεωρητικός και ο ανάδοχος της γενιάς του ‘30», όπως γράφει στο πολύ ενδιαφέρον, πολυπρισµατικό και λίαν κατατοπιστικό δοκίµιό του «Οµύθος της γενιάς του τριάντα» ο καθηγητής στο Πανεπιστήµιο του Μπέρµιγχαµ, ΔηµήτρηςΤζιόβας.
Η γενιά αυτή, δύο µέλη της οποίας πήραν καιτα µοναδικά ελληνικά Νοµπέλ Λογοτεχνίας, έχει περιβληθεί µε την αχλύ του µύθου. Εχει επηρεάσει όσο καµία άλλη την πολιτιστική ζωή της χώρας και το πολιτισµικό της φαντασιακό, έχει υµνηθεί, έχει κατηγορηθεί, έχει µε άλλα λόγια διχάσει. Αλλά έχει επίσης αµφισβητηθεί ακόµα και ωςπρος την ίδια την ύπαρξή της.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, λ.χ., που πολλοί κατατάσσουν στη γενιά αυτή, σε δύο συνεντεύξεις του τη δεκαετία του ‘70 όχι µόνο αρνήθηκε ότι αποτελεί µέρος της, αλλά τη χαρακτήρισε και «ανύπαρκτη». Ενώ και ο Οδυσσέας Ελύτηςείχε πει το ‘80 στουςΑντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο: «Διερωτώµαι, όταν βλέπω να µε παρουσιάζουν σαν χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της γενεάς του ‘30, πού το στηρίζουν. Δεν έχω, δυστυχώς (εάν εξαιρέσω κάπως τον Ανδρέα Εµπειρίκο), τίποτε το κοινό µε τους συναδέλφους µου».
Να όµως που και ο Δηµήτρης Τζιόβας τοποθετεί τονΕλύτη στον βασικό κορµό της γενιάς αυτής. Είναι βέβαια γεγονός ότι δεν είναι καθόλου συνεκτική, αποτελείται από συγγραφείς και ποιητές πολύ διαφορετικούς µεταξύ τους και έχει αναγκάσει τους κριτικούςλογοτεχνίας να χύσουν πολύ µελάνι για να την ορίσουν. Ο Μάριο Βίτι την ορίζει µάλλον ηλικιακά, ο Δηµήτρης Τζιόβας πολιτισµικά. Μετά το ‘70 «η µυθολογία της γενιάς του ‘30 επιβίωσε κυρίως ως πολιτισµικό όραµα», λέει. Αλλά ποια είναι εν τέλει τα µέλη της; Είναι άνθρωποι τόσο διαφορετικοί όσο ο Μυριβήλης, ο Βενέζης, ο Κάλας, ο Εγγονόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Κοσµάς Πολίτης, ο Καραντώνης, ο Λορεντζάτος, οι παραγκωνισµένοι τότε Σκαρίµπας, Αξιώτη, Πεντζίκης. Και βέβαια η τετράδα που ο Τζιόβας θεωρεί ως τον σκληρό πυρήνα: οι δύο ποιητές Σεφέρης και Ελύτης και οι δύο πεζογράφοι Θεοτοκάς (περισσότερο) και Τερζάκης (λιγότερο) που επιλέγονται ως κύριος κορµός µε βασικό κριτήριο το δοκιµιακό τους έργο. Το σχήµα αυτό δεν χώρεσε τους πολύ αριστερούς – Ρίτσο, Βάρναλη –, ενώ προέβη και σε σοβαρές αποσιωπήσεις: Καβάφης, Καζαντζάκης, Καρυωτάκης ήταν ανοιχτά ή κεκαλυµµένα αποσυνάγωγοι. Οι προτιµήσεις των µελών τους έγερναν προς τους Κάλβο, Μακρυγιάννη, Θεόφιλο. «Τη γενιά του ‘30 φαίνεται να τη συνδέει το αίτηµα της πνευµατικής ελευθερίας και η αντίστασηστην ιδεολογική στράτευση και κάθε είδους δογµατισµούς», λέει οΤζιόβας. Υπήρχε λοιπόν µια κάποια ιδεολογική οµοιογένεια (φιλελευθερισµός) καθώςκαι µια κοινή στάση απέναντι στην Ευρώπη. Ωστόσο, δέχθηκεβολές από όλες τις πλευρές,είτε ωςαριστοκρατική (από τα αριστερά) είτε ωςκοσµοπολίτικη (απότα δεξιά). Και τελικά η ταυτότητά τηςδιαµορφώθηκε από εκείνουςπου πρόβαλανποικιλοτρόπως το έργο της (Κατσίµπαλης, Καραντώνης, Δηµαράς, Λίνος Πολίτης), διαµορφώθηκε όµως και από τους αντιπάλους της που, µεταξύ του 1940 και του 1960, της έκαναν συστηµατικές επιθέσεις κατηγορώντας την, µεταξύ άλλων, ως «υπεροπτική, φιλόδοξη, ατσαλάκωτη, συντηρητική».
Η γενιά του ‘30 προσπάθησε να συγκεράσει την παράδοση µε το µοντέρνο και να δώσει ένα πολιτισµικό πρόσωπο που θα µπορούσε να συνδιαλλαγεί σχετικά ισότιµα µε τη Δύση. Εφηύρε την περίφηµη «ελληνικότητα» που, σύµφωνα µε τον Δηµήτρη Τζιόβα, δεν είναι κατ’ αρχήν περιχαράκωση και εσωστρέφεια αλλά διάθεση για ανάδειξη µιας ελληνικής αρχετυπικότητας, η οποία αναζητήθηκε εναγωνίως στον αρχαιοελληνικό µύθο, στο τοπίο του Αιγαίου, στη γλωσσική διαύγεια και η οποία περιελάµβανε και την προσπάθεια ανύψωσης του λαϊκού πολιτισµού. Κατέληξε όµως τη δεκαετία του ‘60 σε έναν λιγότερο γόνιµο ελληνοκεντρισµό, λόγω ενδεχοµένως και των διαδοχικών παραχωρήσεων που έκαναν πολλά µέλη της προκειµένου να εξοβελιστεί η ρετσινιά του «κοσµοπολιτισµού».
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire