Λανθάνουσα γλώσσα
Της Μαρίνας Σχίζα
Aπό τους 87 υποψήφιους δημάρχους στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, μόνο οι 4 είναι γυναίκες.
Δεν εξελέγη καμιά. Στα Δημοτικά Συμβούλια από τους 468 εκλεγέντες μόνο 82 είναι γυναίκες (17,5%). Στα Κοινοτικά Συμβούλια από τους 1502 εκλεγέντες μόνο 171 είναι γυναίκες (11,4%) και στις σχολικές εφορείες από τους 230 εκλεγέντες μόνο 79 είναι γυναίκες (34,3%)
Στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές (έξι γυναίκες βουλευτές, δηλαδή 10% της Βουλής σε αντίθεση με το 14,6% κατά το 2006). Σε εκπροσώπηση των γυναικών στα Κοινοβούλια η Κύπρος βρίσκεται στην προτελευταία θέση από τα 27 κράτη μέλη της Ένωσης.
Το 90% των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων είναι άνδρες, οι 44 από τους 104 (42%) δικαστές είναι γυναίκες, 51 από τους 244 (20,9%) δημόσιους υπαλλήλους ανώτερων επιπέδων είναι γυναίκες, 3 από τους 11 γενικούς διευθυντές/ριες υπουργείων είναι γυναίκες, 7 από τους 51 διευθυντές/ριες υπουργικών υπηρεσιών και τμημάτων είναι γυναίκες, το 20,7% των μελών των δημοτικών συμβουλίων είναι γυναίκες, ενώ υπάρχουν μόνο 3 γυναίκες στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Η ενασχόληση με την πολιτική αποτελεί για τις περισσότερες γυναίκες στην Κύπρο, και όχι μόνο, μια δύσκολη και κάποτε οδυνηρή εμπειρία, αφού η σχέση τους μαζί της διαμορφώνεται με άνισους όρους. Πάντα, αναφορικά με τους άνδρες. Οι γυναίκες, φορτωμένες με πολλαπλούς ρόλους, υπεύθυνες για τα παιδιά, τη φροντίδα των εξαρτώμενων ατόμων της οικογένειας, σε συνεχή εργασιακή ενασχόληση, βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Η σχέση των γυναικών με την πολιτική, αναπόφευκτα, μπαίνει στο προσκήνιο κάθε φορά που υπάρχει μια εκλογική αναμέτρηση. Πριν από χρόνια, το να συναντάμε γυναίκες σε διάφορα πολιτειακά αξιώματα, αποτελούσε την εξαίρεση στον κανόνα. Στις μέρες μας, τα πράγματα έχουν βελτιωθεί, αφού τουλάχιστον στην Ευρώπη, βλέπουμε γυναίκες ν’ αναρριχώνται μέχρι και στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα των χωρών τους. Στην Κύπρο, οι γυναίκες μπορεί να έχουν εισέλθει σε κάποιο σημείο στην πολιτική ζωή του τόπου, καταλαμβάνοντας αριθμό εδράνων και στη Βουλή, όμως το πρόβλημα ακόμα υπάρχει.
Το γεγονός και μόνο ότι αυτό είναι θέμα προς συζήτηση, αποτελεί και μια απόδειξη ότι ακόμα και εμείς οι γυναίκες θεωρούμε το όλο ζήτημα προβληματικό. Το κεφάλαιο «Γυναίκες στην πολιτική» μοιάζει λίγο με τις παγκόσμιες ημέρες κατά τις οποίες προσπαθούμε να απενοχοποιήσουμε τη στάση μας απέναντι σε πράγματα που θεωρούμε μειονεκτικά στο κοινωνικό σύνολο: Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας, Παγκόσμια Ημέρα Παιδιού, Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου κ.λπ. Δεκαετίες μετά την κατάκτηση του δικαιώματος του εκλέγειν, η κατοχύρωση στην πράξη του δικαιώματος στο εκλέγεσθαι αποτελεί ακόμη στοίχημα για τις γυναίκες και πολιτική πρόκληση τεράστιας σημασίας.
Ο όρος «μητριαρχία» εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα κατ’ αναλογία του όρου «πατριαρχία». Αρχικά, αναφερόταν στον θεσμό της οικογένειας, ωστόσο από πολύ νωρίς ο όρος έγινε αντιληπτός ως το εκ διαμέτρου αντίθετο της πατριαρχίας, υπονοώντας την ύπαρξη ενός κοινωνικού μοντέλου σύμφωνα με το οποίο οι γυναίκες βρίσκονταν στους ίδιους θεσμικούς ρόλους με τους άνδρες στις πατριαρχικές κοινωνίες. Κατά το Οxford Εnglish Dictionary, ο όρος μητριαρχία εμφανίστηκε το 1885, ενώ ο όρος πατριαρχία υπήρχε ήδη από τον 17ο αιώνα. Αντιθέτως, της ίδιας περιόδου του 17ου αιώνα είναι ο όρος γυναικοκρατία, ο οποίος είχε εντοπιστεί σε αρχαία κείμενα του Αριστοτέλη και του Πλούταρχου.
Ο βασικός άξονας πάνω στον οποίο υποστηρίζεται η μητριαρχική μορφή των πρώιμων κοινωνιών είναι το χαρακτηριστικό της μητρότητας, που διαχωρίζει τον άνδρα και τη γυναίκα. Εξάλλου, αν και αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως όρος για τις ανθρώπινες κοινωνίες, πλέον χρησιμοποιείται και για να δηλώσει την οργάνωση στο ζωικό βασίλειο, όπου παρατηρούνται μητριαρχικές δομές στην κοινωνία των λιονταριών, των ελεφάντων και κυρίως των υαινών, όπου υπάρχει ιεραρχία με βάση το κυρίαρχο θηλυκό και τους απογόνους του.
Το πιο γνωστό ίσως παράδειγμα μητριαρχικής κοινωνίας ήταν οι αρχαίες Αμαζόνες, στις οποίες αναφέρεται ο Ηρόδοτος ως προγόνους των Σαρματών: μια ομάδα Αμαζόνων κοντά στη Μαιώτιδα λίμνη μετακινήθηκε στα εδάφη της σημερινής Κριμαίας, όπου παντρεύτηκαν Σκύθες και εγκαταστάθηκαν κοντά στον ποταμό Τανάι.
Ο πρώτος που διατύπωσε ειδική θεωρία για τη μητριαρχία ήταν ο Ελβετός εθνολόγος Γιόχαν Γιάκομπ Μπαχόφεν με το έργο του «Το μητρικό δίκαιο» (1861), στο οποίο ταυτίζει τον όρο αυτό του τίτλου με τον όρο γυναικοκρατία και υπογραμμίζει την υπεροχή των γυναικών έναντι των ανδρών στην οικογένεια και στην κοινωνία, καθώς και της μητρικής κληρονομικής γραμμής. Ακολούθησαν οι Μαν Λέναν («Πρωτόγονος γάμος», 1865) και Λιούις Χένρι Μόργκαν («Αρχαία Κοινωνία», 1877), ο οποίος υποστήριξε ότι το μητριαρχικό μοντέλο προηγήθηκε του πατριαρχικού, το οποίο στη συνέχεια το αντικατέστησε.
Ο Ένγκελς, βασισμένος στον Μόργκαν, στο έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» υποστήριξε ότι «η γέννηση της ανισότητας τοποθετείται και συμπίπτει με την καταστροφή της μητριαρχίας, όπου ίσχυε ένα καθεστώς πρωτόγονης κοινοκτημοσύνης, και την επιβολή του πατριαρχικού τύπου κοινωνικής οργάνωσης».
Η γυναίκα σήμερα, τουλάχιστον στη δύση, χρησιμοποιείται ως «προς άγρα ψήφων», ένα κερασάκι στην τούρτα του πολιτικού καταναλωτισμού. Ένα εφέ που διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους, ώστε τα ανδροκρατούμενα λόμπι να αποενοχοποιούνται υποκρινόμενα ότι το σύστημα έχει λύσει τις αντιφάσεις του κι έχει εκδημοκρατιστεί, περιλαμβάνοντας και γυναίκες στο πανέρι της πολιτικής τους προεκλογικής εκστρατείας. Και δυστυχώς, εμείς οι γυναίκες μπαίνουμε στο δίχτυ της ανδροκρατούμενης αυτής αντίληψης των πραγμάτων.
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος
Δημοσιεύτηκε στις 01/01/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire