Όμως κάτι αλλάζει στην Αμερική
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Η είδηση αδικήθηκε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης: τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Βουλή των Αντιπροσώπων περιέκοψε κατά 39 δισεκατομμύρια δολάρια το κονδύλι που προβλέπεται από τον προϋπολογισμό για τη σίτιση των απόρων και των φτωχών. Πέραν του ότι είναι αποκαλυπτική της κοινωνικής αναλγησίας που επιδεικνύουν οι Ρεπουμπλικανοί, η εξέλιξη αυτή στρέφει την προσοχή μας σε μια σκοτεινή πλευρά της αμερικανικής πραγματικότητας: το γεγονός ότι στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου 47,7 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το 15% του πληθυσμού, αντιμετωπίζουν κυριολεκτικά το φάσμα της πείνας.
Το 1967, ο Ρόμπερτ Κένεντι επισκέφθηκε ινκόγκνιτο το Δέλτα του Μισισιπή. Οι εμπειρίες που αποκόμισε σοκάρισαν την αμερικανική κοινή γνώμη: υποσιτισμένα παιδιά, με κοιλιά σε τυμπανιαία κατάσταση, συναισθηματικά και πνευματικά απονεκρωμένα, παρέπεμπαν όχι σε υπερδύναμη, αλλά σε Μπιάφρα. Επεκτείνοντας το πρόγραμμα που είχε αρχίσει, σε πιλοτική μορφή, ο Τζον Κένεντι, ο διάδοχός του, Λίντον Τζόνσον, έδωσε τη δυνατότητα σε δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών να εξασφαλίζουν μια κάποια σίτιση με κρατικά κουπόνια.
Στρατιά νεόπτωχων Τον πρώτο καιρό της προεδρίας του, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ακρωτηρίασε το εν λόγω πρόγραμμα στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής του για «λιγότερο κράτος». Μετά το 1985, όμως, αναγκάστηκε να το αποκαταστήσει καθώς η νεοφιλελεύθερη επιδρομή στις κοινωνικές κατακτήσεις δημιουργούσε μια ολόκληρη στρατιά «νεόπτωχων». Η καινούργια Μεγάλη Υφεση, που έπληξε την Αμερική το 2008, ώθησε τον Μπαράκ Ομπάμα να επεκτείνει κατά πολύ τα κουπόνια σίτισης. Το κόστος του προγράμματος εκτοξεύθηκε από τα 28,6 δισ. (2005) στα 74,6 δισ. (2012). Οι Ρεπουμπλικανοί διέρρηξαν τα ιμάτιά τους για τους δυστυχείς «νοικοκυραίους» που επωμίζονται σκληρούς φόρους για να ταΐζουν τους «τεμπέληδες» και τους «αποτυχημένους». Με την πρόσφατη, δραματική περικοπή καταδικάζουν στην πείνα εκατομμύρια ομοεθνείς τους – εκ των οποίων, μάλιστα, το 50% είναι παιδιά.
Ακόμη και ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης του Οχάιο, Τζον Κάσιτς, αγανάκτησε. «Ανησυχώ γι’ αυτή την εξέλιξη, που μοιάζει με πόλεμο εναντίον των φτωχών. Είναι σαν να λέμε ότι, αν υποφέρεις από φτώχεια, πρέπει να είσαι άχρηστος και τεμπέλης». Μια νοοτροπία, που απορρέει από τη δογματική αποθέωση της αγοράς, κατά τον κοινωνιολόγο Ντάνιελ Λιτλ: Αν η αγορά έχει πάντα δίκιο, όσοι καταλήγουν να είναι φτωχοί απλώς εισπράττουν αυτό που δικαιούνται.
Στο μεταξύ, οι κοινωνικές αντιθέσεις εκτοξεύονται σε ύψη που είχε να γνωρίσει η Αμερική από την εποχή του Μεσοπολέμου. Πρόσφατη έρευνα έδειξε πως το 1% των Αμερικανών σφετερίζεται το 35% του κοινωνικού πλούτου, ενώ το 85% των συμπολιτών τους κατέχει αθροιστικά μόλις το 15%. Η ανάκαμψη που ακολούθησε την κρίση δεν βελτίωσε ιδιαίτερα τη μοίρα των φτωχών: το 93% της οικονομικής μεγέθυνσης κατευθύνθηκε στο πλουσιότερο 1% των Αμερικανών, αναφέρει η γαλλική επιθεώρηση Le Monde Diplomatique. Εν έτει 2013, ο πραγματικός κατώτατος μισθός είναι κατά 30% χαμηλότερος από αυτόν του 1968, ενώ η φορολογία του κεφαλαίου υπολείπεται κατά πολύ της φορολογίας της εργασίας.
Ωστόσο, αυτή η παθολογική πραγματικότητα αρχίζει να προκαλεί αντιδράσεις όχι μόνο στο κοινωνικό επίπεδο –απεργίες και καταλήψεις δημοσίων χώρων, κίνημα Occupy Wall Street– αλλά και στο πεδίο της πολιτικής. Μια νέα γενιά ριζοσπαστών πολιτικών, που απορρίπτουν από προοδευτικές θέσεις την οικονομική ορθοδοξία εμφανίζεται στο προσκήνιο, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Μπιλ ντε Μπλάζιο. Ο μέχρι πρότινος άγνωστος Συνήγορος του Πολίτη στη Νέα Υόρκη έγινε ο πρώτος Δημοκρατικός δήμαρχος της μεγαλούπολης έπειτα από δύο δεκαετίες, αποσπώντας το συντριπτικό ποσοστό του 73%. Στην προεκλογική του εκστρατεία κήρυξε πόλεμο στη Wall Street, ζητώντας φόρο κοινωνικής αλληλεγγύης σε όσους κερδίζουν περισσότερα από 500.000 δολάρια τον χρόνο. Παραπέμποντας στον Ντίκενς, διακήρυξε ότι η Νέα Υόρκη θυμίζει «ιστορία δύο πόλεων» – των φτωχών και των πλουσίων. Επιπλέον, αποδοκίμασε τη σκληρή αστυνομική εκστρατεία κατά της εγκληματικότητας, που είχε εγκαινιάσει ο Ρεπουμπλικανός δήμαρχος Ρούντολφ Τζουλιάνι, ως καμουφλαρισμένο πόλεμο εναντίον των φτωχών και των μειονοτήτων.
Θύμα του Μακαρθισμού Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πατέρας του Ντε Μπλάζιο υπήρξε θύμα των αντικομμουνιστικών διώξεων την εποχή του Μακαρθισμού. Ο ίδιος ο σημερινός δήμαρχος γοητεύτηκε στα φοιτητικά του χρόνια από τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, συμμετέχοντας σε εκστρατείες συγκέντρωσης τροφίμων και φαρμάκων, ενώ πέρασε τον μήνα του μέλιτος στην Αβάνα, παραβιάζοντας το αμερικανικό εμπάργκο εις βάρος της Κούβας. Απαντώντας στις επιθέσεις επικριτών του, στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, δήλωσε: «Είμαι άνθρωπος της Αριστεράς, που πιστεύει στην ισχυρή κρατική παρέμβαση – βγάλτε τα συμπεράσματά σας»!
Λίγες ημέρες μετά τον θρίαμβο του Ντε Μπλάζιο, η Κσάμα Σαουάντ εξελέγη στο εννεαμελές Συμβούλιο της Πόλης του Σιάτλ, με βασικά συνθήματα την καθιέρωση κατώτατου ωρομισθίου 15 δολαρίων και τη φορολόγηση των πλουσίων προς όφελος του κοινωνικού κράτους. Η μαχητική ακτιβίστρια κέρδισε την εκλογική μάχη με τη σημαία του... τροτσκιστικού κόμματος «Σοσιαλιστική Εναλλακτική», γεγονός ανήκουστο για την Αμερική. Τέλος, στο Δημοκρατικό Κόμμα ανεβαίνει το άστρο της γερουσιαστού Ελίζαμπεθ Γουόρεν, για την οποία λέγεται ότι μπορεί να διεκδικήσει το προεδρικό χρίσμα, εξ αριστερών της Χίλαρι Κλίντον. Κόρη εργάτη, που κατάφερε να γίνει καθηγήτρια του Χάρβαρντ έχοντας δουλέψει από μικρή ως σερβιτόρα, η Γουόρεν είναι μια από τις πιο μαχητικές φωνές υποστήριξης των συνδικάτων, κόκκινο πανί για τη Γουόλ Στριτ και τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Ιnfo - Daniel Little, «The Paradox of Wealth and Poverty», Westview Press, 2003.
- Mark S. Mizruchi, «The Fracturing of the American Corporate Elite», Harvard University Press, 2013.
- Elizabeth Drew, «The Republicans’ War on the Poor», Rolling Stone, October 24, 2013.
- Stephane Lauer, «Bill de Blasio, l’ agitateur de New York», Le Monde, 7 novembre 2013.
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 24/11/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire