Πέτρος Παπαπολυβίου*
ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ
αύριο, 1η Δεκεμβρίου, εκατό χρόνια από την επίσημη τελετή της ένωσης της Κρήτης
με την Ελλάδα (1913). Η ένωση της Κρήτης ακολούθησε τους νικηφόρους Βαλκανικούς
Πολέμους, και ήταν η τυπική κατάληξη όσων είχαν προηγηθεί από την περίοδο της
ανακήρυξης της Αυτονομίας, το 1898.
Συγκρίνοντας
σήμερα τα ενωτικά κινήματα των δύο «μεγαλονήσων» του νεοελληνικού αλυτρωτισμού,
της Κρήτης και της Κύπρου, αναρωτιέται κανείς γιατί, τελικώς, είχαν διαφορετική
πολιτική τύχη.
Οφείλεται η διαφορά μόνο στο «πολεμόχαρο» των «ανδρείων Κρητών»,
όπως έγραφαν με θαυμασμό, συμπανηγυρίζοντας, οι κυπριακές εφημερίδες του 1913;
Ή, μήπως, η
γεωγραφία ήταν αυτή που καθόρισε τις τύχες των δύο νησιών στον 20ό αιώνα; Δηλαδή,
η απόσταση από τις μικρασιατικές ακτές, ή αντίστοιχα, την έδρα της Υψηλής πύλης
ή του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους; Ή τέλος, μήπως η μορφολογία του εδάφους
των δύο νησιών, με τις υψηλότερες και μεγαλύτερες κρητικές οροσειρές διαμόρφωσε
μια επαναστατική παράδοση εντελώς διαφορετική στην Κρήτη;
Τα στενά πλαίσια
της στήλης δεν μας επιτρέπουν να αναλύσουμε όλες τις πτυχές και την ιστορία των
συγκλίσεων και των αποκλίσεων του κρητικού και του κυπριακού ζητήματος. Αυτό
γίνεται σε μια υπό έκδοση εκτενή μελέτη μας. Θα σταθούμε, επομένως, σε
ορισμένες, μόνο, διαπιστώσεις: Αν και η Κύπρος είναι μεγαλύτερη σε έκταση από
την Κρήτη, το 1881 οι πρώτες σύγχρονες αξιόπιστες απογραφές έδειξαν ότι η Κρήτη
είχε 279.165 κατοίκους ενώ η Κύπρος 186.173. Η Κύπρος γνώρισε αθλιότατη
κακοδιοίκηση και δυσμενέστατες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες υπό την
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντίθετα, η Κρήτη, αν και στο επίπεδο της εκπαίδευσης
και της πνευματικής καλλιέργειας υστερούσε ακόμη και απέναντι της Κύπρου, μέχρι
τουλάχιστον το 1830, είχε μεγάλα φυσικά λιμάνια που βοηθούσαν καταλυτικά στο
εμπόριο και στην οικονομία. Έτσι, το 1881 το Ηράκλειο είχε 21.368 κατοίκους,
σχεδόν διπλάσιους από τη Λευκωσία (11.536). Ο πληθυσμός των Χανίων ήταν, την
ίδια χρονιά, 13.812, του Ρεθύμνου 9.274, της Λάρνακας 7.833 και της Λεμεσού
6.131. Ο μεγαλύτερος αστικός πληθυσμός και η ανάπτυξη του εμπορίου και της
βιομηχανικής επεξεργασίας των αγροτικών προϊόντων επέτρεψε την ανάπτυξη
δυναμικής αστικής τάξης στην Κρήτη, ιδιαίτερα διεκδικητικής και μαχητικής, πολύ
νωρίτερα από την Κύπρο. Από τα αξιοπρόσεκτα δημογραφικά δεδομένα είναι η σχεδόν
ίση αναλογία ελληνικού - τουρκικού πληθυσμού: Το 1881 οι Μουσουλμάνοι στην Κρήτη ήταν 26,2% ενώ στην
Κύπρο 24,4% (Τόσο στην Κύπρο, όσο περισσότερο στην Κρήτη, σχεδόν όλοι οι
Τούρκοι μιλούσαν ελληνικά).
Κατά την άποψή μας,
η βασική διαφοροποίηση της πολιτικής ιστορίας των δύο νησιών, που έμελλε να
δυσκολεύσει την επίτευξη της ένωσης στην Κύπρο, ήταν η βρετανική έλευση, το
1878. Αρκεί να αναφερθεί μόνο το εξής: Το Νομοθετικό Συμβούλιο που ιδρύθηκε από
τους Βρετανούς στην Κύπρο, όταν πρωτολειτούργησε με εκλογές, το 1883, είχε
εννέα Έλληνες βουλευτές, τρεις Οθωμανούς αλλά και έξι Βρετανούς. Την ίδια
εποχή, το 1889 στην Κρήτη, στη Γενική Συνέλευση (που είχε από το 1868
νομοθετικές αρμοδιότητες τοπικού, έστω, χαρακτήρα) μετείχαν 35 Χριστιανοί και
22 Μουσουλμάνοι. Η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, έστω και με αργά βήματα,
ήταν πολύ πιο ουσιαστική στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, απ' ό,τι κάτω
από τη χριστιανική και φιλελεύθερη Αγγλία…
*Ο Π.
Παπαπολυβίου είναι αναπλ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Πηγή: Ο Φιλελεύθερος
Δημοσιεύτηκε στις 30/11/2013
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire