Ένα ενδιαφέρον άρθρο
Οι βαρώνοι της ψηφιακής εποχής
Τον Αύγουστο του 1870, σε μια εποχή
πυρετικής ανάπτυξης του νεαρού αμερικανικού καπιταλισμού, το περιοδικό
Atlantic Monthly λανσάρισε τον όρο «οι βαρώνοι-λήσταρχοι» (robber
barons). Ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός γνώρισε ευρεία διάδοση μετά τη
Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930, περιγράφοντας επιχειρηματίες που
σφετερίζονταν τον εθνικό πλούτο, αποκτούσαν χαριστικά προνόμια από
διεφθαρμένους πολιτικούς, κατέβαλλαν εξευτελιστικούς μισθούς, θησαύριζαν
από την τεχνητή διόγκωση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών και
δημιουργούσαν μονοπωλιακές καταστάσεις στην αγορά. Ο παράξενος όρος
παρέπεμπε στους ηγεμόνες της μεσαιωνικής Γερμανίας, οι οποίοι, με
ορμητήριο τα κάστρα τους πάνω από τις όχθες του Ρήνου, επέβαλαν
αυθαίρετα ληστρικούς φόρους σε όλους τους διερχόμενους.
Στις 16 Φεβρουαρίου, οι New York Times φιλοξενούσαν άρθρο του διάσημου οικονομολόγου Πολ Κρούγκμαν υπό τον τίτλο «Οι βαρώνοι των ευρυζωνικών επικοινωνιών». Αφορμή για το δριμύ κατηγορώ του Αμερικανού νομπελίστα ήταν η συγχώνευση της Comcast, μιας γιγαντιαίας επιχείρησης στον χώρο της καλωδιακής τηλεόρασης και του Διαδικτύου, με το μεγαθήριο των μίντια Time Warner. Το περιστατικό αυτό παρουσιάζεται από τον Κρούγκμαν ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης, ανησυχητικής εξέλιξης: της καλπάζουσας μονοπώλησης των τεχνολογιών αιχμής από λίγες γιγαντιαίες επιχειρήσεις, εις βάρος των εργαζομένων και των καταναλωτών. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι, κατά τον αρθρογράφο, η αδράνεια των σύγχρονων πολιτικών, σε αντίθεση με την παραδοσιακά ισχυρή αντι-τραστ νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα.
Οι αιτιάσεις του Κρούγκμαν συγκρούονται με ευρύτατα διαδεδομένα στερεότυπα, που θέλουν τον νέο μαγικό κόσμο της πληροφορικής ως άρνηση των βιομηχανικών «δεινοσαύρων» του παρελθόντος: δύο εφευρετικοί νεαροί, όπως ο Μπιλ Γκέιτς και ο Πολ Αλεν, μπορούν με δύο μόνο υπολογιστές, στο γκαράζ του σπιτιού τους, να γκρεμίσουν αυτοκρατορίες ολόκληρες. Στην εποχή του ελεύθερου ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα, η αδυσώπητη δύναμη της «δημιουργικής καταστροφής», που φέρνουν μαζί τους οι νέες τεχνολογίες, καθιστά κάθε συζήτηση περί μονοπωλίων απελπιστικά αναχρονιστική.
Μονοπωλιακή πρόσοδος
Ή μήπως όχι; Στο βιβλίο της «Αιχμάλωτο ακροατήριο: Η βιομηχανία των τηλεπικοινωνιών και η δύναμη των μονοπωλίων στη νέα επίχρυση εποχή», που μόλις κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο του Πανεπιστημίου του Γέιλ, η Σούζαν Κρόφορντ σκιαγραφεί μια εντελώς διαφορετική εικόνα: η περίφημη «νέα οικονομία της γνώσης» όχι μόνο δεν αποτελεί επιτομή του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο προκλητικά πεδία όπου το επιχειρηματικό κέρδος μετατρέπεται σε μονοπωλιακή πρόσοδο, ένα είδος «φεουδαρχισμού της ψηφιακής εποχής».
Ας μη νομισθεί ότι πρόκειται για κάποια αιρετική, κρυπτομαρξιστική φωνή: η συγγραφέας, σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα και μέλος διοικητικών συμβουλίων μεγάλων οργανισμών και επιχειρήσεων επί σειρά ετών, είναι πεισμένη οπαδός της ελεύθερης αγοράς και του αμερικανικού ονείρου. Από αυτή τη σκοπιά, ξιφουλκεί εναντίον των μεγάλων μονοπωλίων, υποστηρίζοντας ότι εξαιτίας τους η Αμερική χάνει διαρκώς έδαφος στον παγκόσμιο στίβο των νέων τεχνολογιών. Πριν από δέκα χρόνια, οι ΗΠΑ βρίσκονταν στην πρωτοπορία του Διαδικτύου, παρουσιάζοντας τις μεγαλύτερες ταχύτητες και τις χαμηλότερες τιμές στις ευρυζωνικές επικοινωνίες. Σήμερα, «βλέπουν την πλάτη» της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας.
Εξίσου ανησυχητικές είναι οι διαπιστώσεις του Τζάρον Λάνιερ, στο βιβλίο του «Σε ποιον ανήκει το μέλλον;», που κυκλοφόρησε πέρυσι και προκάλεσε αίσθηση διεθνώς. Ο συγγραφέας του δεν μπορεί να κατηγορηθεί ούτε για τεχνοφοβία ούτε για εμπάθεια απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Υπήρξε πρωτοπόρος στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες, ιδίως στο πεδίο της εικονικής πραγματικότητας (σε αυτόν ανήκει και η πατρότητα του όρου «virtual reality»), ίδρυσε αρκετές επιτυχημένες επιχειρήσεις και διετέλεσε σύμβουλος μεγάλων τραπεζών και εμπορικών επιχειρήσεων, όπως οι Fannie Mae και η Wal-Mart.
Πλήγμα στη μεσαία τάξη
Το κεντρικό του συμπέρασμα: η ψηφιακή οικονομία εξελίσσεται στον υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης, επιδείνωσης της κοινωνικής πόλωσης και καταστροφής θέσεων εργασίας. Ενα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα είναι η σύγκριση της Kodak και της Instagram. Στο ζενίθ της, η Kodak απασχολούσε 140.000 εργαζομένους. Αλλά όταν η Instagram, που πήρε τη θέση της στην κορυφή των ομοειδών επιχειρήσεων στον χώρο της εικόνας, πουλήθηκε στο Facebook αντί ποσού ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, απασχολούσε μόλις... 13 μισθωτούς!
«Η Instagram», σημειώνει ο Λάνιερ, «δεν αξίζει ένα δισεκατομμύριο δολάρια μόνο και μόνο γιατί διαθέτει 13 εκπληκτικούς υπαλλήλους. Η αξία της έρχεται από εκατομμύρια χρήστες που συμβάλλουν στο δίκτυο χωρίς να πληρώνονται γι’ αυτό». Με άλλα λόγια, εισπράττει μονοπωλιακή πρόσοδο, καθώς σφετερίζεται την επινοητικότητα και την απλήρωτη εργασία του ανώνυμου καταναλωτή. Η πρόταση του Λάνιερ είναι ριζοσπαστική, αν και πολύ δύσκολα εφαρμόσιμη: Ολοι οι χρήστες του Διαδικτύου πρέπει να αμείβονται, έστω και ελάχιστα, για κάθε πληροφορία που παρέχουν, από εκείνους που τη χρησιμοποιούν προς όφελός τους.
Μια άλλη ριζοσπαστική ιδέα διατυπώθηκε προ ημερών από τον αρθρογράφο των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ, σε άρθρο του με τίτλο «Σκλαβώστε τα ρομπότ για να ελευθερώσετε τους φτωχούς». Ο αρθρογράφος επικαλείται το βιβλίο δύο καθηγητών του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Μασαχουσέτης, που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Η Δεύτερη Εποχή των Μηχανών» και προειδοποιεί για τον κίνδυνο δραματικής απώλειας θέσεων εργασίας εξαιτίας της πληροφορικής και της αυτοματοποίησης.
Για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου, ο Γουλφ προτείνει τη θέσπιση αξιοπρεπούς κατώτατου εισοδήματος για όλους τους πολίτες – κάτι που, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί με τη βαριά φορολογία σε κάθε είδους αντικοινωνική πρόσοδο: στις επιχειρήσεις που μολύνουν το περιβάλλον, στη μεγάλη ιδιοκτησία ακινήτων και, κυρίως, σε στις επιχειρήσεις που εισπράττουν πνευματικά δικαιώματα. «Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας», γράφει ο Γουλφ, «είναι μια κοινωνική κατασκευή. Οφείλουμε να αναθεωρήσουμε την ιδέα ότι μια μικρή μειονότητα μπορεί να αποσπά τη μερίδα του λέοντος από τα κέρδη των νέων τεχνολογιών. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, το κράτος να καρπώνεται αυτομάτως μερίδιο των εισοδημάτων από τα πνευματικά δικαιώματα τα οποία προστατεύει». Κάτι απολύτως λογικό, καθώς είναι το κράτος που δαπανά τεράστια ποσά για τη λειτουργία εκπαιδευτικών και τεχνολογικών ιδρυμάτων, δηλαδή των υποδομών εκείνων πάνω στα οποία ορθώνονται –και εν μέρει παρασιτούν– τα διάφορα «τεχνολογικά θαύματα» του ιδιωτικού τομέα.
Ιnfo
- Susan P. Crawford, «Captive Audience: The Telecom Industry and Monopoly Power in the New Gilded Age», Yale University Press, 2014.
- Erik Brynjolfsson & Andrew MacAfee, «The Second Machine Age», W.W. Norton, 2014.
- Jaron Lanier, «Who Owns the Future», Simon & Schuster, 2013.
- Martin Ford, «The Lights in the Tunnel», CreateSpace, 2009.
Έντυπη
Στις 16 Φεβρουαρίου, οι New York Times φιλοξενούσαν άρθρο του διάσημου οικονομολόγου Πολ Κρούγκμαν υπό τον τίτλο «Οι βαρώνοι των ευρυζωνικών επικοινωνιών». Αφορμή για το δριμύ κατηγορώ του Αμερικανού νομπελίστα ήταν η συγχώνευση της Comcast, μιας γιγαντιαίας επιχείρησης στον χώρο της καλωδιακής τηλεόρασης και του Διαδικτύου, με το μεγαθήριο των μίντια Time Warner. Το περιστατικό αυτό παρουσιάζεται από τον Κρούγκμαν ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης, ανησυχητικής εξέλιξης: της καλπάζουσας μονοπώλησης των τεχνολογιών αιχμής από λίγες γιγαντιαίες επιχειρήσεις, εις βάρος των εργαζομένων και των καταναλωτών. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι, κατά τον αρθρογράφο, η αδράνεια των σύγχρονων πολιτικών, σε αντίθεση με την παραδοσιακά ισχυρή αντι-τραστ νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα.
Οι αιτιάσεις του Κρούγκμαν συγκρούονται με ευρύτατα διαδεδομένα στερεότυπα, που θέλουν τον νέο μαγικό κόσμο της πληροφορικής ως άρνηση των βιομηχανικών «δεινοσαύρων» του παρελθόντος: δύο εφευρετικοί νεαροί, όπως ο Μπιλ Γκέιτς και ο Πολ Αλεν, μπορούν με δύο μόνο υπολογιστές, στο γκαράζ του σπιτιού τους, να γκρεμίσουν αυτοκρατορίες ολόκληρες. Στην εποχή του ελεύθερου ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα, η αδυσώπητη δύναμη της «δημιουργικής καταστροφής», που φέρνουν μαζί τους οι νέες τεχνολογίες, καθιστά κάθε συζήτηση περί μονοπωλίων απελπιστικά αναχρονιστική.
Μονοπωλιακή πρόσοδος
Ή μήπως όχι; Στο βιβλίο της «Αιχμάλωτο ακροατήριο: Η βιομηχανία των τηλεπικοινωνιών και η δύναμη των μονοπωλίων στη νέα επίχρυση εποχή», που μόλις κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο του Πανεπιστημίου του Γέιλ, η Σούζαν Κρόφορντ σκιαγραφεί μια εντελώς διαφορετική εικόνα: η περίφημη «νέα οικονομία της γνώσης» όχι μόνο δεν αποτελεί επιτομή του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο προκλητικά πεδία όπου το επιχειρηματικό κέρδος μετατρέπεται σε μονοπωλιακή πρόσοδο, ένα είδος «φεουδαρχισμού της ψηφιακής εποχής».
Ας μη νομισθεί ότι πρόκειται για κάποια αιρετική, κρυπτομαρξιστική φωνή: η συγγραφέας, σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα και μέλος διοικητικών συμβουλίων μεγάλων οργανισμών και επιχειρήσεων επί σειρά ετών, είναι πεισμένη οπαδός της ελεύθερης αγοράς και του αμερικανικού ονείρου. Από αυτή τη σκοπιά, ξιφουλκεί εναντίον των μεγάλων μονοπωλίων, υποστηρίζοντας ότι εξαιτίας τους η Αμερική χάνει διαρκώς έδαφος στον παγκόσμιο στίβο των νέων τεχνολογιών. Πριν από δέκα χρόνια, οι ΗΠΑ βρίσκονταν στην πρωτοπορία του Διαδικτύου, παρουσιάζοντας τις μεγαλύτερες ταχύτητες και τις χαμηλότερες τιμές στις ευρυζωνικές επικοινωνίες. Σήμερα, «βλέπουν την πλάτη» της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας.
Εξίσου ανησυχητικές είναι οι διαπιστώσεις του Τζάρον Λάνιερ, στο βιβλίο του «Σε ποιον ανήκει το μέλλον;», που κυκλοφόρησε πέρυσι και προκάλεσε αίσθηση διεθνώς. Ο συγγραφέας του δεν μπορεί να κατηγορηθεί ούτε για τεχνοφοβία ούτε για εμπάθεια απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Υπήρξε πρωτοπόρος στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες, ιδίως στο πεδίο της εικονικής πραγματικότητας (σε αυτόν ανήκει και η πατρότητα του όρου «virtual reality»), ίδρυσε αρκετές επιτυχημένες επιχειρήσεις και διετέλεσε σύμβουλος μεγάλων τραπεζών και εμπορικών επιχειρήσεων, όπως οι Fannie Mae και η Wal-Mart.
Πλήγμα στη μεσαία τάξη
Το κεντρικό του συμπέρασμα: η ψηφιακή οικονομία εξελίσσεται στον υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης, επιδείνωσης της κοινωνικής πόλωσης και καταστροφής θέσεων εργασίας. Ενα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα είναι η σύγκριση της Kodak και της Instagram. Στο ζενίθ της, η Kodak απασχολούσε 140.000 εργαζομένους. Αλλά όταν η Instagram, που πήρε τη θέση της στην κορυφή των ομοειδών επιχειρήσεων στον χώρο της εικόνας, πουλήθηκε στο Facebook αντί ποσού ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, απασχολούσε μόλις... 13 μισθωτούς!
«Η Instagram», σημειώνει ο Λάνιερ, «δεν αξίζει ένα δισεκατομμύριο δολάρια μόνο και μόνο γιατί διαθέτει 13 εκπληκτικούς υπαλλήλους. Η αξία της έρχεται από εκατομμύρια χρήστες που συμβάλλουν στο δίκτυο χωρίς να πληρώνονται γι’ αυτό». Με άλλα λόγια, εισπράττει μονοπωλιακή πρόσοδο, καθώς σφετερίζεται την επινοητικότητα και την απλήρωτη εργασία του ανώνυμου καταναλωτή. Η πρόταση του Λάνιερ είναι ριζοσπαστική, αν και πολύ δύσκολα εφαρμόσιμη: Ολοι οι χρήστες του Διαδικτύου πρέπει να αμείβονται, έστω και ελάχιστα, για κάθε πληροφορία που παρέχουν, από εκείνους που τη χρησιμοποιούν προς όφελός τους.
Μια άλλη ριζοσπαστική ιδέα διατυπώθηκε προ ημερών από τον αρθρογράφο των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ, σε άρθρο του με τίτλο «Σκλαβώστε τα ρομπότ για να ελευθερώσετε τους φτωχούς». Ο αρθρογράφος επικαλείται το βιβλίο δύο καθηγητών του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Μασαχουσέτης, που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Η Δεύτερη Εποχή των Μηχανών» και προειδοποιεί για τον κίνδυνο δραματικής απώλειας θέσεων εργασίας εξαιτίας της πληροφορικής και της αυτοματοποίησης.
Για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου, ο Γουλφ προτείνει τη θέσπιση αξιοπρεπούς κατώτατου εισοδήματος για όλους τους πολίτες – κάτι που, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί με τη βαριά φορολογία σε κάθε είδους αντικοινωνική πρόσοδο: στις επιχειρήσεις που μολύνουν το περιβάλλον, στη μεγάλη ιδιοκτησία ακινήτων και, κυρίως, σε στις επιχειρήσεις που εισπράττουν πνευματικά δικαιώματα. «Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας», γράφει ο Γουλφ, «είναι μια κοινωνική κατασκευή. Οφείλουμε να αναθεωρήσουμε την ιδέα ότι μια μικρή μειονότητα μπορεί να αποσπά τη μερίδα του λέοντος από τα κέρδη των νέων τεχνολογιών. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, το κράτος να καρπώνεται αυτομάτως μερίδιο των εισοδημάτων από τα πνευματικά δικαιώματα τα οποία προστατεύει». Κάτι απολύτως λογικό, καθώς είναι το κράτος που δαπανά τεράστια ποσά για τη λειτουργία εκπαιδευτικών και τεχνολογικών ιδρυμάτων, δηλαδή των υποδομών εκείνων πάνω στα οποία ορθώνονται –και εν μέρει παρασιτούν– τα διάφορα «τεχνολογικά θαύματα» του ιδιωτικού τομέα.
Ιnfo
- Susan P. Crawford, «Captive Audience: The Telecom Industry and Monopoly Power in the New Gilded Age», Yale University Press, 2014.
- Erik Brynjolfsson & Andrew MacAfee, «The Second Machine Age», W.W. Norton, 2014.
- Jaron Lanier, «Who Owns the Future», Simon & Schuster, 2013.
- Martin Ford, «The Lights in the Tunnel», CreateSpace, 2009.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire