Ο Χίτσκοκ, η Μπέργκμαν και οι άλλες
Με την Ινγκριντ Μπέργκμαν στο Λονδίνο, το χειμώνα του 1948. Η
σχέση τους ήταν τρυφερή, αλλά έμεινε πλατωνική εξαιτίας της αποστροφής
του Χίτσκοκ για το σεξ.
«Πολλά ράφια γεμίζουν οι βιογραφίες που
έχουν γραφτεί για τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Αλλά καμία δεν είναι τόσο
απολαυστική και οξυδερκής όσο αυτή του Πίτερ Ακρόιντ». Μεγάλος έπαινος.
Πόσω μάλλον όταν προέρχεται από τους Times. Ποια είναι, όμως, τα
χαρίσματα που κάνουν το συγκεκριμένο, νέο βιβλίο να ξεχωρίζει; Μάλλον η
βαθιά κατανόηση με την οποία ο καταξιωμένος 65χρονος Βρετανός συγγραφέας
(γνωστός για τις βιογραφίες του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, του Καρόλου Ντίκενς
και του Τ. Σ. Ελιοτ, μεταξύ άλλων) αντιμετωπίζει το «θέμα» του.
Αφηγείται τις εμμονές, τα συμπλέγματα και τις υπερβολές του θρυλικού
σκηνοθέτη· εστιάζει στον σκληρό, στα όρια του σαδισμού, τρόπο με τον
οποίο αντιμετώπιζε τους συνεργάτες του, ειδικά τις γυναίκες· αποκαλύπτει
την ασεξουαλικότητά του. Αλλά όλα αυτά -όπως εύστοχα σχολιάζει ο
Guardian- τα βλέπει μέσα από το μικροσκόπιο των θεωριών του Σίγκμουντ
Φρόιντ. Ναι, είχε πολλές νευρώσεις ο Χίτσκοκ. Ολες όμως ερμηνεύονται
-και έως ένα βαθμό, κατά τον Ακρόιντ, δικαιολογούνται-, καθώς ξεκινούν
από την παιδική του ηλικία. Από τα τραύματα που τον καθόρισαν και
διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του.
Παιδί φτωχής λονδρέζικης οικογένειας, μεγάλωσε μέσα στο οπωροπωλείο που διατηρούσε η οικογένειά του, κάνοντας θελήματα. Αισθανόταν μοναξιά. Τα παιδιά στο σχολείο τον κορόιδευαν για το βάρος του. Μοναδική του διέξοδος, η φαντασία του: μάζευε χάρτες, καρτ-ποστάλ και αποκόμματα εισιτηρίων και ονειρευόταν ταξίδια. Οι γονείς του ήταν πιστοί καθολικοί και πολύ αυστηροί. Οταν ο Αλφι, όπως τον φώναζαν, ήταν μόλις πέντε ετών, για να τον τιμωρήσει ο πατέρας του για μια ασήμαντη σκανταλιά, τον έστειλε στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς με ένα σημείωμα. Σε αυτό ζητούσε από τους αστυνομικούς να τον κρατήσουν μερικές ώρες πίσω από τα κάγκελα για να συνετιστεί. Ετσι έγινε. Οι έννοιες του παραπτώματος και της τιμωρίας που αυτό συνεπάγεται ρίζωσαν τότε βαθιά στη συνείδησή του.
Και όταν εστάλη στο ιησουιτικό γυμνάσιο του Αγίου Ιγνατίου, πήρε κι άλλες διδαχές: τον αυτοέλεγχο, την υπακοή, την τάξη και το βάρος μιας ενοχής που θα τον στοίχειωνε σ’ όλη του τη ζωή. Αλλά και τη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου του ανθρώπινου βίου. Χρόνια αργότερα, στα στούντιο του Χόλιγουντ, συχνά, αφού έπινε το τσάι του, άφηνε το φλιτζάνι του να πέσει στο πάτωμα και να γίνει κομμάτια. Ως μια υπενθύμιση, ισχυρίζεται ο Ακρόιντ, ότι όλα είναι εύθραυστα και μάταια...
Οι Ιησουίτες μετέδωσαν στον νεαρό και μια αποστροφή για το ανθρώπινο σώμα, ειδικά το γυναικείο. Ετσι, σύμφωνα με το βιβλίο, ουδέποτε εκείνος ενδιαφέρθηκε πραγματικά για το σεξ. Και μετά τη γέννηση της μοναχοκόρης του, Πατ, σταμάτησε να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του, Αλμα. Προτιμούσε να βρίσκει παρηγοριά στο φαγητό, στο κρασί και στη δουλειά. Και στα αντικαταθλιπτικά χάπια, τα οποία έπαιρνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Παρά την αποχή του από τις σεξουαλικές απολαύσεις, πάντως, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ δεν έχασε το ενδιαφέρον του για τις γυναίκες. Ειδικά τις ξανθές. Ειδικότερα τις πρωταγωνίστριες των ταινιών του.
Παράδοξο; Οχι, κατά τον συγγραφέα. Μέσω της εξουσίας που τους ασκούσε ξεπερνούσε το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον ταλάνιζε από μικρό λόγω της εμφάνισής του - χαρακτήριζε, μάλιστα, τον εαυτό του «ασυνήθιστα απωθητικό». Πρώτο «θύμα» του η Τζόαν Φοντέιν, πρωταγωνίστρια στα φιλμ «Ρεβέκκα» (1940) και «Υποψίες» (1941). Στα γυρίσματα την είχε απομονώσει από τους πάντες. Της έλεγε πως όλοι την απεχθάνονταν μόνο ο ίδιος μπορούσε να την καταλάβει. Και όταν σε κάποιες σκηνές εκείνη δυσκολευόταν να κλάψει, τη χαστούκιζε τόσο δυνατά που τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια της...
Ερωτας, προδοσία, εκδίκηση
Επόμενη μούσα του, η Ινγκριντ Μπέργκμαν. Στα γυρίσματα της «Νύχτας αγωνίας» (1945) την πρόσεχε σαν πορσελάνινη κούκλα. Η σχέση τους όμως, αν και τρυφερή, σύμφωνα με τη νέα βιογραφία παρέμεινε -προς απογοήτευση της Σουηδέζας σταρ- πλατωνική. Μέχρι που η Μπέργκμαν βαρέθηκε να περιμένει. Το 1950 παντρεύτηκε τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, κάνοντας τον Χίτσκοκ, που αισθάνθηκε προδομένος, να μην μπορεί να κρύψει τη ζήλια του. Για να την εκδικηθεί, διέδιδε ότι επί χρόνια τον πολιορκούσε, αλλά εκείνος δεν ενέδιδε. Και όταν σε μια συνέντευξη τον ρώτησαν για την πρώην πρωταγωνίστριά του, απάντησε: «Α, η Ινγκριντ. Είναι τόσο όμορφη αλλά και τόσο χαζή»...
Κι έπειτα, στη ζωή του μπήκε η Γκρέις Κέλι. Στα γυρίσματα του «Τηλεφωνήσατε ασφάλεια αμέσου δράσεως» (1954) την ερωτεύτηκε παράφορα. Ηταν για εκείνον η ιδανική γυναίκα. Αλλά δεν τόλμησε να της εξομολογηθεί τα αισθήματά του. Ισως γιατί η ερωτική της ζωή ήταν πολύ... πλούσια εκείνη την εποχή. Τόσο που τον έκανε να αισθάνεται ασήμαντος. Ξεσπούσε, λοιπόν, την οργή του πάνω της. Για μια σκηνή στην οποία η ηθοποιός, σύμφωνα με το σενάριο, δεχόταν επίθεση από έναν άγνωστο, έκανε ο ίδιος μαζί της την πρόβα του στραγγαλισμού της, η οποία διήρκεσε σχεδόν μία εβδομάδα. Μέχρι να μείνει ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, ο λαιμός της είχε γεμίσει μελανιές.
Αν η μετέπειτα πριγκίπισσα του Μονακό ήταν αιτία για ένα τόσο δυνατό ερωτικό σκίρτημα, η Τίπι Χέντρεν, πρωταγωνίστρια στα «Πουλιά» (1963) και στη «Μάρνι» (1964) τού έγινε εμμονή. Την είδε για πρώτη φορά στην τηλεόραση να διαφημίζει ένα αναψυκτικό διαίτης. Της ζήτησε να συναντηθούν και της πρόσφερε επταετές συμβόλαιο με αμοιβή 500 δολάρια την εβδομάδα. Εκείνη -ως ανύπαντρη μητέρα που δύσκολα τα έβγαζε πέρα- ήταν ενθουσιασμένη. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια σκοτεινή πλευρά του. Ο Χίτσκοκ δεν την άφηνε να μιλάει με κανέναν στο πλατό. Της έλεγε τι να φοράει και ποιους φίλους της να βλέπει. Παρήγγειλε ένα υπερπολυτελές τροχόσπιτο και ζήτησε να τοποθετηθεί δίπλα στο δικό του. Κανείς εκτός από τον ίδιο δεν επιτρεπόταν να μπει εκεί, ούτε καν η κόρη της (η μετέπειτα ηθοποιός Μέλανι Γκρίφιθ), στην οποία κάποτε δώρισε ένα μικρό φέρετρο που περιείχε ομοίωμα της μητέρας της!
Ολες αυτές οι εκδηλώσεις του έρωτά του δεν σήμαιναν ότι δεν θα ερχόταν η δική της σειρά να υποφέρει. Ενώ της είχε πει ότι τα πουλιά της θρυλικής ταινίας θα ήταν μηχανικά, έντρομη είδε στο στούντιο κλουβιά με δεκάδες αγριεμένα περιστέρια, γλάρους και κουρούνες τα οποία προορίζονταν για διώκτες της. Και αυτό δεν θα είχε συμβεί, υποστηρίζει ο Πίτερ Ακρόιντ, αν δεν είχε προηγηθεί ένας τρομερός καβγάς ανάμεσά τους. Εκείνη ήθελε να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη για να παραλάβει ένα βραβείο, εκείνος της το απαγόρευσε και η Τίπι έκανε το αδιανόητο. Τον κορόιδεψε για το πάχος του. Τον αποκάλεσε «χοντρό γουρούνι». Εκαναν ανακωχή - υπό την πίεση των αφεντικών της Universal - μέχρι να ολοκληρωθεί η επόμενη ταινία τους, που είχε ήδη δρομολογηθεί. Αλλά η «Μάρνι» έμελλε να είναι ο τελευταίος της ρόλος μαζί του.
Περιοδικό "Κ"
Παιδί φτωχής λονδρέζικης οικογένειας, μεγάλωσε μέσα στο οπωροπωλείο που διατηρούσε η οικογένειά του, κάνοντας θελήματα. Αισθανόταν μοναξιά. Τα παιδιά στο σχολείο τον κορόιδευαν για το βάρος του. Μοναδική του διέξοδος, η φαντασία του: μάζευε χάρτες, καρτ-ποστάλ και αποκόμματα εισιτηρίων και ονειρευόταν ταξίδια. Οι γονείς του ήταν πιστοί καθολικοί και πολύ αυστηροί. Οταν ο Αλφι, όπως τον φώναζαν, ήταν μόλις πέντε ετών, για να τον τιμωρήσει ο πατέρας του για μια ασήμαντη σκανταλιά, τον έστειλε στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς με ένα σημείωμα. Σε αυτό ζητούσε από τους αστυνομικούς να τον κρατήσουν μερικές ώρες πίσω από τα κάγκελα για να συνετιστεί. Ετσι έγινε. Οι έννοιες του παραπτώματος και της τιμωρίας που αυτό συνεπάγεται ρίζωσαν τότε βαθιά στη συνείδησή του.
Και όταν εστάλη στο ιησουιτικό γυμνάσιο του Αγίου Ιγνατίου, πήρε κι άλλες διδαχές: τον αυτοέλεγχο, την υπακοή, την τάξη και το βάρος μιας ενοχής που θα τον στοίχειωνε σ’ όλη του τη ζωή. Αλλά και τη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου του ανθρώπινου βίου. Χρόνια αργότερα, στα στούντιο του Χόλιγουντ, συχνά, αφού έπινε το τσάι του, άφηνε το φλιτζάνι του να πέσει στο πάτωμα και να γίνει κομμάτια. Ως μια υπενθύμιση, ισχυρίζεται ο Ακρόιντ, ότι όλα είναι εύθραυστα και μάταια...
Οι Ιησουίτες μετέδωσαν στον νεαρό και μια αποστροφή για το ανθρώπινο σώμα, ειδικά το γυναικείο. Ετσι, σύμφωνα με το βιβλίο, ουδέποτε εκείνος ενδιαφέρθηκε πραγματικά για το σεξ. Και μετά τη γέννηση της μοναχοκόρης του, Πατ, σταμάτησε να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του, Αλμα. Προτιμούσε να βρίσκει παρηγοριά στο φαγητό, στο κρασί και στη δουλειά. Και στα αντικαταθλιπτικά χάπια, τα οποία έπαιρνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Παρά την αποχή του από τις σεξουαλικές απολαύσεις, πάντως, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ δεν έχασε το ενδιαφέρον του για τις γυναίκες. Ειδικά τις ξανθές. Ειδικότερα τις πρωταγωνίστριες των ταινιών του.
Παράδοξο; Οχι, κατά τον συγγραφέα. Μέσω της εξουσίας που τους ασκούσε ξεπερνούσε το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον ταλάνιζε από μικρό λόγω της εμφάνισής του - χαρακτήριζε, μάλιστα, τον εαυτό του «ασυνήθιστα απωθητικό». Πρώτο «θύμα» του η Τζόαν Φοντέιν, πρωταγωνίστρια στα φιλμ «Ρεβέκκα» (1940) και «Υποψίες» (1941). Στα γυρίσματα την είχε απομονώσει από τους πάντες. Της έλεγε πως όλοι την απεχθάνονταν μόνο ο ίδιος μπορούσε να την καταλάβει. Και όταν σε κάποιες σκηνές εκείνη δυσκολευόταν να κλάψει, τη χαστούκιζε τόσο δυνατά που τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια της...
Ερωτας, προδοσία, εκδίκηση
Επόμενη μούσα του, η Ινγκριντ Μπέργκμαν. Στα γυρίσματα της «Νύχτας αγωνίας» (1945) την πρόσεχε σαν πορσελάνινη κούκλα. Η σχέση τους όμως, αν και τρυφερή, σύμφωνα με τη νέα βιογραφία παρέμεινε -προς απογοήτευση της Σουηδέζας σταρ- πλατωνική. Μέχρι που η Μπέργκμαν βαρέθηκε να περιμένει. Το 1950 παντρεύτηκε τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, κάνοντας τον Χίτσκοκ, που αισθάνθηκε προδομένος, να μην μπορεί να κρύψει τη ζήλια του. Για να την εκδικηθεί, διέδιδε ότι επί χρόνια τον πολιορκούσε, αλλά εκείνος δεν ενέδιδε. Και όταν σε μια συνέντευξη τον ρώτησαν για την πρώην πρωταγωνίστριά του, απάντησε: «Α, η Ινγκριντ. Είναι τόσο όμορφη αλλά και τόσο χαζή»...
Κι έπειτα, στη ζωή του μπήκε η Γκρέις Κέλι. Στα γυρίσματα του «Τηλεφωνήσατε ασφάλεια αμέσου δράσεως» (1954) την ερωτεύτηκε παράφορα. Ηταν για εκείνον η ιδανική γυναίκα. Αλλά δεν τόλμησε να της εξομολογηθεί τα αισθήματά του. Ισως γιατί η ερωτική της ζωή ήταν πολύ... πλούσια εκείνη την εποχή. Τόσο που τον έκανε να αισθάνεται ασήμαντος. Ξεσπούσε, λοιπόν, την οργή του πάνω της. Για μια σκηνή στην οποία η ηθοποιός, σύμφωνα με το σενάριο, δεχόταν επίθεση από έναν άγνωστο, έκανε ο ίδιος μαζί της την πρόβα του στραγγαλισμού της, η οποία διήρκεσε σχεδόν μία εβδομάδα. Μέχρι να μείνει ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, ο λαιμός της είχε γεμίσει μελανιές.
Αν η μετέπειτα πριγκίπισσα του Μονακό ήταν αιτία για ένα τόσο δυνατό ερωτικό σκίρτημα, η Τίπι Χέντρεν, πρωταγωνίστρια στα «Πουλιά» (1963) και στη «Μάρνι» (1964) τού έγινε εμμονή. Την είδε για πρώτη φορά στην τηλεόραση να διαφημίζει ένα αναψυκτικό διαίτης. Της ζήτησε να συναντηθούν και της πρόσφερε επταετές συμβόλαιο με αμοιβή 500 δολάρια την εβδομάδα. Εκείνη -ως ανύπαντρη μητέρα που δύσκολα τα έβγαζε πέρα- ήταν ενθουσιασμένη. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια σκοτεινή πλευρά του. Ο Χίτσκοκ δεν την άφηνε να μιλάει με κανέναν στο πλατό. Της έλεγε τι να φοράει και ποιους φίλους της να βλέπει. Παρήγγειλε ένα υπερπολυτελές τροχόσπιτο και ζήτησε να τοποθετηθεί δίπλα στο δικό του. Κανείς εκτός από τον ίδιο δεν επιτρεπόταν να μπει εκεί, ούτε καν η κόρη της (η μετέπειτα ηθοποιός Μέλανι Γκρίφιθ), στην οποία κάποτε δώρισε ένα μικρό φέρετρο που περιείχε ομοίωμα της μητέρας της!
Ολες αυτές οι εκδηλώσεις του έρωτά του δεν σήμαιναν ότι δεν θα ερχόταν η δική της σειρά να υποφέρει. Ενώ της είχε πει ότι τα πουλιά της θρυλικής ταινίας θα ήταν μηχανικά, έντρομη είδε στο στούντιο κλουβιά με δεκάδες αγριεμένα περιστέρια, γλάρους και κουρούνες τα οποία προορίζονταν για διώκτες της. Και αυτό δεν θα είχε συμβεί, υποστηρίζει ο Πίτερ Ακρόιντ, αν δεν είχε προηγηθεί ένας τρομερός καβγάς ανάμεσά τους. Εκείνη ήθελε να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη για να παραλάβει ένα βραβείο, εκείνος της το απαγόρευσε και η Τίπι έκανε το αδιανόητο. Τον κορόιδεψε για το πάχος του. Τον αποκάλεσε «χοντρό γουρούνι». Εκαναν ανακωχή - υπό την πίεση των αφεντικών της Universal - μέχρι να ολοκληρωθεί η επόμενη ταινία τους, που είχε ήδη δρομολογηθεί. Αλλά η «Μάρνι» έμελλε να είναι ο τελευταίος της ρόλος μαζί του.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire