Θαύματα κτισμένα στην άμμο της Τουρκίας
Κωνσταντινούπολη, πλατεία Ταξίμ
«Το 2000 η τουρκική
οικονομία ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την ελληνική», λέει ο
ιστορικός Βαγγέλης Κεχριώτης. «Από το 2008, οι όροι αντιστράφηκαν.
Σήμερα η αλήθεια είναι ότι η θέση της κυβέρνησης δυσκολεύει συνεχώς».
Η κοπή της ετήσιας πίτας πρέπει να
είναι από τα πιο πληκτικά πράγματα στον κόσμο. Με μία εξαίρεση. Οταν
βρίσκεσαι ανάμεσα σε συμπατριώτες ομογενείς στο εξωτερικό, η σύναξη
αποκτά αυτομάτως ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνον ο συναισθηματικός
παράγοντας, αλλά και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για κοινωνιολογική
χαρτογράφηση της κοινότητας: ποιοι είναι, πώς γιορτάζουν. Συνάντησα τον
ιστορικό Βαγγέλη Κεχριώτη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, στην
εορτή των Ρωμιών και Ελλαδιτών στο Σισλί, σε μια αίθουσα που παραχώρησε η
Βουλγαρική Εξαρχεία της Πόλης στους αδελφούς ορθοδόξους για την
ξεχωριστή περίσταση.
Ηταν βραδάκι, το ταξί σταμάτησε σε ένα στενό σοκάκι, έξω από τον περίβολο της Εξαρχείας. Στην πόρτα, ένας νεαρός με ρώτησε ευγενικά εάν ήρθα για τη βασιλόπιτα. Μπήκαμε στο προαύλιο, περάσαμε πίσω από τον ναό, όταν άρχισα με έκπληξη να ακούω ρεμπέτικα τραγούδια· είχαμε φτάσει στην αίθουσα. Ο χώρος ήταν παλαιομοδίτικα καταθλιπτικός, σαν να γύριζες πίσω στη δεκαετία του ’60. Κοτσονάτες ηλικιωμένες κυρίες με τους συζύγους τους, πολλοί καλοντυμένοι 20άρηδες και 30άρηδες, κάποιοι ταλαιπωρημένοι μεσόκοποι αντάλλασσαν χαμόγελα, αγκαλιές, ευχές στα ελληνικά και τα τουρκικά. Στη μέση, πάνω στο πάλκο, κάθονταν οι μουσικοί του συγκροτήματος «Ταταύλα». Η ατμόσφαιρα είχε μια υπέροχη γλυκιά συνωμοσία.
Ο Κεχριώτης ζει στην Πόλη από το 2000, παντρεύτηκε συνάδελφό του από την Τουρκία, έκανε οικογένεια, ρίζωσε. Εκπροσωπεί τη νέα, δυναμική γενιά των Ελλήνων ιστορικών, απαλλαγμένη από πολλά στερεότυπα του παρελθόντος, εφοδιασμένη με φρέσκο, πιο ισορροπημένο βλέμμα στην παθιασμένη μας σχέση με τους γείτονες. Καθόμαστε στο προαύλιο για να έχουμε περισσότερη ησυχία: «Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια ζούμε εδώ μια αναβίωση του ρεμπέτικου», μας λέει. «Υπήρχε μια παράδοση σε νυχτερινά μαγαζιά που έπαιζαν τέτοια τραγούδια. Παράλληλα, το ανακάλυψαν πολλοί νεαροί Τούρκοι που ταυτίστηκαν με τις αναφορές του στην καταπίεση και στις διώξεις. Ας μην ξεχνάμε και αυτήν την εικόνα που έχουν ακόμη οι Ρωμιοί στην Πόλη ως γλεντζέδες, που είναι γερά εδραιωμένη στο τουρκικό φαντασιακό. Το συγκρότημα που τραγουδάει απόψε είναι πολύ δημοφιλές, με Ελληνες και Τούρκους μουσικούς. Αυτός που έχει τώρα το μικρόφωνο είναι Τούρκος». Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τον συμπαθή νεαρό να τραγουδάει σε άψογα ελληνικά για μια μπαμπέσα μελαχρινή.
Μετανάστης...
Αρχίζουμε τη συζήτηση με τον Κεχριώτη από το δικό του οδοιπορικό. Δεν είχε σχέση καταγωγής με την Πόλη, αλλά ήρθε εδώ λαμβάνοντας μέρος σε ένα επιστημονικό πρόγραμμα ανταλλαγής.
«Είχα ξεκινήσει το διδακτορικό μου στην Αθήνα, με θέμα τη Σμύρνη, αλλά δεν ήξερα τουρκικά και οθωμανικά. Θεώρησα ότι είναι μονόδρομος να μάθω αυτές τις γλώσσες. Εγκαταστάθηκα στην Τουρκία σε μια εποχή άκρατου φιλελληνισμού, μετά τους σεισμούς του ’99, όπου είχε αρχίσει να βελτιώνεται πολύ το κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες. Εργάστηκα αρχικά στο Πανεπιστήμιο Σαμπάντζι και ύστερα πήγα στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου με χορηγία από το Ιδρυμα Ωνάση. Το 2000 η τουρκική οικονομία ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την ελληνική και έτσι δεν θεωρήθηκα μετανάστης.
Κατηγοριοποιήθηκα ως μετανάστης στην πορεία, μετά το 2008, οπότε αντιστράφηκαν οι όροι. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, κλήθηκα να μιλήσω σε πάνελ και σε δημοσιογράφους για τις νέες συνθήκες που ωθούν τους συμπατριώτες μας εκτός συνόρων», υπογραμμίζει ο ιστορικός.
Η νέα τάξη πραγμάτων και προσώπων
Ο Κεχριώτης σταδιακά αντιλήφθηκε ότι υπήρχε ροή Ελλήνων που μετανάστευαν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη για λόγους οικονομικούς. «Πιλότοι, μοντέλα, επιχειρηματίες, ακόμα και ποδοσφαιριστές όπως ο Γκέκας. Στα τουρκικά πανεπιστήμια υπάρχουν αρκετοί Ελληνες ακαδημαϊκοί και φοιτητές. Οσοι έρχονται εδώ αναζητώντας δουλειά, έχουν στόχευση και συνήθως τα καταφέρνουν, χωρίς να αντιμετωπίζουν κάποιου είδους εχθρότητα ή διάκριση. Ακόμη και πριν από το 1999 υπήρχε φιλελληνισμός, αλλά περιοριζόταν σε μια μικρή μερίδα της αστικής τάξης της Πόλης, που θεωρούσε την παρουσία των Ρωμιών πολύ πιο οικεία από εκείνη των εποίκων από την Ανατολία, τους οποίους απεχθάνονται.
Μετά την προσέγγιση του 1999 και με τη σταδιακή άνοδο της ελληνικής οικονομίας, οι Τούρκοι μιλούσαν για το ελληνικό θαύμα. Οταν αυτό κατέρρευσε με την κρίση, οι περισσότεροι εξέφραζαν την απορία τους, ενώ ορισμένοι είχαν μια ειρωνική στάση, θεωρώντας ότι η ανάπτυξή μας είχε να κάνει μόνο με τη διαφθορά», εξηγεί ο Κεχριώτης, προσθέτοντας: «Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι για χρόνια μιλούσαμε και εμείς οι Ελληνες με θαυμασμό για τη δική τους οικονομία και την αυξανόμενη σφαίρα της πολιτικής τους επιρροής. Ας μην αναφερθούμε στη θραύση των τουρκικών σειρών, οι οποίες έπειθαν τους τηλεθεατές ότι υπάρχει ακόμη ένας κώδικας τιμής και ηθικές αρχές που είχαν χαθεί στην ελληνική κοινωνία. Ο μέσος Ελληνας πίστευε επίσης ότι στη χώρα αυτή υπάρχει μια πολιτική ελίτ που στέκεται στο ύψος της, μακριά από τη διαφθορά και οδηγεί τον λαό στην ευημερία, κάτι πολύ αστείο για εμάς που ζούσαμε εδώ. Μέχρι που ήρθαν οι αναταραχές του καλοκαιριού, αλλά και οι αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα της κυβέρνησης Ερντογάν, να αλλάξουν άρδην την επιτυχημένη εικόνα».
Και τώρα; «Το Γκεζί ήρθε ως έκπληξη, αλλά η ένταση είχε αρχίσει να συσσωρεύεται από το 2009. Οι υψηλοί βαθμοί ανάπτυξης και η κατασκευαστική φρενίτιδα άλλαξαν τα πάντα. Η εμπορευματοποίηση επεκτάθηκε ακόμη και σε δημόσια αγαθά όπως το νερό, το αστικό περιβάλλον. Οποιος επιχειρηματίας είχε προσβάσεις σε μεγάλα συμφέροντα και στην κυβέρνηση, θα μπορούσε όχι μόνον να πλουτίσει αλλά και να καταστρατηγήσει κάθε κανόνα. Ο κόσμος των αστικών κέντρων άρχισε να αισθάνεται πως ασφυκτιά από την έλευση μιας νέας τάξης πλουσίων –από την επαρχία, προσκείμενων στους ισλαμιστές– που απέκτησε ξαφνικά τεράστια δύναμη πάνω στην κοινωνία. Προσθέστε και τα νομοθετήματα που αφορούσαν το αλκοόλ, τα δημόσια φιλιά, τις εκτρώσεις, έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Πρόβλεψη για το μέλλον κανείς δεν μπορεί να κάνει, αλλά η αλήθεια είναι ότι η θέση της κυβέρνησης δυσκολεύει συνεχώς. Το μεγαλύτερο μακροπρόθεσμο στοίχημα είναι τι θα γίνει στους κόλπους των ισλαμιστών στη μετά Ερντογάν περίοδο και τι είδους σχήμα θα επικρατήσει σε αυτόν τον πολιτικό χώρο. Από την άλλη, όποια και αν είναι η εξέλιξη, δεν νομίζω ότι η χώρα κινδυνεύει να καταρρεύσει οικονομικά όπως έγινε το 2001».
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 09/03/2014
Ηταν βραδάκι, το ταξί σταμάτησε σε ένα στενό σοκάκι, έξω από τον περίβολο της Εξαρχείας. Στην πόρτα, ένας νεαρός με ρώτησε ευγενικά εάν ήρθα για τη βασιλόπιτα. Μπήκαμε στο προαύλιο, περάσαμε πίσω από τον ναό, όταν άρχισα με έκπληξη να ακούω ρεμπέτικα τραγούδια· είχαμε φτάσει στην αίθουσα. Ο χώρος ήταν παλαιομοδίτικα καταθλιπτικός, σαν να γύριζες πίσω στη δεκαετία του ’60. Κοτσονάτες ηλικιωμένες κυρίες με τους συζύγους τους, πολλοί καλοντυμένοι 20άρηδες και 30άρηδες, κάποιοι ταλαιπωρημένοι μεσόκοποι αντάλλασσαν χαμόγελα, αγκαλιές, ευχές στα ελληνικά και τα τουρκικά. Στη μέση, πάνω στο πάλκο, κάθονταν οι μουσικοί του συγκροτήματος «Ταταύλα». Η ατμόσφαιρα είχε μια υπέροχη γλυκιά συνωμοσία.
Ο Κεχριώτης ζει στην Πόλη από το 2000, παντρεύτηκε συνάδελφό του από την Τουρκία, έκανε οικογένεια, ρίζωσε. Εκπροσωπεί τη νέα, δυναμική γενιά των Ελλήνων ιστορικών, απαλλαγμένη από πολλά στερεότυπα του παρελθόντος, εφοδιασμένη με φρέσκο, πιο ισορροπημένο βλέμμα στην παθιασμένη μας σχέση με τους γείτονες. Καθόμαστε στο προαύλιο για να έχουμε περισσότερη ησυχία: «Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια ζούμε εδώ μια αναβίωση του ρεμπέτικου», μας λέει. «Υπήρχε μια παράδοση σε νυχτερινά μαγαζιά που έπαιζαν τέτοια τραγούδια. Παράλληλα, το ανακάλυψαν πολλοί νεαροί Τούρκοι που ταυτίστηκαν με τις αναφορές του στην καταπίεση και στις διώξεις. Ας μην ξεχνάμε και αυτήν την εικόνα που έχουν ακόμη οι Ρωμιοί στην Πόλη ως γλεντζέδες, που είναι γερά εδραιωμένη στο τουρκικό φαντασιακό. Το συγκρότημα που τραγουδάει απόψε είναι πολύ δημοφιλές, με Ελληνες και Τούρκους μουσικούς. Αυτός που έχει τώρα το μικρόφωνο είναι Τούρκος». Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τον συμπαθή νεαρό να τραγουδάει σε άψογα ελληνικά για μια μπαμπέσα μελαχρινή.
Μετανάστης...
Αρχίζουμε τη συζήτηση με τον Κεχριώτη από το δικό του οδοιπορικό. Δεν είχε σχέση καταγωγής με την Πόλη, αλλά ήρθε εδώ λαμβάνοντας μέρος σε ένα επιστημονικό πρόγραμμα ανταλλαγής.
«Είχα ξεκινήσει το διδακτορικό μου στην Αθήνα, με θέμα τη Σμύρνη, αλλά δεν ήξερα τουρκικά και οθωμανικά. Θεώρησα ότι είναι μονόδρομος να μάθω αυτές τις γλώσσες. Εγκαταστάθηκα στην Τουρκία σε μια εποχή άκρατου φιλελληνισμού, μετά τους σεισμούς του ’99, όπου είχε αρχίσει να βελτιώνεται πολύ το κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες. Εργάστηκα αρχικά στο Πανεπιστήμιο Σαμπάντζι και ύστερα πήγα στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου με χορηγία από το Ιδρυμα Ωνάση. Το 2000 η τουρκική οικονομία ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την ελληνική και έτσι δεν θεωρήθηκα μετανάστης.
Κατηγοριοποιήθηκα ως μετανάστης στην πορεία, μετά το 2008, οπότε αντιστράφηκαν οι όροι. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, κλήθηκα να μιλήσω σε πάνελ και σε δημοσιογράφους για τις νέες συνθήκες που ωθούν τους συμπατριώτες μας εκτός συνόρων», υπογραμμίζει ο ιστορικός.
Η νέα τάξη πραγμάτων και προσώπων
Ο Κεχριώτης σταδιακά αντιλήφθηκε ότι υπήρχε ροή Ελλήνων που μετανάστευαν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη για λόγους οικονομικούς. «Πιλότοι, μοντέλα, επιχειρηματίες, ακόμα και ποδοσφαιριστές όπως ο Γκέκας. Στα τουρκικά πανεπιστήμια υπάρχουν αρκετοί Ελληνες ακαδημαϊκοί και φοιτητές. Οσοι έρχονται εδώ αναζητώντας δουλειά, έχουν στόχευση και συνήθως τα καταφέρνουν, χωρίς να αντιμετωπίζουν κάποιου είδους εχθρότητα ή διάκριση. Ακόμη και πριν από το 1999 υπήρχε φιλελληνισμός, αλλά περιοριζόταν σε μια μικρή μερίδα της αστικής τάξης της Πόλης, που θεωρούσε την παρουσία των Ρωμιών πολύ πιο οικεία από εκείνη των εποίκων από την Ανατολία, τους οποίους απεχθάνονται.
Μετά την προσέγγιση του 1999 και με τη σταδιακή άνοδο της ελληνικής οικονομίας, οι Τούρκοι μιλούσαν για το ελληνικό θαύμα. Οταν αυτό κατέρρευσε με την κρίση, οι περισσότεροι εξέφραζαν την απορία τους, ενώ ορισμένοι είχαν μια ειρωνική στάση, θεωρώντας ότι η ανάπτυξή μας είχε να κάνει μόνο με τη διαφθορά», εξηγεί ο Κεχριώτης, προσθέτοντας: «Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι για χρόνια μιλούσαμε και εμείς οι Ελληνες με θαυμασμό για τη δική τους οικονομία και την αυξανόμενη σφαίρα της πολιτικής τους επιρροής. Ας μην αναφερθούμε στη θραύση των τουρκικών σειρών, οι οποίες έπειθαν τους τηλεθεατές ότι υπάρχει ακόμη ένας κώδικας τιμής και ηθικές αρχές που είχαν χαθεί στην ελληνική κοινωνία. Ο μέσος Ελληνας πίστευε επίσης ότι στη χώρα αυτή υπάρχει μια πολιτική ελίτ που στέκεται στο ύψος της, μακριά από τη διαφθορά και οδηγεί τον λαό στην ευημερία, κάτι πολύ αστείο για εμάς που ζούσαμε εδώ. Μέχρι που ήρθαν οι αναταραχές του καλοκαιριού, αλλά και οι αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα της κυβέρνησης Ερντογάν, να αλλάξουν άρδην την επιτυχημένη εικόνα».
Και τώρα; «Το Γκεζί ήρθε ως έκπληξη, αλλά η ένταση είχε αρχίσει να συσσωρεύεται από το 2009. Οι υψηλοί βαθμοί ανάπτυξης και η κατασκευαστική φρενίτιδα άλλαξαν τα πάντα. Η εμπορευματοποίηση επεκτάθηκε ακόμη και σε δημόσια αγαθά όπως το νερό, το αστικό περιβάλλον. Οποιος επιχειρηματίας είχε προσβάσεις σε μεγάλα συμφέροντα και στην κυβέρνηση, θα μπορούσε όχι μόνον να πλουτίσει αλλά και να καταστρατηγήσει κάθε κανόνα. Ο κόσμος των αστικών κέντρων άρχισε να αισθάνεται πως ασφυκτιά από την έλευση μιας νέας τάξης πλουσίων –από την επαρχία, προσκείμενων στους ισλαμιστές– που απέκτησε ξαφνικά τεράστια δύναμη πάνω στην κοινωνία. Προσθέστε και τα νομοθετήματα που αφορούσαν το αλκοόλ, τα δημόσια φιλιά, τις εκτρώσεις, έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Πρόβλεψη για το μέλλον κανείς δεν μπορεί να κάνει, αλλά η αλήθεια είναι ότι η θέση της κυβέρνησης δυσκολεύει συνεχώς. Το μεγαλύτερο μακροπρόθεσμο στοίχημα είναι τι θα γίνει στους κόλπους των ισλαμιστών στη μετά Ερντογάν περίοδο και τι είδους σχήμα θα επικρατήσει σε αυτόν τον πολιτικό χώρο. Από την άλλη, όποια και αν είναι η εξέλιξη, δεν νομίζω ότι η χώρα κινδυνεύει να καταρρεύσει οικονομικά όπως έγινε το 2001».
Πηγή: Η Καθημερινή
Δημοσιεύτηκε στις 09/03/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire