Η Νοτιοαφρικανή συγγραφέας, από τις ισχυρότερες φωνές στον κόσμο εναντίον του Απαρτχάιντ, αλλά και πάντα με κριτική ματιά απέναντι σε κάθε παρέκκλιση από τη Δημοκρατία στην ελεύθερη πια χώρα της, πέθανε στα 90 της.
Της Παρής Σπίνου
Μια ισχυρή λογοτεχνική φωνή ενάντια στο Απαρτχάιντ σίγησε για πάντα. Η βραβευμένη με Νόμπελ Νοτιοαφρικανή συγγραφέας Ναντίν Γκόρντιμερ, στενή φίλη του Νέλσον Μαντέλα και μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) όταν το κόμμα ήταν απαγορευμένο, άφησε την τελευταία της πνοή το απόγευμα της Κυριακής, στο Γιοχάνεσμπουργκ, σε ηλικία 90 ετών. Κοντά της ήταν τα παιδιά της, Χιούγκο και Οριάνε.
Γεννημένη στο Σπρινγκς της Νοτίου Αφρικής, το 1923, κόρη Εβραίων μεταναστών ρωσικής καταγωγής, η Γκόρντιμερ τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1991 για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά της που αντανακλούν το δράμα της ανθρώπινης ζωής σε μια κοινωνία παγιδευμένη για δεκαετίες στην εξουσία της λευκής μειοψηφίας. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας, οι ιστορίες που αφηγείται «με την υπέροχη επική γραφή της έχουν ωφελήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανθρωπότητα». «Αντάρτισσα της φαντασίας» την αποκαλούσε ένας άλλος νομπελίστας, ο Σέιμους Χίνι.
Η αγάπη, το μίσος, η φιλία, οι συναισθηματικές δυσκολίες κάτω από τις πιέσεις του φυλετικού διαχωρισμού και των κοινωνικών ανισοτήτων διατρέχουν το έργο της. «Νοιαζόταν βαθιά για τη Νότια Αφρική, τον πολιτισμό, τους ανθρώπους της και τους αγώνες για την εγκατάσταση της δημοκρατίας», δήλωσε η οικογένειά της. «Ηταν ιδιαίτερα υπερήφανη όχι μόνο για το Νόμπελ, αλλά και επειδή κατέθεσε το 1986 σε μια δίκη, συμβάλλοντας έτσι στο να σωθεί η ζωή 22 μελών του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου που κατηγορούνταν για προδοσία».
Τα βιβλία της απορρέουν από τις εμπειρίες της. Η σύλληψη της καλύτερής της φίλης Μπέτι ντι Τουά το 1960 και η σφαγή του Σάρπβιλ την ώθησαν να ενταχθεί στο κίνημα κατά του Απαρτχάιντ και να αναπτύξει έντονη πολιτική δράση. Πάντα υπήρξε αιχμηρή και ενοχλητική, με αποτέλεσμα τρία από τα βιβλία της να απαγορευτούν. Το πρώτο ήταν «Α world of strangers», η ιστορία ενός απολιτικού Βρετανού που παρασύρεται σε φιλίες με Νοτιοαφρικανούς στο διαχωρισμένο Γιοχάνεσμπουργκ, το 1950. Το «The Late Bourgeois World» απαγορεύτηκε για μια δεκαετία. Το 1979, το επιτυχημένο «Η κόρη του Μπέρτζερ» (Οδυσσέας) αποσύρθηκε από τα ράφια καθώς σκιαγραφεί την προσπάθεια μιας γυναίκας να δημιουργήσει τη δική της ταυτότητα μετά τον θάνατο του πατέρα της στη φυλακή, γεγονός που τον κάνει πολιτικό ήρωα.
Στη συνέχεια, η Γκόρντιμερ δραστηριοποιήθηκε στη μάχη κατά του HIV/AIDS. Το 2000, με δικές της ενέργειες, 20 γνωστοί συγγραφείς πρόσφεραν διηγήματα στη συλλογή «Λέγοντας ιστορίες» (Καστανιώτης) τα έσοδα της οποίας δόθηκαν στην εκστρατεία Τreatment Action Campaign για την παροχή δωρεάν φαρμάκων στους πάσχοντες από AIDS στη Νότια Αφρική. Μαχητική μέχρι το τέλος, δεν δίστασε να επικρίνει τον νέο Αφρικανό πρόεδρο Γιάκομπ Ζούμα εκφράζοντας την αντίθεσή της σε νόμους που περιορίζουν την ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών. «Η επαναφορά της λογοκρισίας είναι αδιανόητη, αν σκεφτούμε ότι άνθρωποι υπέφεραν για να απαλλαγούμε από αυτή», δήλωσε πριν από ένα μήνα στην Guardian.
Η Γκόρντιμερ δεν άφησε το αγαπημένο της σπίτι στο Γιοχάνεσμπουργκ, ακόμα κι όταν ο σύζυγός της Ρ. Κάσιρερ πέθανε το 2001 και παρότι έπεσε θύμα ληστείας και κακοποίησης πέντε χρόνια αργότερα. «Καλά, είναι η σειρά μου να ζήσω τώρα όσα τόσοι άλλοι έζησαν. Εχω αποτύχει σε πολλά πράγματα, αλλά ποτέ δεν φοβήθηκα», ήταν η δήλωσή της.
Λίγα τετράγωνα πιο κάτω ήταν και το σπίτι του Νέλσον Μαντέλα, με τον οποίο συχνά δειπνούσε. Τον θεωρούσε «επιτομή του κουράγιου και της ευφυίας». Η σχέση μαζί του ήταν καθοριστική, από την πρώτη φορά που τον συνάντησε μέσω του δημοσιογράφου Αντονι Σάμπσον και αργότερα στη δίκη του, με τον δικηγόρο του Γιώργο Μπίζο. Κι όταν ο Μαντέλα αποφυλακίστηκε η Γκόρντιμερ ήταν από τους πρώτους που θέλησε να δει.
Η φημισμένη συγγραφέας 15 μυθιστορημάτων και 200 διηγημάτων («Ενας τυχαίος εραστής», «Το όπλο του σπιτιού», «Ο Μπετόβεν ήταν κατά το 1/16 μαύρος», «Ζώντας με την ελπίδα και την ιστορία», «Η ιστορία του γιου μου» κ.ά.), μεγάλωσε σε φιλελεύθερο περιβάλλον. Οταν ήταν 10 ετών η μητέρα της τη σταμάτησε από το σχολείο για ανεξήγητους λόγους και η ίδια βρήκε καταφύγιο στα βιβλία. Ζούσε τις ζωές των άλλων μέσα από τα μυθιστορήματα των αγαπημένων της συγγραφέων όπως οι Ντ. Χ. Λόρενς, Ε.Μ. Φόρστερ, Μ. Προυστ αλλά και ο Θουκυδίδης.
Ενα μήνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είδε την πρώτη της ιστορία να δημοσιεύεται. Κανείς δεν φανταζόταν ότι προερχόταν από ένα 15χρονο κορίτσι. Εκτοτε έγραφε με την ίδια μέθοδο, νωρίς το πρωί, στη γραφομηχανή, χωρίς να κρατάει σημειώσεις. Το πρώτο της βραβείο (W.H. Smith Commonwealth Literary Award) ήρθε το 1961, ενώ βραβεύτηκε με Booker το 1974 για το βιβλίο της «Ο συντηρητής» (Καστανιώτης). Την ίδια εποχή δίδασκε σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Τι την έκανε περήφανη; «Δεν είμαι περήφανη για τίποτα, μελαγχολώ για τα λάθη μου», έλεγε πριν από λίγο καιρό στη Guardian, ενώ ένιωθε ενοχές όταν αδιαφορούσε για τους άλλους. Δεν της άρεσαν τα γηρατειά «παρότι τα σημάδια του χρόνου είναι κάτι τόσο φυσικό όσο οι αλλαγές στην αρχή της ζωής μας». Και στην ερώτηση πώς θα θέλατε να σας θυμούνται απάντησε: «Επιτρέψτε μου να ξεχαστώ».
p.spinou@efsyn.gr
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δημοσιεύτηκε στις 15/07/2014
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire