Του Στέφανου Κωνσταντινίδη*
Κάθε Ιούλη οι πικρές μνήμες επανέρχονται.
Για κάποιους είναι μια «επετειακή» ανάγκη. Για τους πολλούς είναι η πικρή
ανάμνηση όσων έζησαν πριν 40 χρόνια. Για τους νεότερους είναι η μνήμη πως
μεγάλωσαν σε συνθήκες ημικατοχής. Είναι κι αυτοί που προσπαθούν να αναθεωρήσουν
την ιστoρία, να δικαιολογήσουν άμεσα ή έμμεσα την
εισβολή, φορτώνοντας την ευθύνη στο θύμα. Διότι ασφαλώς τα όποια λάθη της
ελληνικής πλευράς δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την εισβολή και προπάντων τη
συνεχιζόμενη κατοχή. Η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν και παραμένει μια ανεξάρτητη
Πολιτεία και κανένας διεθνής νόμος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατοχή των
εδαφών της από τον εισβολέα. Γνωρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι αναθεωρητές πως με
τις πικρές εμπειρίες του παρελθόντος, με όλη την πείρα που συσσωρεύτηκε,
Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν να συμβιώσουν χωρίς κανένα πρόβλημα,
στο πλαίσιο μάλιστα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι δε τραγικό να ακούονται
γενναίες φωνές από Τουρκοκυπρίους που μιλούν για κατοχή και να υπάρχουν
Ελληνοκύπριοι που άμεσα ή έμμεσα να τη δικαιολογούν. Η εφετινή επέτειος βρίσκει
δυστυχώς την Κύπρο σε μια τραγική οικονομική κατάσταση λόγω της χρεοκοπίας του
πολιτικού συστήματος και της αδυναμίας του να διαχειρισστεί την οικονομία του
τόπου.
Οι επέτειοι είναι για να θυμόμαστε βέβαια,
είναι ημέρες μνήμης, αλλά είναι και ημέρες στοχασμού, μελέτης και σχεδιασμού
για το μέλλον. Οι καλοθελητές επαναλαμβάνουν το ίδιο τροπάρι για τις «χαμένες
ευκαιρίες». Επαναλαμβάνουν, όπως το κάνουν συνεχώς εδώ και μισό αιώνα, κάθε
φορά που γίνεται μια προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, πως τάχατες είναι η
«τελευταία ευκαιρία». Μόνον πολιτικά αστοιχείωτοι μπορούν να μιλούν συνεχώς για
«τελευταία ευκαιρία» και πάντα να διαψεύδονται από τα γεγονότα. Όσο ένα
πρόβλημα παραμένει άλυτο πάντα θα αναζητάται
η λύση του. Στην ουσία η θεωρία της τελευταίας ευκαιρίας χρησιμοποιείται ως
πολιτικός εκβιασμός για να υποχρεωθεί ο λαός να αποδεχθεί τα τετελεσμένα της
εισβολής και της κατοχής. Δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί τον εκβιασμό που
ασκήθηκε με το σχέδιο Ανάν και που κατά κόρον επαναλαμβανόταν ότι επρόκειτο για
την τελευταία ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού. Και ώ του θαύματος μας
παρουσιάστηκε ξανά σήμερα, πάλι μια τελευταία ευκαιρία. Και φυσικά αν και αυτή
η προσπάθεια αποτύχει, παρά τους θρήνους και τους κοπετούς, θα παρουσιαστεί και
άλλη ευκαιρία που οι ίδιες ιερεμιάδες θα την παρουσιάσουν ξανά και ξανά και
πάλι ως την τελευταία ευκαιρία. Δεν σημαίνει φυσικά πως δεν πρέπει να αδράξουμε
την όποια ευκαιρία παρουσιαστεί και να καταβάλουμε την αναγκαία προσπάθεια για
την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης.
Ποτέ όμως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο σήμερα
για να επιδιώξει τη λύση εκείνη που θα διασώζει την ίδια και τα ανθρώπινα
δικαιώματα των πολιτών της. Οι Αγγλοαμερικανοί φίλοι της Άγκυρας γνωρίζουν ότι
η Κύπρος με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με τις νέες γεωπολιτικές
ισορροπίες στην περιοχή λόγω των ενεργειακών πόρων, ανέτρεψε εν μέρει τις
ισορροπίες που δημιούργησε η εισβολή και η κατοχή. Γνωρίζουν, όπως το γνωρίζουν
και στην Άγκυρα, πως η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας περνά από τη Λευκωσία.
Το έχουν εκφράσει κατ’επανάληψη όλοι οι σοβαροί πολιτικοί αναλυτές, Τούρκοι,
Αμερικανοί και Άγγλοι. Οποιεσδήποτε και να είναι οι εσωτερικές εξελίξεις στην
Τουρκία, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της με πλήρη ένταξη, ή με ειδική σχέση το
πιθανότερον, δεν πρόκειται να ανακοπεί ποτέ. Αυτός ο προσανατολισμός άρχισε με
τους τελευταίους σουλτάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οριοθετήθηκε αργότερα
από τους Νεοτούρκους και τον Μουσταφά Κεμάλ. Σε αυτό τον προσανατολισμό
προσεχώρησαν και οι ισλαμιστές για τους δικούς τους λόγους. Τα δε συμφέροντα
της Δύσης είναι τέτοια, γεωστρατηγικά, γεωπολιτικά και οικονομικά, που παρά τα
μουρμουρητά που ακούονται σε κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δεν πρόκειται να
αφεθεί εύκολα η Τουρκία να κατρακυλήσει στην όποια διεθνή του ισλαμισμού. Σε
μας εναπόκειται να οριοθετήσουμε τη δική μας πολιτική στη βάση αυτών των
δεδομένων και των νέων ισορροπιών και όχι στην ανιστόρητη πολιτική της
«τελευταία ευκαιρίας». Οι μνήμες του Ιούλη πρέπει να καθοδηγούν τα βήματα μας
στην οργάνωση μιας δημοκρατικής, κοσμικής Πολιτείας, με σεβασμό των δικαιωμάτων
όλων των πολιτών της, όποια και να είναι η καταγωγή τους, η θρησκεία ή η γλώσσα
τους. Με μια κοινή πολιτική ρεπουμπλικανική ευρωπαική ταυτότητα που δεν θα
θέτει υπό διαπραγμάτευση την όποια
εθνική ταυτότητα των πολιτών.
Ο
Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του
Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
* .E-mail m1650@internet.uqam.ca
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire