Μετά τρία έτη (1827) η επανάσταση ανέστειλε την εξυπηρέτηση των δανείων αυτών, με συνέπεια να αποκλειστεί η χώρα από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Έτσι έχουμε την πρώτη πτώχευση της Ελλάδας (1827) πριν ακόμα συγκροτηθεί ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Με την άνοδο στον ελληνικό θρόνο του Όθωνα, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία - Γαλλία - Ρωσία) εγγυήθηκαν και χορηγήθηκε στη χώρα μας δάνειο 60 εκατ. φράγκων. Το δάνειο συνομολογήθηκε και διατέθηκε, ως συνομολογήθηκε, μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και της Βαυαρίας ερήμην της Ελλάδας, την οποία όμως δέσμευε! Το δάνειο, ονομαστικό 64 εκατ. δρχ., εκδόθηκε προς 94% και απέδωσε 57 εκατ., με τα οποία πληρώθηκαν τόκοι, χρεολύσια, εξαγορά μέρους Φθιώτιδας, χρέη, έξοδα κ.λπ., 47,7 εκατ. δρχ., και απέμεινε τελικά από τα αρχικά 64 εκατ. ποσό 9,3 εκατ. που διατέθηκαν για το στρατό. Έτσι, το 1843 η Ελλάδα βρέθηκε να είναι υποχρεωμένη να πληρώνει ετησίως 6 εκατ. δρχ. για εξυπηρέτηση του χρέους της, όταν το σύνολο των τακτικών εσόδων της ήταν 14 εκατ. δρχ.! Η αδυναμία της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος της ήταν η εξαιρετική για τις Μεγάλες Δυνάμεις ευκαιρία για να επιτύχουν άλλους πολιτικούς, στη χώρα μας, στόχους. Άλλωστε, στην υπογραφείσα ως άνω μεταξύ Βαυαρίας και τριών Δυνάμεων συνθήκης που επικυρώνονταν οι όροι της συμφωνίας για την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και στους όρους της χορήγησης του δανείου αναφερόταν (άρθρο 12) ότι «ο Ηγεμών της Ελλάδος και το ελληνικό Κράτος υποχρεούνται να αφιερώσι προ παντός άλλου εξόδου εις την πληρωμήν και του χρεολυσίου του δανείου τας πρώτας εισπράξεις του δημοσίου ταμείου» και τέλος όριζαν ότι «οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των τριών Αυλών θέλουσιν ειδικώς επιφορτισθή να επαγρυπνούν εις την εκτέλεσιν του τελευταίου τούτου όρου» (άρθρο 12). Στον όρο αυτό, που αποτέλεσε «το σπέρμα του θεσμού του διεθνούς ελέγχου», βασίστηκαν καταρχάς οι Μεγάλες Δυνάμεις για να επιτύχουν, επεμβαίνοντας στα εσωτερικά μας, τους πολιτικούς στόχους τους. Υπ’ αυτούς τους όρους η Ελλάδα αναγκάστηκε (1843) για δεύτερη φορά να δηλώσει αδυναμία πληρωμής των εξωτερικών υποχρεώσεών της (δεύτερη πτώχευση) και οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία) να επιτύχουν την επιδιωκόμενη απ’ αυτούς μείωση της εξουσίας του Όθωνα (Επανάσταση 3ης Σεπτεμβρίου). Από τη δεύτερη πτώχευση (1843) μέχρι το συμβιβασμό του 1878, η εξωτερική κεφαλαιαγορά ήταν κλειστή για την Ελλάδα. Η χώρα, που αντιμετώπισε στο διάστημα αυτό και έκτακτες δαπάνες, αναγκάστηκε να περιοριστεί στη μικρή εσωτερική κεφαλαιαγορά της και σε ορισμένες περιπτώσεις για να αποκτήσει επειγόντως ορισμένα κεφάλαια, να προσφεύγει και σε «παντός είδους δημοσιονομικά επινοήματα» με όρους βαρείς παρά τις διδόμενες μεγάλες εγγυήσεις. Με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας (1841) στο δανειοδοτικό κύκλο μπαίνει και η τράπεζα που είχε στενή με το κράτος σχέση. Η σχέση αυτή την καθιστούσε υποχρεωμένη να προσέρχεται τακτικά αρωγός στο ευρισκόμενο σε διαρκή δύσκολη οικονομική κατάσταση κράτος. Με απαρχή τη βοήθειά της προς το κράτος στην περιπέτεια των «παρκερικών» καλύπτουσα –λόγω αδυναμίας του Δημοσίου Ταμείου– με 330 χιλ. δρχ. την αιτούμενη από την αγγλική πρεσβεία αποζημίωση του Πατσίφικο για να λυθεί η πολιορ κία της χώρας από τους Άγγλους (1850) –μία ακόμα πολιτική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων μέσω του οικονομικού προβλήματος–, άνοιξε ο κύκλος της δανειοληπτικής συναλλαγής κράτους - Εθνικής που διαρκώς διευρυνόταν. Μέχρι το 1862, μια κάποια ισορροπία στον προϋ πολογισμό –πάντοτε με σχετικά ελλείμματα και εσωτερικό ως άνω δανεισμό– είχε επιτευχθεί! Όταν εξώσθηκε ο Όθων (1862), το συνολικό εσωτερικό δημόσιο χρέος ήταν 2,5 εκατ. δρχ. με μόνο πιστωτή την Εθνική Τράπεζα. Από τη μεταπολίτευση (1862) οι δαπάνες διευρύνονται –εσωτερικές ανωμαλίες, Κρητική Επανάσταση, ανατολική κρίση κ.λπ.–, η αδυναμία λήψης εξωτερικών δανείων συνεχίζεται, ενώ η συνεχώς αυξανόμενη δανειοδοτική ενίσχυση του προβληματικού Κράτους από την Εθνική εγγίζει τα δυνατά όρια, παρά τους προνομιακούς για την τράπεζα πολλές φορές όρους. Το κράτος για να καλύψει τις πρόσθετες ανάγκες του προστρέχει στην έκδοση εντόκων γραμματίων (1864) και στην αναγκαστική κυκλοφορία (1868) – ανώμαλες παρεμβάσεις στη λειτουργία του τότε νομισματικού συστήματος. Η έξαρση του ανατολικού ζητήματος (1875-1878) και η πρώτη πρωθυπουργική δραστηριότητα του Τρικούπη (1875) έδωσαν νέα διάσταση στην οικονομική δυσπραγία της χώρας. Οι στρατιωτικές προετοιμασίες της χώρας και ο εκσυγχρονισμός του κράτους ήταν οι λόγοι διεύρυνσης των κρατικών δαπανών που η κάλυψή τους με δάνεια δημιουρ γούσε περαιτέρω δαπάνες, μια και μεγάλο μέρος αυ τών κάλυπτε ληξιπρόθεσμες
υπο χρεώσεις που προέρχονταν από την εξυπηρέτηση του συνεχώς αυξανόμενου χρέους. Ο συμβιβασμός και η δανειοληπτική έξαρση
Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω ήταν τα ελλείμματα να είναι συνεχή, με συνέπεια η εξυπηρέτηση του χρέους να υπερβαίνει το 40% των ετησίων εσόδων. Η μόνη λύση ήταν η προσφυγή της χώρας στην εξωτερική αγορά, αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε πρώτα να τακτοποιηθούν οι παλιές προς το εξωτερικό υποχρεώσεις, όρος απαράβατος για τους ξένους. Έτσι η χώρα προσέφυγε στο συμβιβασμό (1878), ο οποίος και άνοιξε τις τοκογλυφικές αγορές του εξωτερικού με πρώτο δάνειο (1879) ονομαστικού κεφαλαίου 60 εκατ. φράγκων, που εκδόθηκε πολύ κάτω από το άρτιο, στο ποσό των 44 εκατ. φράγκων και πραγματικό επιτόκιο 8,18%! Στη συνέχεια, ακολούθησε μέχρι το 1893 η έκδοση άλλων 6 εξωτερικών δανείων κι έτσι το σύνολο των δανείων μετά το συμβιβασμό του 1878 και μέχρι την πτώχευση του 1893 έφτασε το ονομαστικό ποσό των 630 εκατ. χρυσών φράγκων ή πραγματικών 458,6 εκατ. χρυσών φράγκων, με επιτόκια πραγματικά 5,5%-8,18%. Όλα αυτά τα κεφάλαια δημιούργησαν ένα τεράστιο για τη χώρα χρέος, που το 1893 ήταν σε χρυσά φράγκα 585,4 εκατ. και σε δραχμές 168,4 εκατ., ενώ ο μέσος όρος του ελλείμματος την τελευταία πριν από την πτώχευση δεκαετία υπερέβαινε τα 30 εκατ. δρχ. ετησίως που ήταν το 1/3 των τακτικών εσόδων. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η πτώχευση της χώρας είχε ήδη επέλθει από το 1882, όταν τα έσοδα ήταν 68,6 εκατ. δρχ. και τα έξοδα 80,4 εκατ. δρχ., δηλαδή το έλλειμμα ήταν 11,8 εκατ. δρχ.! Τα αντίστοιχα μεγέθη του 1886 ήταν ακόμα πιο απογοητευτικά. Οι στρατιωτικές δαπάνες και η διαχείριση των χρεών είχαν εκτινάξει το σκέλος των δαπανών. Η κυβέρνηση, για να καλύψει τις υψηλές δαπάνες, αύξησε υπερβολικά κυρίως τους έμμεσους φόρους –που κάλυψαν το 50% των εσόδων–, με συνέπεια να δημιουργηθούν οι γνωστές αναμενόμενες σ’ αυτές τις περιπτώσεις επιπτώσεις στην αγορά. Στην περίοδο 1890-1893 άλλαξαν πέντε κυβερνήσεις που προσπάθησαν με διάφορους οικονομικούς αυτοσχεδιασμούς –που ως επί το πλείστον επινοούσαν ή ενεθάρρυναν οι ξένοι και ντόπιοι κερδοσκόποι– να δανειοδοτήσουν την καταρρέουσα οικονομία, ενώ ταυτόχρονα ελήφθησαν μέτρα για αυστηρές περικοπές στις κρατικές δαπάνες – στρατιωτικές δαπάνες, δημόσια έργα και σε όλες τις κρατικές δραστηριότητες. Παράλληλα, ψηφίστηκαν νέοι φόροι και τέλη, καθώς και εκπαιδευτικά τέλη που προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις. Μία νέα προσπάθεια του Τρικούπη για σύναψη δανείου στο εξωτερικό αποκάλυψε συμμετοχή ακόμα και παραγόντων της βασιλικής Αυλής με αθρόα πώληση ελληνικών τίτλων στο Λονδίνο, που είχε ως συνέπεια την κατακόρυφη πτώση των ελληνικών αξιών και τη δημιουργία πανικού στη χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας. Η προσπάθεια άλωσης της Εθνικής
Ένας νέος πρωθυπουργός, ο «γηραιός» πολιτευτής Τριφυλλίας Σ. Σωτηρόπουλος, με νέες αλλά ατυχείς «οικονομολογικές» ιδέες, έρχεται στο προσκήνιο για έξι μήνες (Μάιος - Οκτώβριος 1893). Οι ξένοι και ντόπιοι κερδοσκόποι σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία. Καταρχάς το όνειρό τους για απόκτηση της Εθνικής Τράπεζας (όνειρο που ζωντανεύει σε κάθε οικονομική κρίση της χώρας) εμφανίζει τώρα πολλές πιθανότητες για πραγματοποίησή του. Ο αντιπρόσωπος των ξένων κεφαλαιούχων Ornstein συζητεί εν κρυπτώ με τον Σωτηρόπουλο τους όρους «ανασύστασης» της Εθνικής στα πλαίσια της αντιμετώπισης του όλου οικονομικού προβλήματος της χώρας. Η αρχή έγινε με ένα γενικό και αόριστο σχέδιο που περιλάμβανε διάφορες οργανωτικές ρυθμίσεις, με τελικό στόχο τη διοίκηση της τράπεζας από τους ξένους ομολογιούχους και τον έλεγχο από αυτούς των κρατικών προσόδων μέσω μονοπωλίου ορισμένων προϊόντων. Περαιτέρω, η κυβέρνηση υποχρεούνταν να μην επιφέρει καμία τροπολογία στο φορολογικό σύστημα και στον τρόπο είσπραξης χωρίς προηγούμενη… συγκατάθεση της διοικούμενης ουσία από τους ξένους κεφαλαιούχους Εθνικής Τράπεζας (!) κ.λπ., κ.λπ. Και η απάντηση του πρωθυπουργού στις κατάπτυστες αυτές προτάσεις ήταν ευχαριστίες, γιατί αυτές –όπως έγραφε– «συνοψίζουν πιστώς τας προθέσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως περί της λήψεως μέτρων προς ανόρθωσιν της οικονομικής καταστάσεως της Ελλάδος…». Όταν η κυβέρνηση Σωτηροπούλου «έπεσε» και επανήλθε στην εξουσία ο Τρικούπης, οι μεσολαβητές κερδοσκόποι, για να πείσουν το νέο πρωθυπουργό, γενίκευσαν τους όρους και παρουσίασαν ένα νέο σχέδιο «εξόχως αόριστον». Με βάση πάντοτε την ιδιοκτησία της Εθνικής, προτείνουν τη δημιουργία μίας νέας τράπεζας, την «Ελληνική Τράπεζα», η οποία θα απορροφούσε τις κύριες δραστηριότητες της Εθνικής και θα αναλάμβανε την αναμόρφωση των οικονομικών του κράτους ως κύριος άξονας της οικονομικής ζωής του κράτους. Η παλαιά Εθνική θα λειτουργούσε πλέον ως Εθνική υποθηκευτική Τράπεζα της Ελλάδος κ.λπ. Με αποκαλυφθείσες τις προθέσεις τους και πρωθυπουργό τον Τρικούπη, η Εθνική διασώθηκε… Αλλά η μεγάλη ιδέα του Σωτηρόπουλου, που ήταν και η μοιραία για τη θέση του, ήταν αυτή της έκδοσης του περίφημου δανείου της «κεφαλαιοποίησης» (funding) 100 εκατ. δρχ., με όρους βαρείς. Με το προϊόν του που θα εισπράττονταν έναντι προσωρινών αποδείξεων –των Σκριπ–, θα καλύπτονταν καθυστερημένοι τόκοι παλαιών δανείων. Μόλις εκδόθηκε το δάνειο, η τιμή του κατέρρευσε στο 40%, με συνέπεια η έκδοσή του να αποτύχει. Οι όροι του δανείου θεωρήθηκαν από τις τότε «αγορές» ως προοίμιο πτώχευσης της χώρας. «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»
Στις 30 Οκτωβρίου 1893 ορκίζεται για τελευταία φορά η κυβέρνηση Τρικούπη. Ο Τρικούπης, μέσα σε ένα εχθρικό κλίμα από Αυλή και αντιπολίτευση και βέβαιος μετά την αποτυχία της τελευταίας ως άνω προσπάθειας να λάβει από το εξωτερικό δάνειο, ήταν αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει οριστικά την κατάσταση. Καταρχάς ακύρωσε, όπως είχε προεκλογικά υποσχεθεί, το δάνειο «κεφαλαιοποίησης» που είχε κλονίσει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της χώρας και παράλληλα κατέθεσε νομοσχέδιο στη Βουλή με το οποίο επιτρεπόταν στην κυβέρνηση να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους ομολογιούχους για τη μεταρρύθμιση της υπηρεσίας όλων των σε χρυσό δανείων – από το 1881 έως το 1890. Ο νόμος ψηφίστηκε στις 10/12/1893 και με αυτόν ουσιαστικά η κυβέρνηση κήρυξε την Ελλάδα σε πτώχευση, διακηρύσσοντας ο Τρικούπης στη Βουλή την περίφημο φράση «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», φράση που αμφισβητείται από πολλούς ότι ελέχθη. Με τον ως άνω νόμο καθορίστηκε ότι μέχρι τον οριστικό διακανονισμό: 1) ο τόκος των εν λόγω δανείων περιορίζεται στο 30%· 2) αναστέλλεται η πληρωμή των χρεολυσίων και 3) εισάγονται πλέον στο Δημόσιο Ταμείο οι εισπράξεις των υπεγγείων προσόδων. Τα εσωτερικά δάνεια σε δραχμές αφήνονταν άθικτα. Η πτώχευση ήταν αναπόφευκτη για την Ελλάδα, αλλά η πολιτική διαχείριση του χρέους, ιδία στο τελευταίο στάδιο, ήταν τελείως λανθασμένη. Σύμβουλοι και φίλοι του Τρικούπη προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, χωρίς δυστυχώς να το κατορθώσουν. Οι σχετικές με τις άνω αποφάσεις προτάσεις του Τρικούπη προς τους δανειστές του εξωτερικού δεν ήταν αρεστές σ’ αυτούς. Η περιπέτεια της επιβολής στη χώρας μας των απόψεων των δανειστών μας μέσω της δυναμικής παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων διήρκεσε τέσσερα χρόνια, μέσα στα οποία η χώρα, με εναλλασσόμενες πέντε κυβερνήσεις, έδωσε απέλπιδα αγώνα για να αμβλύνει τουλάχιστον τα θίγοντα την εθνική μας αξιοπρέπεια μέτρα. Τελικά, με έναν πόλεμο (1897) επετεύχθησαν οι στόχοι των δανειστών, σημαδεύοντας με τραγικό τρόπο την τρίτη πτώχευση της χώρας. Συμπεράσματα και διδάγματα
Μέσα απ’ αυτή τη μεγάλη περιπέτεια ανακύπτει σειρά ερωτημάτων για τα γενεσιουργά αίτια της κρίσης και τα ατελή μέτρα αντιμετώπισής της. Καταρχάς, οι ατελείς οικονομικές δομές του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, ακόμα και οι βασικοί μηχανισμοί αυτών, ήταν αδύνατον να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της τότε επιχειρηματικής Ευρώπης. Αλλά και η πολιτική και οικονομική ηγεσία της μικρής Ελλάδας –άπειρη ακόμα και άσχετη με τους πολιτικούς χειρισμούς των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, και ιδία τους επιχειρηματικούς συνδυασμούς του ευρωπαϊκού τραπεζικού κεφαλαίου– ταχέως εγκλωβίστηκε στο αδυσώπητο πλέγμα της κερδοσκοπικής Ευρώπης. Τα εξωτερικά δάνεια, όσα έφταναν στα ταμεία του Δημοσίου μετά την καταλήστευση των ενδιάμεσων φορέων, κάλυπταν κυρίως ληξιπρόθεσμα χρέη και ελλείμματα και δευτερευόντως στρατιωτικές ανάγκες. Χαρακτηριστική εικόνα διάθεσης των εξωτερικών δανείων, συνολικού ονομαστικού κεφαλαίου 770 εκατ. χρυσών φράγκων της περιόδου 1821-1893, δίνει ο καθηγητής Α. Αγγελόπουλος, σημειώνοντας ότι το 70% διατέθηκε για να καλύψει έξοδα έκδοσής τους, καθυστερημένα δάνεια και ελλείμματα, το 24% για στρατιωτικές δαπάνες και εθνικούς σκοπούς και μόνο το 6% για να καλύψει παραγωγικούς σκοπούς. Για τα μεγάλα έργα που είχε αρχίσει να κατασκευάζει ο Τρικούπης ήταν αρκετές οι προκαταβολές και τα δάνεια του εσωτερικού. Όλα αυτά τα δάνεια, με τους όρους έκδοσής τους και την απρογραμμάτιστη διάθεσή τους, δημιούργησαν μία γενική αναστάτωση στη δημοσιονομική μας τάξη, την οποία η αναχρονιστική μας λογιστική δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει. Η αντιπολίτευση, αντλώντας επιχειρήματα από αυτή την αταξία, τα χρησιμοποιούσε εναντίον της συμπολίτευσης μέχρις ότου ανερχόμενη στην εξουσία ακολουθούσε κι αυτή την ίδια πολιτική και δεχόταν την ίδια αντιπολιτευτική επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούσε και η ίδια ως αντιπολίτευση! Ο λαός, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας που διαμορφώνονταν υπό τις ανωτέρω δυσμενείς κεφαλαιοδοτικές συνθήκες, αλλά και τις κατά καιρούς κρίσεις της ζωτικής για τη χώρα μας γεωργικής παραγωγής –σταφιδική κρίση–, έφτανε πολλές φορές σε βίαιες εκδηλώσεις οι οποίες κι αυτές με τη σειρά τους επέτειναν τη δύσκολη κατάσταση της χώρας. Αλλά δεν έχανε την αισιοδοξία του. Παράδειγμα, η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα μέσα στην ταραχώδη τετραετία της πτώχευσης (1896), με δαπάνες που καλύφθηκαν από εράνους και χορηγίες δωρητών (κυρίως του Αβέρωφ). Όλα αυτά δημιουργούσαν κατάσταση πρόσφορη στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για να επιτύχουν τους στόχους τους που βρίσκονταν στο γεωπολιτικό χώρο της Ελλάδας. Με πολιτικές ίντριγκες, ακόμα και πολεμικές κινήσεις, πετύχαιναν πάντοτε τους σκοπούς τους. Αυτές τις δυνατότητες χρησιμοποίησαν και το 1893 και πέτυχαν, κατόπιν τετραετούς ταλαιπωρίας του ελληνικού λαού, τους στόχους τους. Την ανάκτηση από τους ομολογιούχους δανειστές μας των κεφαλαίων τους και την προσαρμογή της χώρας μας στους κεφαλαιοδοτικούς κανόνες της τότε Ευρώπης. |
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire