ΕΚ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΣ
Κύπριοι στο Μπιζάνι
Του Πέτρου Παπαπολυβίου*
ΤΙΜΗΘΗΚΕτην περασμένη Δευτέρα η 98η επέτειος της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913). Στην πολύμηνη πολιορκία του Μπιζανίου πολέμησαν και δεκάδες Κύπριοι εθελοντές, με πιο γνωστό τον Χριστόδουλο Σώζο. Σήμερα θα σταθούμε σε αφηγήσεις «ανωνύμων» Κυπρίων, που γνώρισαν την αγριότητα των μαχών του Μπιζανίου και αξιώθηκαν να ζήσουν την αγαλλίαση των απελευθερωθέντων Ηπειρωτών. Θεωρούμε ότι αποτυπώνουν τα αισθήματα των εκατοντάδων Κυπρίων, που έσπευσαν το 1912-1913, χωρίς νομική υποχρέωση και οικονομικό κίνητρο, να πολεμήσουν, υπόδουλοι και αυτοί, για την ελευθερία. Σήμερα, κάποιοι «έξυπνοι» θα τους αποκαλούσαν «Ελληνόφωνους»... Το πρώτο απόσπασμα είναι από το πολεμικό Ημερολόγιο του Δεκεμβρίου 1912, του λεμεσιανού Μιχαλάκη Γεωργιάδη (Νουξ), που έχουμε δημοσιεύσει το 1999. Ο Γεωργιάδης απεβίωσε νέος, το 1925, εξαιτίας των κακουχιών που πέρασε στα ηπειρωτικά βουνά το 1912-1913: «Η βροχή ήρχισε πάλιν να πίπτη ραγδαιοτάτη. Δεν μπορούσα να υποφέρω το ψύχος γιατί ως είπα δεν είχα σκέπασμα. Επήγα εις τον λοχαγόν μου και του παρεπονέθηκα ότι δεν έχω κουβέρτα και αντίσκηνο, και αφού με επέπληξε διότι το έχασα [στην έφοδο], διέταξε και μου έδωσαν δύο τσουβάλια της κουραμάνας. (...) Από τα πόδια μου έτρεχεν αίμα διότι με είχον πληγώσει τα άρβυλα, αλλά τι μπορούσα να κάμω. Έπρεπε να ακολουθήσω τον λόχον μου». Ανάλογες ήταν και οι περιπέτειες του Αντώνη Χ. Ιωσηφάκη, από τη Μέσα Γειτονιά. Η μονάδα του, εξαιτίας των ταλαιπωριών που αντιμετώπισε στο Μπιζάνι, ονομάστηκε «ξυπόλητο τάγμα». Γράφει ο Ιωσηφάκης στο Ημερολόγιό του (το δημοσιεύσαμε το 1999): «Εκαθήσαμεν εις το Παλαιοχώρι 5 ημέρας τας οποίας επεράσαμεν με 150 δράμια κουραμάνης, εφάγαμεν δε βαλανίδια. Αναχωρήσαμεν το απόγευμα διά Πράμαντα και αφού επεράσαμεν το ποταμόν Άραχθον και βουνά δύσβατα και όλον δένδρα εφθάσαμεν εις τα Πράμαντα εις τας 9 το βράδυ. Και αφού το βράδυ εφάγαμεν ολίγην ποπότα αλλά τας άλλας ημέρας πάλιν πεινασμένοι. (...) Την επομένην αναχωρήσαμεν διά Καλέντζι και αφού επεράσαμεν τον ποταμόν Άραχθον και το βουνό της Πλάκας, 2550 μέτρα το οποίον είναι όρθιον και εις το οποίον εκάμαμεν εις αυτό διά να το ανεβούμεν 8 ώρας, εφθάσαμεν εις τας 5 το απόγευμα. (...) Τα Χριστούγεννα τας τρεις ημέρας μας έδωσαν 1/4 κουραμάνα και 30 δράμια κρέας βραστό, την Πρωτοχρονιά πεινασμένοι δύο ημέρες, τα Θεοφάνεια το ίδιον».
Τέλος, ο Ευστάθιος Χατζηδημητρίου, από την Πυργά Αμμοχώστου, εθελοντής στον ελληνικό στρατό από το 1912 ώς το 1922, γράφει στις ανέκδοτες αναμνήσεις του: «Επήραμεν τες Αετοράχες. Μια φάλαγγα προς το Πιζάνι και μια άλλη προς τον Δρίσκο. Όταν πλησιάσαμεν τα φρούρια είχαν κανόνια βαριά, μας ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουμε νύκτα, πανικός, σκοτάδι, πολύς στρατός έφυγεν προς τα Πεστά. (...) Έτυχεν να είμαι και εγώ εις την διμοιρίαν, με πολλούς κόπους εκατόρθωσεν να συγκρατήσει περί τους 30 στρατιώτας και ήταν μια μάντρα. Το ένα μέρος το πήραν οι Τούρκοι, το άλλον το κρατήσαμεν ημείς και εκεί καλά οχυρωμένοι εκρατήσαμεν την γραμμήν όλον το βράδυ, πυρά δεν σταματήσαμεν ούτε λεπτόν, τους κρατήσαμεν. (...) Μέχρι 20 Φεβρουαρίου όπου έγινεν η επιθεσις και τους κατατροπώσαμε από το Πιζάνι και Καστρίτσα και την 21η Φεβρουαρίου εμπήκαμεν εις τα Ιωάννινα».
• Ο Π.Παπαπολυβίου είναι αναπλ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire