Οι θύρες και η χρεία
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
Χωρίς να ακολουθήσω τον στοχασμό του, συνεχίζοντας όσα εξέθεσα παραπάνω, μπορώ να αντιληφθώ γιατί η πυρίκαυστη ζώνη της Μνήμης, μια εγκαυστική της ιστορίας πάνω στο πετσί των ποιητών μπορεί να διαπεράσει τα φίλτρα της Λήθης και αντλώντας ύδωρ αρτεσιανό από τα φρεάτια του παρελθόντος να συλλάβει τους βηματισμούς του ιστορικού χρόνου και να κάνει το άλμα προς το μέλλον. Και τότε το ποίημα να καταυγάσει το ενιαίο τοπίο παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος. Ετσι μόνο το παρελθόν θα γίνει μέλλον και το μέλλον προσεχές παρελθόν.
Αλλά ποιος ακούει τους ποιητές, θα πείτε. Και για να ξεκινήσει κανείς από το μέγα παρελθόν του μέλλοντός μας, τον Αισχύλο, ποιος αντελήφθη γιατί και για ποιο σκοπό έγραψε τους «Πέρσες» του. Ηθελε, τάχα, να συνετίσει ή να δημιουργήσει ενοχές στους ηττημένους μακρινούς Πέρσες; Πότε οι Πέρσες (ηγέτες και λαός) έμαθαν αν παίχτηκε στη μακρινή Αθήνα η τραγωδία «Πέρσες». Για τους νικητές μιλούσε ο ποιητής και μέσω της τραυματικής μνήμης (υπήρξε ναυμάχος στη Σαλαμίνα) ήθελε να τους μιλήσει για την αλαζονεία της εξουσίας, την τύφλα των αρχόντων και την αφέλεια των εκστασιαζόμενων μαζών.
Ο πρόλογος αυτός είναι γιατί θέλω σήμερα, ημέρα που θα έπρεπε να είναι Μνήμης γίνεται συχνά Ανάμνηση και συχνότερα αρνητικό φωτογραφίας. Ποιος ακούει τους ποιητές;
Ο Διονύσιος Σολωμός μέσα στην πυρωμένη περίοδο που η Επανάσταση, όπως οι ήρωες του Σεφέρη, προχωρεί στα σκοτεινά, σε στίχους του «Υμνου για την Ελευθερίαν» καταθέτει δύο τετράστιχα με τραγικό δραματικό περιεχόμενο. Εικόνα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος .
«Με τα ρούχα αιματωμένα/ ξέρω ότι έβγαινες κρυφά/ να γυρεύεις εις τα ξένα/ άλλα χέρια δυνατά./ Μοναχή το δρόμο επήρες/ εξανάλθες μοναχή/ δεν είν΄ εύκολες οι θύρες/ εάν η χρεία τες κουρταλεί».
Επαληθεύεται σε αυτούς τους συνταρακτικούς στη διαπιστευτική τους δύναμη στίχους η υπόθεση που διατύπωσα; Η αιμάσσουσα τότε πατρίδα και η Ελευθερία που εκαρτερούσε χτυπώντας τα χέρια της από την απελπισιά φιλελεύθερη λαλιά, αναζητεί τη σωτηρία, την αρωγή, τη συμπαράσταση και την ηθική και υλική βοήθεια σε ξένα κέντρα εξουσίας, από σιδηρές ηγεσίες και δυνατούς, θεσμικά και οικονομικά, λαούς. Ο Σολωμός χρησιμοποιεί τη σημαδιακή λέξη: «γυρεύω» απ΄ όπου γύρος, γυρολόγος. Η πατρίδα και η Ελευθερία πήραν τους δρόμους ζητιανεύοντας, εκλιπαρώντας, απλώνοντας χέρι ζήτουλα. Σαν τον Δικαιόπολι του Αριστοφάνη φόρεσαν τα κουρέλια του Τήλεφου και κλαψουρίζοντας προσπαθούν να συγκινήσουν τα αισθήματα των μαζών είτε Αχαρνείς είναι αυτοί είτε Ευρωπαίοι της Ιεράς Συμμαχίας είτε Ευρωπαϊκή Ενωση. Και οι πόρτες δεν άνοιγαν στον Ζητιάνο. Ερημος και μόνος περιφερόταν στα τρίστρατα των εξουσιών, των οικονομικών συμφερόντων. Ναι, κάποιες φιλάνθρωπες, φιλελληνικές πορτούλες άνοιξαν και ακούστηκαν και συγκινητικά λόγια παρηγοριάς και θαυμασμού για τα παλαιά μεγαλεία. Ο Σολωμός είναι καθέτως ωμός, οι θύρες δεν ανοίγουν εύκολα όταν τις κρούει η ανάγκη, η φτώχεια, η ζητιανιά, η πενία. Και τότε και τώρα. Δεν είναι εύκολες. Αρα δύσκολες, βάζουν όρους, βαρείς, συχνά απάνθρωπους, ταπεινώνουν συνειδήσεις, απαξιώνουν λαούς, όχι λίγες φορές οι θύρες εκτοξεύουν ειρωνείες και όταν δίνουν τον οβολό τους μαζί προσφέρουν και αγχόνη, σκοινί και σαπούνι. Αυτή την ερημιά, μια περιφερόμενη ρακένδυτη φιγούρα, μια ταπεινωμένη Ελευθερία, μια πατρίδα ξευτίλα με το χέρι απλωμένο γυρεύοντας και επαιτώντας και ικετεύοντας δεν την αντέχει κανείς. Πόσες φορές από την Επανάσταση έως μόλις εχθές η πατρίδα διά των αρχόντων της, που συνήθως είναι και οι αίτιοι των συμφορών της, δεν πήρε τους δρόμους της επαιτείας, δεν έκρουσε ως ζήτουλας τις θύρες των ξένων ηγεμόνων, δεν εκλιπάρησε τον οίκτο και την ευσπλαχνία των ξένων λαών και πόσες φορές οι δύσκολες θύρες άνοιξαν, χρηματοκιβώτια, διεθνή οικονομικά τραστ αποδέσμευσαν δάνεια με όρους δυσβάσταχτους, όταν διαπίστωναν πως οι ζητιάνοι θα αποδεχτούν κάθε δεσμό, αφού βρίσκονται σε έσχατη ανάγκη στο χείλος της πτώχευσης και του αφανισμού.
Ποιος ακούει τους ποιητές κι όταν ωμά προειδοποιούν. Μοναχοί πήραμε τους δρόμους και μοναχοί επιστρέψαμε μέσα στους αιώνες κρούοντας, κουρταλώντας τις θύρες των Περσών και δανειζόμενοι δαρεικούς, τις θύρες των Ρωμαίων, των Ευρωπαίων, των Αμερικανών, των Κινέζων και τώρα τώρα των Εμίρηδων. Και οι θύρες αυτές εύκολες δεν είναι, στόματα αδηφάγα είναι, θηριώδη και ανελέητα. Τρέφονται με σάρκες ανθρώπων και πίνουν το αίμα και το δάκρυ λαών.
Ρομαντικές ρητορείες, θα πείτε. Ο Σολωμός με παρέσυρε που μέσα στον θυμό του που ο λαός του δεν θεωρούσε Εθνικόν ό,τι είναι αληθές αλλά το αντίθετο, παρ΄ όλα αυτά με το σπλάχνος που πάντα διαθέτουν οι ποιητές για τους παραστρατημένους αναφωνούσε: «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε/ πάντοτ΄ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε»!
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire