

Ο στόχος της κυβέρνησης για την άντληση 50 δισ. ευρώ σε ορίζοντα πενταετίας μέσω αποκρατικοποιήσεων έχει ανοίξει τη συζήτηση για το μοντέλο με βάση το οποίο θα προχωρήσει η διαδικασία. Στα συρτάρια του πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου και του υπουργού Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου βρίσκονται ήδη προτάσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μία από αυτές βασίζεται στο μοντέλο που επελέγη και εφαρμόστηκε για την αποκρατικοποίηση της οικονομίας της Ανατολικής Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η μετάβαση στο καπιταλιστικό σύστημα ήταν το μεγάλο εγχείρημα, έπειτα από τη νομισματική ενοποίηση της Ομοσπονδιακής και της Λαϊκής Δημοκρατίας, η οποία ολοκληρώθηκε περίπου εν μια νυκτί. Το έργο της μετάβασης ανέλαβε μια εταιρεία συμμετοχών, υπό τον έλεγχο της γερμανικής κυβέρνησης και τη στενή εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Το όνομά της:Τreuhandanstalt.
Ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1990 και αμέσως επικράτησε η συντομότερη επωνυμία Τreuhand, που σε ελεύθερη μετάφραση παρέπεμπε στην εμπιστοσύνη, στη διαφάνεια και στην αξιοπιστία. Αποστολή της ήταν η εξυγίανση και η ιδιωτικοποίηση περίπου 12.000 ανατολικογερμανικών εταιρειών, ενώ υπό τον έλεγχό της βρέθηκαν συνολικές εκτάσεις της τάξεως των 20,4 εκατομμυρίων στρεμμάτων προς αξιοποίηση.
Η ιστορία της εταιρίας που ανέλαβε τη μετάβαση από τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό
Πρώτος πρόεδρος της Τreuhandanstalt ήταν ουσιαστικά ο Ντέτλεφ Κάρστεν Ροβέντερ, πρώην επικεφαλής της επιχείρησης κατασκευής πολυτελών ειδών υγιεινής και πισίνων Ηoesch. Η αρχική του εκτίμηση: «Το μαγαζί (σ.σ.: η δημόσια περιουσία της Ανατολικής Γερμανίας) αξίζει περίπου 600 δισ. μάρκα». Ητοι περί τα 300 δισ. ευρώ. Οι ιδιωτικοποιήσεις ξεκίνησαν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και συνοπτικές διαδικασίες: από τον Οκτώβριο του 1990 ως τον Σεπτέμβριο του 1991 είχαν πουληθεί περίπου 3.800 ανατολικογερμανικές εταιρείες, με βασικό όρο να μην περιέρχονται στον έλεγχο πρώην αξιωματούχων της Λαϊκής Δημοκρατίας ή ξένων επενδυτών- με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Ωστόσο η πορεία ανακόπηκε προς στιγμήν από το σοκ του θανάτου του Ροβέντερ, ο οποίος δολοφονήθηκε την 1η Απριλίου του 1991 από τη RΑF. Διάδοχός του ήταν η κυρία Μπίργκιτ Μπρόιελ, η οποία παρέμεινε στο τιμόνι της εταιρείας ως τη διάλυσή της στο τέλος του 1994. Ηταν παλαιό στέλεχος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, με σπουδές στην Οξφόρδη και στη Γενεύη, και φημολογούνταν ότι αναφερόταν απευθείας στον καγκελάριο Κολ. Την περίοδο που ανέλαβε επικεφαλής της Τreuhand δήλωνε σε αμερικανικά έντυπα: «Σύνθημά μας είναι:ιδιωτικοποιήστε όσο το δυνατόν περισσότερα, όσο γίνεται συντομότερα». Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της πριν από δύο χρόνια στο περιοδικό «Stern» η κυρία Μπρόιελ παραδεχόταν: «Φυσικά κάναμε και λάθη,και μετανιώνω για κάθε ένα από αυτά».
Αποβιομηχάνιση
Σε αυτό το κλίμα, η Τreuhand «κατόρθωσε» σε διάστημα τριών ετών να πουλήσει τα εργοστάσια της Τrabant στη Volkswagen, αντί περίπου 140 εκατ. μάρκων (70 εκατ. ευρώ), με μια δέσμευση για επενδύσεις 3,6 δισ. μάρκων. Στις «επιτυχίες» της συγκαταλέγεται επίσης η ανάληψη του εργοστασίου της Wartburg από την Οpel, η οποία θα επένδυε περίπου 800 εκατ. μάρκα.
Στις καταστροφικές επιδόσεις της την ίδια στιγμή συγκαταλέγουν σήμερα πολλοί Ανατολικογερμανοί τη σταδιακή απαξίωση του εργοστασίου τής Carl Ζeiss, μιας εταιρείας που παρήγε ευρεία γκάμα προϊόντων, από φακούς και οπτικό εξοπλισμό ως τεχνολογία αιχμής για τα σοβιετικά διαστημόπλοια και κυκλώματα υπολογιστών. Τηρουμένων των αναλογιών ήταν η Siemens της Ανατολικής Γερμανίας· απασχολούσε περίπου 30.000 εργαζομένους και πουλήθηκε αντί 3,6 εκατ. μάρκων. Το 2010 στην επιχείρηση απασχολούνταν περίπου 3.000 εργαζόμενοι, με κύριο αντικείμενο παραγωγής τον οπτικό εξοπλισμό.
Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της κριτικής που ασκείται στην Τreuhand για τη διαδικασία αποβιομηχάνισης της Ανατολικής Γερμανίας, όπου τα στοιχεία εξακολουθούν να φανερώνουν την υστέρηση έναντι της πρώην Δυτικής Γερμανίας: το ποσοστό ανεργίας το 2010 ήταν 14% (έναντι 7% στη Δύση), ενώ το μέσο εισόδημα είναι κατά 30% χαμηλότερο απ΄ ό,τι στη Δυτική Γερμανία (21.000 ευρώ έναντι 31.000),
Ο απολογισμός
Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούσαν τη δραστηριότητα της Τreuhand ήταν η διά νόμου απαλλαγή όλων των υπευθύνων για τη διοίκησή της από κάθε είδους ευθύνη για τις αποφάσεις που έκριναν την αποκρατικοποίηση, τη μετοχοποίηση και το κλείσιμο επιχειρήσεων. Με ετήσιο προϋπολογισμό της τάξεως των 20 δισ. ευρώ από την έναρξη της λειτουργίας της, έφθασε σε έναν τελικό απολογισμό στις 31 Δεκεμβρίου 1994.
Από την αρχική αποτίμηση του Ροβέντερ των 600 δισ. μάρκων (300 δισ. ευρώ), είχαν εισπραχθεί από ιδιωτικοποιήσεις περί τα 60 δισ. μάρκα, ενώ οι ζημιές και τα χρέη της ανέρχονταν- κατ΄ εκτίμηση, καθώς δεν υπήρξαν ακριβή στοιχεία- σε περισσότερα από 200 δισ. μάρκα. Πούλησε περί τις 8.000 επιχειρήσεις και έκλεισε περίπου 3.700.
Ο Κλάους Σρέντερ, επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου για την πρώην Ανατολική Γερμανία, μιλάει για την Τreuhand και τις πιθανότητες επιτυχίας ενός παρόμοιου εγχειρήματος στην Ελλάδα.
- Κύριε καθηγητά, επιτεύχθηκε ο σκοπός της Τreuhand;
«Η Τreuhandanstalt έπρεπε να εξυγιάνει και να ιδιωτικοποιήσει τη “λαϊκή περιουσία”, δηλαδή την κρατική ιδιοκτησία της ΛΔΓ. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε επιτύχει τον στόχο της. Ωστόσο η κακή κατάσταση των επιχειρήσεων (παλαιά τεχνολογία, ελλιπείς γνώσεις μάρκετινγκ) προκάλεσε χαμηλό αγοραστικό ενδιαφέρον. Συνέπεια ήταν να καταγράψει η Τreuhandanstalt ζημιές της τάξεως των 100 δισ. ευρώ και να απομείνει μόνο το 60% των θέσεων εργασίας».
- Ωφελήθηκε εν τέλει η οικονομία της Ανατολικής Γερμανίας;
«Η ιδιωτικοποίηση μέσω της Τreuhand δημιούργησε τις βάσεις για ένα μοντέρνο σύστημα ελεύθερης οικονομίας, το οποίο ωστόσο είχε απόλυτη εξάρτηση από τη Δύση. Από το 1990 ως σήμερα οι εισροές από τη Δυτική Γερμανία φθάνουν τα 1,6 τρισ. ευρώ. Εισοδηματικά υπάρχει μια σύγκλιση, οι μεγάλες διαφορές εντοπίζονται, λόγω του παρελθόντος, στη διανομή της περιουσίας. Η κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία είναι συνεπώς πολύ καλύτερη απ΄ ό,τι πριν από την επανένωση. Ωστόσο δεν είναι τόσο καλή όσο στη Δύση».
- Φιλοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης είναι να εισπράξει εντός πενταετίας 50 δισ. ευρώ από τις αποκρατικοποιήσεις. Το θεωρείτε εφικτό και πόσο ενδεδειγμένο θα ήταν ένα μοντέλο τύπου Τreuhand;
«Δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει με βεβαιότητα αν θα εισπραχθούν τέτοια ποσά. Εξαρτάται από το αν υπάρχουν πολλοί ενδιαφερόμενοι αγοραστές. Θα είχε πάντως νόημα να δημιουργήσει η ελληνική κυβέρνηση μια εταιρεία παρόμοια με την Τreuhand, γιατί- όπως συνέβη και στη Γερμανία- η δυσφορία του κόσμου σε περίπτωση αποτυχίας θα στραφεί κατά της εταιρείας και όχι κατά της κυβέρνησης. Ενα είδος ελληνικής Τreuhand θα απορροφούσε λοιπόν ενδεχόμενους κραδασμούς».
- Υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες για ένα τόσο μεγάλο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων υπό αυτές τις συνθήκες;
«Η κυβέρνησή σας θα μπορούσε να αναθέσει το πρόγραμμα στο υπουργείο Οικονομίας ή Οικονομικών. Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να υπάρξει προτίμηση σε συγκεκριμένες πολιτικές ή κοινωνικές “πελατείες”. Γι΄ αυτό νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερη μια ελληνική Τreuhand, όπου όσο το δυνατόν ανεξάρτητοι ειδικοί θα αναλάβουν το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων».
Ο δρ Κλάους Σρέντερ είναι καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος «Κράτος υπό το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ενότητας της Γερμανίας». Το τελευταίο βιβλίο του έχει τίτλο (σε ελεύθερη μετάφραση) «Νέα Γερμανία. Η άνιση ανάπτυξη του ενιαίου κράτους».
Πηγή: Το Βήμα
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire