Του Πετρου Παπακωνσταντινου
Ηλικιακά και κοινωνικά, ταιριάζει γάντι με το προφίλ του μέσου «Αγανακτισμένου» – αν υπάρχει κάτι τέτοιο: τριαντάρης, με κάμποσα πτυχία και περισσότερα ταλέντα, σε έναν επαγγελματικό κλάδο με πολλή αδικία και ανασφάλεια. Ωστόσο, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα σ’ αυτό το ανήσυχο πλήθος που κατακλύζει κάθε βράδυ την πλατεία Συντάγματος. Το ισοπεδωτικό «κλέφτες», το χουλιγκανικό «να καεί, να καεί...», η φυγάδευση των βουλευτών στις ατραπούς του Εθνικού Κήπου και αυτή η κατάχρηση της ελληνικής σημαίας τού μυρίζουν εθνικιστικό λαϊκισμό. Φοβάται ότι αντιδραστικές δυνάμεις θα καπελώσουν αυτό το κίνημα, αν δεν έχουν αρχίσει να το πετυχαίνουν κιόλας.
Με δύο δεκαετίες παραπάνω στους ώμους του, ο συνάδελφος και συνομιλητής του δεν συμφωνεί, αλλά νιώθει μια ευαίσθητη χορδή να τεντώνεται μέσα του. Μαθητής στα χρόνια της χούντας, σιχάθηκε το εμπόριο εθνικοφροσύνης, το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και τα τσάμικα του Παττακού στο ΕΑΤ–ΕΣΑ. Τα πρώτα του ερεθίσματα έρχονταν απ’ έξω – από την «Ντόιτσε Βέλε» και τη «Φωνή της Αλήθειας», από τα διαβάσματα του Life και τα ροκ ακούσματα στην Ελληνοαμερικανική Ενωση της Οδού Μασσαλίας, δίπλα στο σχολείο. Κι όμως, δύο τετράγωνα παρακάτω, στη Νομική, είδε τους φοιτητές να υψώνουν την ελληνική σημαία, φωνάζοντας «Ελλάς Ελλήνων Φυλακισμένων». Κι ύστερα, στο Πολυτεχνείο, ήταν και πάλι η ελληνική σημαία που υψώθηκε απέναντι στα τανκς.
Με τούτα και με τ’ άλλα, έμαθε ότι σε κάθε Ελλάδα υπάρχον δύο Ελλάδες, ότι αυτό το σύμβολο, που ανέβασαν κάποτε στην Ακρόπολη ο Γλέζος και ο Σάντας στη θέση της σβάστικας, είναι δικό τους και δικό μας και ότι το μόνο νόημα που έχει είναι εκείνο που του δίνουμε. Ενα συμπέρασμα που επιβεβαίωσε, δεκαετίες αργότερα, στην πλατεία Ταχρίρ, όπου είχε την τύχη να τον στείλει η δουλειά του (γιατί ο μεσόκοπος της ιστορίας μας είναι δημοσιογράφος, όπως ίσως υποπτευθήκατε), κι όπου είδε τα δύο στρατόπεδα, καθεστωτικούς και δημοκράτες, να συγκρούονται με πέτρες, μολότοφ και σφαίρες υψώνοντας αμφότερα τη σημαία της Αιγύπτου.
Οχι, δεν υποτιμά τον κίνδυνο. Πώς θα το μπορούσε, άλλωστε; Δεν μένει στα αποστειρωμένα υπνωτήρια των βορείων προαστίων, αλλά στην πλατεία Κολιάτσου. Εκεί όπου ο θάνατος του Ελληνα εμποράκου και η συσσώρευση φτωχών μεταναστών κάθε χρώματος και εθνότητας έχουν δημιουργήσει έναν εκρηκτικό συνδυασμό, όπως έδειξε και το 8% της Χρυσής Αυγής στις δημοτικές εκλογές. Εκεί όπου οι Ελληναράδες μπαίνουν στο λεωφορείο, εντοπίζουν όποιον έχουν κάπως πιο σκούρα ή πιο κιτρινωπή επιδερμίδα απ’ ό,τι ανέχεται ένας καθωσπρέπει Αριος, απαιτούν να απαγγείλει τον Εθνικό Υμνο και το «Πάτερ Ημών», κι αν δεν τα καταφέρει, τον σπάνε στο ξύλο.
Στο Σύνταγμα, οι ίδιοι μετανάστες κυκλοφορούν άφοβα ανάμεσα στις ελληνικές σημαίες, ξέροντας ότι αυτοί που τις κρατάνε δεν είναι εχθροί. Θα ξανακούσουμε ότι ο πατριωτισμός είναι ο σοσιαλισμός των ηλιθίων. Εντάξει. Αλλά και ένας ορισμένος «διεθνισμός» είναι ο φερετζές της εθελοδουλείας. Ποιος Ελληνας δεν θα αγανακτήσει βλέποντας το κύριο άρθρο των Financial Times, με τίτλο «Βγάζοντας την Ελλάδα σε πλειστηριασμό»; Τη γερμανική Bild να μας παροτρύνει: «Πουλήστε τα νησιά σας, χρεοκοπημένοι Ελληνες – και την Ακρόπολη, επίσης»! Την Ολλανδία να ζητάει διεθνή οργανισμό για την εκποίηση δημοσίων επιχειρήσεων στους ξένους εταίρους. Και το πρακτορείο Reuters να παραλληλίζει την αυστηρή επιτήρηση της Ελλάδας στο πλαίσιο το νέου δανεισμού με την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στη χρεοκοπημένη «Ψωροκώσταινα», το 1898.
Ας δεχθούμε, για οικονομία της συζήτησης, ότι ως λαός έχουμε τους ηγέτες που μας αξίζουν και καλούμαστε, κάποια στιγμή, να πληρώσουμε για την ανικανότητα και τη διαφθορά, που μας κατάντησαν επαίτες των ισχυρών. Μόνο που, όπως το ταγκό, έτσι και η απάτη θέλει δύο. Ναι, τα νοσοκομεία μας έχουν τεράστια ελλείμματα – αλλά τι περιμένατε, κύριε Σόιμπλε, όταν όλοι οι αξονικοί μας τομογράφοι είναι Siemens; Ναι, η Ολυμπιάδα ήταν μια φαραωνική τρέλα που μας έβαλε μέσα απερίγραπτα – αλλά ποιος μας την έδωσε και ποιος πήρε τις εργολαβίες για τα μεγάλα έργα; Ναι, η «ισχυρή Ελλάδα» του ευρώ ήταν ένα θαύμα δημιουργικής λογιστικής – αλλά το ξέρατε πολύ καλά, όπως ξέρατε ότι και η Ιταλία δεν ήταν πολύ καλύτερη. Μήπως έχει δίκιο ο κ. Πάγκαλος όταν λέει «μαζί τα φάγαμε», μόνο που θα ’πρεπε να αλλάξει τον παραλήπτη;
Τέλος, μας καλείτε να πληρώσουμε εξοντωτικό τίμημα για την παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας. Μα δεν ήταν πρώτοι διδάξαντες οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, χωρίς να υποστούν την παραμικρή τιμωρία; Στο μεταναστευτικό, πάλι, δεν ήταν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί που κατάργησαν μονομερώς, εν μια νυκτί, τη συμφωνία Σένγκεν για να μην επωμιστούν το βάρος των προσφύγων από τη Βόρεια Αφρική (την οποία παρεπιμπτόντως βομβαρδίζουν);
Μ’ αυτές τις σκέψεις, ο άνθρωπος της ιστορίας μας ξανανέβηκε στο Σύνταγμα και ξαφνιάστηκε ευχάριστα από την αλλαγή του σκηνικού: οι ελληνικές σημαίες ήταν πάντα εκεί, αλλά δίπλα τους υψώνονταν ισπανικές, αργεντίνικες, αιγυπτιακές – κι αύριο ίσως είναι γαλλικές, αγγλικές, γιατί όχι και γερμανικές. Ολα φαίνονται δυνατά τούτο το καυτό και απρόβλεπτο καλοκαίρι – για το καλύτερο ή το χειρότερο…
Ηλικιακά και κοινωνικά, ταιριάζει γάντι με το προφίλ του μέσου «Αγανακτισμένου» – αν υπάρχει κάτι τέτοιο: τριαντάρης, με κάμποσα πτυχία και περισσότερα ταλέντα, σε έναν επαγγελματικό κλάδο με πολλή αδικία και ανασφάλεια. Ωστόσο, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα σ’ αυτό το ανήσυχο πλήθος που κατακλύζει κάθε βράδυ την πλατεία Συντάγματος. Το ισοπεδωτικό «κλέφτες», το χουλιγκανικό «να καεί, να καεί...», η φυγάδευση των βουλευτών στις ατραπούς του Εθνικού Κήπου και αυτή η κατάχρηση της ελληνικής σημαίας τού μυρίζουν εθνικιστικό λαϊκισμό. Φοβάται ότι αντιδραστικές δυνάμεις θα καπελώσουν αυτό το κίνημα, αν δεν έχουν αρχίσει να το πετυχαίνουν κιόλας.
Με δύο δεκαετίες παραπάνω στους ώμους του, ο συνάδελφος και συνομιλητής του δεν συμφωνεί, αλλά νιώθει μια ευαίσθητη χορδή να τεντώνεται μέσα του. Μαθητής στα χρόνια της χούντας, σιχάθηκε το εμπόριο εθνικοφροσύνης, το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και τα τσάμικα του Παττακού στο ΕΑΤ–ΕΣΑ. Τα πρώτα του ερεθίσματα έρχονταν απ’ έξω – από την «Ντόιτσε Βέλε» και τη «Φωνή της Αλήθειας», από τα διαβάσματα του Life και τα ροκ ακούσματα στην Ελληνοαμερικανική Ενωση της Οδού Μασσαλίας, δίπλα στο σχολείο. Κι όμως, δύο τετράγωνα παρακάτω, στη Νομική, είδε τους φοιτητές να υψώνουν την ελληνική σημαία, φωνάζοντας «Ελλάς Ελλήνων Φυλακισμένων». Κι ύστερα, στο Πολυτεχνείο, ήταν και πάλι η ελληνική σημαία που υψώθηκε απέναντι στα τανκς.
Με τούτα και με τ’ άλλα, έμαθε ότι σε κάθε Ελλάδα υπάρχον δύο Ελλάδες, ότι αυτό το σύμβολο, που ανέβασαν κάποτε στην Ακρόπολη ο Γλέζος και ο Σάντας στη θέση της σβάστικας, είναι δικό τους και δικό μας και ότι το μόνο νόημα που έχει είναι εκείνο που του δίνουμε. Ενα συμπέρασμα που επιβεβαίωσε, δεκαετίες αργότερα, στην πλατεία Ταχρίρ, όπου είχε την τύχη να τον στείλει η δουλειά του (γιατί ο μεσόκοπος της ιστορίας μας είναι δημοσιογράφος, όπως ίσως υποπτευθήκατε), κι όπου είδε τα δύο στρατόπεδα, καθεστωτικούς και δημοκράτες, να συγκρούονται με πέτρες, μολότοφ και σφαίρες υψώνοντας αμφότερα τη σημαία της Αιγύπτου.
Οχι, δεν υποτιμά τον κίνδυνο. Πώς θα το μπορούσε, άλλωστε; Δεν μένει στα αποστειρωμένα υπνωτήρια των βορείων προαστίων, αλλά στην πλατεία Κολιάτσου. Εκεί όπου ο θάνατος του Ελληνα εμποράκου και η συσσώρευση φτωχών μεταναστών κάθε χρώματος και εθνότητας έχουν δημιουργήσει έναν εκρηκτικό συνδυασμό, όπως έδειξε και το 8% της Χρυσής Αυγής στις δημοτικές εκλογές. Εκεί όπου οι Ελληναράδες μπαίνουν στο λεωφορείο, εντοπίζουν όποιον έχουν κάπως πιο σκούρα ή πιο κιτρινωπή επιδερμίδα απ’ ό,τι ανέχεται ένας καθωσπρέπει Αριος, απαιτούν να απαγγείλει τον Εθνικό Υμνο και το «Πάτερ Ημών», κι αν δεν τα καταφέρει, τον σπάνε στο ξύλο.
Στο Σύνταγμα, οι ίδιοι μετανάστες κυκλοφορούν άφοβα ανάμεσα στις ελληνικές σημαίες, ξέροντας ότι αυτοί που τις κρατάνε δεν είναι εχθροί. Θα ξανακούσουμε ότι ο πατριωτισμός είναι ο σοσιαλισμός των ηλιθίων. Εντάξει. Αλλά και ένας ορισμένος «διεθνισμός» είναι ο φερετζές της εθελοδουλείας. Ποιος Ελληνας δεν θα αγανακτήσει βλέποντας το κύριο άρθρο των Financial Times, με τίτλο «Βγάζοντας την Ελλάδα σε πλειστηριασμό»; Τη γερμανική Bild να μας παροτρύνει: «Πουλήστε τα νησιά σας, χρεοκοπημένοι Ελληνες – και την Ακρόπολη, επίσης»! Την Ολλανδία να ζητάει διεθνή οργανισμό για την εκποίηση δημοσίων επιχειρήσεων στους ξένους εταίρους. Και το πρακτορείο Reuters να παραλληλίζει την αυστηρή επιτήρηση της Ελλάδας στο πλαίσιο το νέου δανεισμού με την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στη χρεοκοπημένη «Ψωροκώσταινα», το 1898.
Ας δεχθούμε, για οικονομία της συζήτησης, ότι ως λαός έχουμε τους ηγέτες που μας αξίζουν και καλούμαστε, κάποια στιγμή, να πληρώσουμε για την ανικανότητα και τη διαφθορά, που μας κατάντησαν επαίτες των ισχυρών. Μόνο που, όπως το ταγκό, έτσι και η απάτη θέλει δύο. Ναι, τα νοσοκομεία μας έχουν τεράστια ελλείμματα – αλλά τι περιμένατε, κύριε Σόιμπλε, όταν όλοι οι αξονικοί μας τομογράφοι είναι Siemens; Ναι, η Ολυμπιάδα ήταν μια φαραωνική τρέλα που μας έβαλε μέσα απερίγραπτα – αλλά ποιος μας την έδωσε και ποιος πήρε τις εργολαβίες για τα μεγάλα έργα; Ναι, η «ισχυρή Ελλάδα» του ευρώ ήταν ένα θαύμα δημιουργικής λογιστικής – αλλά το ξέρατε πολύ καλά, όπως ξέρατε ότι και η Ιταλία δεν ήταν πολύ καλύτερη. Μήπως έχει δίκιο ο κ. Πάγκαλος όταν λέει «μαζί τα φάγαμε», μόνο που θα ’πρεπε να αλλάξει τον παραλήπτη;
Τέλος, μας καλείτε να πληρώσουμε εξοντωτικό τίμημα για την παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας. Μα δεν ήταν πρώτοι διδάξαντες οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, χωρίς να υποστούν την παραμικρή τιμωρία; Στο μεταναστευτικό, πάλι, δεν ήταν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί που κατάργησαν μονομερώς, εν μια νυκτί, τη συμφωνία Σένγκεν για να μην επωμιστούν το βάρος των προσφύγων από τη Βόρεια Αφρική (την οποία παρεπιμπτόντως βομβαρδίζουν);
Μ’ αυτές τις σκέψεις, ο άνθρωπος της ιστορίας μας ξανανέβηκε στο Σύνταγμα και ξαφνιάστηκε ευχάριστα από την αλλαγή του σκηνικού: οι ελληνικές σημαίες ήταν πάντα εκεί, αλλά δίπλα τους υψώνονταν ισπανικές, αργεντίνικες, αιγυπτιακές – κι αύριο ίσως είναι γαλλικές, αγγλικές, γιατί όχι και γερμανικές. Ολα φαίνονται δυνατά τούτο το καυτό και απρόβλεπτο καλοκαίρι – για το καλύτερο ή το χειρότερο…
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire