.
Γεωγραφική κατανομή πληθυσμού
ΓΑΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΖΥΓΙΑ
Γερνά ο πληθυσμός της Κύπρου
Σημαντικές μεταβολές στην κοινωνία - Μειώνεται
το ποσοστό γονιμότητας, αυξάνεται
ο μέσος όρος ζωής
ΤΟΥ ΦΡΙΞΟΥ ΔΑΛΙΤΗ
Η δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού, αλλά και η κοινωνία της
Κύπρου, αλλάζουν. Τα στοιχεία της Στατιστική Υπηρεσίας από την πρόσφατη
απογραφή πληθυσμού καταγράφουν σημαντικές μεταβολές όσον αφορά στη
σύνθεση του πληθυσμού, αλλά και στις κοινωνικές αντιλήψεις και
συμπεριφορές των ανθρώπων της Κύπρου. Όπως για παράδειγμα, την αύξηση
του αριθμού των διαζυγίων την τελευταία δεκαετία, σε σχέση με παλαιότερα
χρόνια, όσο και την αύξηση των νοικοκυριών του ενός ατόμου. Σε σχέση
δηλαδή με παλαιότερα χρόνια, όλο και περισσότερα άτομα αποφασίζουν να
φύγουν από την οικογένεια και να ζήσουν μόνοι τους.
Πέραν βέβαια αυτών των στοιχείων, που δείχνουν μια αλλαγή της κυπριακής κοινωνίας σε ό,τι αφορά στάσεις, αντιλήψεις, αλλά και προκαταλήψεις, καταγράφονται και σημαντικά στοιχεία αναφορικά με τη σύνθεση του πληθυσμού της Κύπρου. Όπως για παράδειγμα την αύξηση της καθαρής μετανάστευσης (ξένοι που ήρθαν στην Κύπρο), στην οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η αύξηση του πληθυσμού σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή πριν από δέκα χρόνια. Αντίθετα, καταγράφεται μία φθίνουσα πορεία στο ποσοστό γονιμότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο με τρία χρόνια. Ποσοστό αρκετά πιο κάτω από το ποσοστό φυσικής αναπλήρωσης του πληθυσμού. Την ίδια στιγμή, καταγράφεται μια αύξηση της προσδοκώμενης διάρκειας ζωής. Με τη γενική εικόνα του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου, να είναι γερασμένη.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία της πρόσφατης απογραφής, ο πληθυσμός στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου υπολογίστηκε στις 862 χιλιάδες στο τέλος του 2011 σε σύγκριση με 839,8 χιλιάδες τον προηγούμενο χρόνο, δηλαδή σημείωσε αύξηση 2,6%. Το ποσοστό φυσικής αύξησης του πληθυσμού ήταν 4,9 ανά χίλιους κατοίκους. Η φυσική αύξηση του πληθυσμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καθαρή μετανάστευση, η οποία το 2011 ανήλθε στις 18.142 άτομα. Τα στοιχεία αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία, συγκρινόμενα με παλαιότερες δεκαετίες. Συγκεκριμένα, το 1990 το ετήσιο ποσοστό αύξησης του πληθυσμού ήταν 2,5 και το ποσοστό της φυσικής αύξησης στο 9,9 ανά χίλιους κατοίκους. Τότε όμως η καθαρή μετανάστευση ήταν μόνο 8.708 άτομα. Δέκα χρόνια μετά, το 2000, το ετήσιο ποσοστό αύξησης του πληθυσμού που καταγράφηκε ήταν μόνο 1,0, με το ποσοστό όμως της φυσικής αύξησης του πληθυσμού να ήταν στο 5,0 ανά χίλιους κατοίκους. Η καθαρή μετανάστευση ήταν μόλις 3.960 άτομα. Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., παρατηρείται μια σημαντική αύξηση του αριθμού της καθαρής μετανάστευσης.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην έλευση ατόμων από χώρες μέλη της Ε.Ε., όπως για παράδειγμα, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Πολωνία. Συγκεκριμένα, το 2004 η καθαρή μετανάστευση ανήλθε στις 7.070, το 2005 σε 8.128, το 2006 σε 10.299, το 2007 σε 15.222, το 2008 σε 16.586, το 2009 σε 17.784, το 2010 σε 15.913 και το 2011 σε 18.142.
Σημαντική και σταθερή μείωση καταγράφεται στο συνολικό ποσοστό γονιμότητας. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας το 2011 ήταν μόλις 1,35, ενώ το ακαθάριστο ποσοστό γεννητικότητας ανά χίλιους κατοίκους ήταν 11,3. Ο αριθμός των γεννήσεων ήταν 9.622. Συγκρίνοντας με το 1990, παρατηρείται ότι τότε γεννήθηκαν 10.622 παιδιά, το ακαθάριστο ποσοστό γεννητικότητας ήταν 18.3, ενώ το συνολικό ποσοστό γονιμότητας ήταν 2,4. Δέκα χρόνια μετά, το 2000, γεννήθηκαν 8.447 παιδιά, ενώ το ακαθάριστο ποσοστό γονιμότητας ήταν 12,2 ανά χίλιους κατοίκους και το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στο 1,6. Ουσιαστικά από το 1990 μέχρι το 2011 καταγράφεται μια σταθερή μείωση του συνολικού ποσοστού γονιμότητας.
Αξιοσημείωτο πάντως είναι το γεγονός ότι κα ταγράφεται επίσης μια σταθερή μείωση και στο ποσοστό θνησιμότητας.
Συγκεκριμένα, ενώ το 1990, το ακαθάριστο ποσοστό θνησιμότητας ανά χίλιους κατοίκους ήταν 8,4, ενώ το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας ήταν 11,0 ανά χίλιες γεννήσεις. Ποσοστά τα οποία παρουσιάζουν μια σταθερή μείωση κάθε χρόνο. Το 2000, το ακαθάριστο ποσοστό θνησιμότητας, φτάνει στο 7,7 ανά χίλιους κατοίκους, ενώ το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας στο 5,6 ανά χίλιες γεννήσεις. Το 2011 το ακαθάριστο ποσοστό θνησιμότητας μειώνεται στο 6,5 ανά χίλιους κατοίκους, ενώ το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας στο 3,1.
Σταθερή αύξηση παρουσιάζει και η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής, η οποία για τους άντρες φτάνει τα 79 χρόνια και για τις γυναίκες τα 82,9 χρόνια. Ο αντίστοιχος δείκτης προσδοκώμενης διάρκειας ζωής το 2000/01 ήταν για τους άντρες 76,1 χρόνια και τις γυναίκες 81,4, ενώ τα έτη ‘87/1991 ήταν για τους άντρες 74,1 και για τις γυναίκες 78,6.
Η μη φυσική αναπλήρωση του πληθυσμού, λόγω του μειωμένου ποσοστού γονιμότητας σε συνδυασμό με την αύξηση της προσδοκώμενης διάρκειας ζωής έχει ως επακόλουθο τη γήρανση του πληθυσμού. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, η σύνθεση του πληθυσμού ανά ηλικιακή ομάδα ήταν: από 0-14 ετών 142,3 χιλιάδες άτομα, από 15-64 ετών 609,4 χιλιάδες άτομα και από 65 ετών και άνω 110,3 χιλιάδες άτομα.
Πέραν βέβαια αυτών των στοιχείων, που δείχνουν μια αλλαγή της κυπριακής κοινωνίας σε ό,τι αφορά στάσεις, αντιλήψεις, αλλά και προκαταλήψεις, καταγράφονται και σημαντικά στοιχεία αναφορικά με τη σύνθεση του πληθυσμού της Κύπρου. Όπως για παράδειγμα την αύξηση της καθαρής μετανάστευσης (ξένοι που ήρθαν στην Κύπρο), στην οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η αύξηση του πληθυσμού σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή πριν από δέκα χρόνια. Αντίθετα, καταγράφεται μία φθίνουσα πορεία στο ποσοστό γονιμότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο με τρία χρόνια. Ποσοστό αρκετά πιο κάτω από το ποσοστό φυσικής αναπλήρωσης του πληθυσμού. Την ίδια στιγμή, καταγράφεται μια αύξηση της προσδοκώμενης διάρκειας ζωής. Με τη γενική εικόνα του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου, να είναι γερασμένη.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία της πρόσφατης απογραφής, ο πληθυσμός στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου υπολογίστηκε στις 862 χιλιάδες στο τέλος του 2011 σε σύγκριση με 839,8 χιλιάδες τον προηγούμενο χρόνο, δηλαδή σημείωσε αύξηση 2,6%. Το ποσοστό φυσικής αύξησης του πληθυσμού ήταν 4,9 ανά χίλιους κατοίκους. Η φυσική αύξηση του πληθυσμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καθαρή μετανάστευση, η οποία το 2011 ανήλθε στις 18.142 άτομα. Τα στοιχεία αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία, συγκρινόμενα με παλαιότερες δεκαετίες. Συγκεκριμένα, το 1990 το ετήσιο ποσοστό αύξησης του πληθυσμού ήταν 2,5 και το ποσοστό της φυσικής αύξησης στο 9,9 ανά χίλιους κατοίκους. Τότε όμως η καθαρή μετανάστευση ήταν μόνο 8.708 άτομα. Δέκα χρόνια μετά, το 2000, το ετήσιο ποσοστό αύξησης του πληθυσμού που καταγράφηκε ήταν μόνο 1,0, με το ποσοστό όμως της φυσικής αύξησης του πληθυσμού να ήταν στο 5,0 ανά χίλιους κατοίκους. Η καθαρή μετανάστευση ήταν μόλις 3.960 άτομα. Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., παρατηρείται μια σημαντική αύξηση του αριθμού της καθαρής μετανάστευσης.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην έλευση ατόμων από χώρες μέλη της Ε.Ε., όπως για παράδειγμα, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Πολωνία. Συγκεκριμένα, το 2004 η καθαρή μετανάστευση ανήλθε στις 7.070, το 2005 σε 8.128, το 2006 σε 10.299, το 2007 σε 15.222, το 2008 σε 16.586, το 2009 σε 17.784, το 2010 σε 15.913 και το 2011 σε 18.142.
Σημαντική και σταθερή μείωση καταγράφεται στο συνολικό ποσοστό γονιμότητας. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας το 2011 ήταν μόλις 1,35, ενώ το ακαθάριστο ποσοστό γεννητικότητας ανά χίλιους κατοίκους ήταν 11,3. Ο αριθμός των γεννήσεων ήταν 9.622. Συγκρίνοντας με το 1990, παρατηρείται ότι τότε γεννήθηκαν 10.622 παιδιά, το ακαθάριστο ποσοστό γεννητικότητας ήταν 18.3, ενώ το συνολικό ποσοστό γονιμότητας ήταν 2,4. Δέκα χρόνια μετά, το 2000, γεννήθηκαν 8.447 παιδιά, ενώ το ακαθάριστο ποσοστό γονιμότητας ήταν 12,2 ανά χίλιους κατοίκους και το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στο 1,6. Ουσιαστικά από το 1990 μέχρι το 2011 καταγράφεται μια σταθερή μείωση του συνολικού ποσοστού γονιμότητας.
Αξιοσημείωτο πάντως είναι το γεγονός ότι κα ταγράφεται επίσης μια σταθερή μείωση και στο ποσοστό θνησιμότητας.
Συγκεκριμένα, ενώ το 1990, το ακαθάριστο ποσοστό θνησιμότητας ανά χίλιους κατοίκους ήταν 8,4, ενώ το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας ήταν 11,0 ανά χίλιες γεννήσεις. Ποσοστά τα οποία παρουσιάζουν μια σταθερή μείωση κάθε χρόνο. Το 2000, το ακαθάριστο ποσοστό θνησιμότητας, φτάνει στο 7,7 ανά χίλιους κατοίκους, ενώ το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας στο 5,6 ανά χίλιες γεννήσεις. Το 2011 το ακαθάριστο ποσοστό θνησιμότητας μειώνεται στο 6,5 ανά χίλιους κατοίκους, ενώ το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας στο 3,1.
Σταθερή αύξηση παρουσιάζει και η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής, η οποία για τους άντρες φτάνει τα 79 χρόνια και για τις γυναίκες τα 82,9 χρόνια. Ο αντίστοιχος δείκτης προσδοκώμενης διάρκειας ζωής το 2000/01 ήταν για τους άντρες 76,1 χρόνια και τις γυναίκες 81,4, ενώ τα έτη ‘87/1991 ήταν για τους άντρες 74,1 και για τις γυναίκες 78,6.
Η μη φυσική αναπλήρωση του πληθυσμού, λόγω του μειωμένου ποσοστού γονιμότητας σε συνδυασμό με την αύξηση της προσδοκώμενης διάρκειας ζωής έχει ως επακόλουθο τη γήρανση του πληθυσμού. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, η σύνθεση του πληθυσμού ανά ηλικιακή ομάδα ήταν: από 0-14 ετών 142,3 χιλιάδες άτομα, από 15-64 ετών 609,4 χιλιάδες άτομα και από 65 ετών και άνω 110,3 χιλιάδες άτομα.
Άτομα ανά νοικοκυριό
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟστοιχείο που προκύπτει από την τελευταία απογραφή είναι η
μείωση του αριθμού των ατόμων που διαμένουν σε ένα νοικοκυριό. Αυτό,
δεν είναι συνέπεια μόνο της μείωσης των γεννήσεων, αλλά και του
γεγονότος ότι έχει αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων που διαμένουν μόνα
τους. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων
διέμεναν με την οικογένειά τους, μέχρι να φτιάξουν το δικό τους
νοικοκυριό. Πλέον αρκετοί νέοι, όταν ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά,
φεύγουν από το πατρικό σπίτι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής
Υπηρεσίας, ο μέσος αριθμός προσώπων ανά νοικοκυριό το 2011 ήταν 2,77
πρόσωπα σε σχέση το 1992 που ήταν 3,23 και το 2000 που ήταν 3,09
άτομα.
Η γεωγραφική κατανομή πληθυσμού, σε ό,τι αφορά στις αστικές και τις αγροτικές περιοχές, παραμένει σταθερή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Συγκεκριμένα, το ποσοστό πληθυσμού στις αστικές περιοχές το 2011 ήταν 67,4%. Το 1992 ήταν 67,7%, ενώ το 2002
ήταν 68,8%. Η Λευκωσία παραμένει η μεγαλύτερη επαρχία σε πληθυσμό με 336 χιλιάδες άτομα, ακολουθεί η Λεμεσός με 241,3 χιλιάδες, η Λάρνακα με 146,3 χιλιάδες, η Πάφος με 90,8 χιλιάδες και η ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου με 47,6 χιλιάδες.
>>συνθεση πληθυσμου
0-14 ετών 142,3, 15-64 609,4, 65+ 110,3
Αυτό το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως κοινωνικό χαρακτηριστικό είναι η σημαντική αύξηση του αριθμού των διαζυγίων κάθε χρόνο. Ιδιαίτερα μάλιστα τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των διαζυγίων το 2009 είναι πέντε φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό των διαζυγίων το 1990. Συγκεκριμένα, το 1990 είχαμε μόλις 348 διαζύγια ενώ το 2009 καταγράφηκαν 1.738.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire