Του Roberto Saviano*
Η παγκόσμια οικονομική κρίση αποτελεί ευλογία για το οργανωμένο έγκλημα. Σειρά πρόφατων σκανδάλων ανέδειξαν τη διασύνδεση ανάμεσα σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες διεθνείς τράπεζες και τον υπόκοσμο των μαφιόζων, των λαθρεμπόρων ναρκωτικών και των εμπόρων όπλων. Οι αμερικανικές τράπεζες ωφελήθηκαν από το χρήμα που ξεπλένουν τα καρτέλ των ναρκωτικών στη Λατινική Αμερική. Ταυτόχρονα, η κρίση χρέους στην Ευρώπη ενίσχυσε τη δύναμη των τοκογλύφων και των κερδοσκόπων που ελέγχουν τις μεγάλες παραοικονομίες σε χώρες όπως η Ισπανία και οι Ελλάδα.
Οι σχέσεις μεταξύ τραπεζιτών και μαφιόζων από τις οποίες αμφότεροι ωφελούνται δεν είναι νέο φαινόμενο. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι φτάνουν μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το 2010, η τράπεζα Wachovia παραδέχθηκε ότι συνέβαλε στη χρηματοδότηση του πολέμου των ναρκωτικών στο Μεξικό, καθώς δεν εντόπιζε ούτε σταματούσε παράνομες τραπεζικές συναλλαγές.
Η τράπεζα συμφώνησε να καταβάλει 160 εκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα, επειδή ανέχθηκε το ξέπλυμα χρήματος για το διάστημα μεταξύ του 2004 και του 2007. Τον περασμένο μήνα, στο πλαίσιο έρευνας για λογαριασμό της αμερικανικής Γερουσίας, ανακαλύφθηκε ότι η τράπεζα HSBC επί μια δεκαετία διευκόλυνε συναλλαγές Μεξικανών λαθρεμπόρων ναρκωτικών, Σαουδαράβων κεφαλαιούχων, οι οποίοι είχαν διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα, αλλά και Ιρανών τραπεζιτών που προσπαθούσαν να παρακάμψουν τις κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον της Τεχεράνης. Τράπεζες όπως οι AΒΝ Amro, Barclays, Credit Suisse, Lloyds, και ING προχώρησαν σε δαπανηρούς συμβιβασμούς αφ’ ότου παραδέχθηκαν ότι εκτελούσαν συναλλαγές πελατών σε χώρες με αμφιλεγόμενα καθεστώτα, όπως η Κούβα, η Μιανμάρ, το Ιράν, η Λιβύη και το Σουδάν.
Πολλές από τις παράνομες τραπεζικές συναλλαγές προηγήθηκαν της κρίσης του 2008. Σύμφωνα με υπολογισμούς του ΟΗΕ, 1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια ξεπλύθηκαν παγκοσμίως το 2009. Εξ αυτών, τα 580 δισεκατομμύρια δολάρια είχαν σχέση με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και άλλες μορφές οργανωμένου εγκλήματος.
Παρότι οι ΗΠΑ πάταξαν το φαινόμενο της χρηματοδότησης τρομοκρατών μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η αστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως η χρεοκοπία της Αργεντινής το 2001, έδωσε στις τράπεζες κίνητρο να κάνουν τα στραβά μάτια. Στο πλαίσιο της έρευνάς μου για την Ντράγκετα, την πανίσχυρη μαφία που δρα στη νότιο Ιταλία, ανακάλυψα ότι μεγάλο μέρος του χρήματος που ξεπλύθηκε την τελευταία δεκαετία απλώς μεταφέρθηκε από την Αμερική στην Eυρώπη. Η κρίση χρέους της Ευρώπης, που μετρά πλέον τρία χρόνια, ενίσχυσε περαιτέρω την μαφία.
Στην Ελλάδα, καθώς ο συμβατικός τρόπος δανεισμού έγινε δυσκολότερος, όλο και περισσότεροι Ελληνες καταφεύγουν στους τοκογλύφους. Πολλές πηγές δήλωσαν στο Reuters ότι οι τοκογλύφοι χειρίζονται ποσά μεταξύ 5 και 10 δισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο. Στην Ελλάδα, ο «τζίρος» των τοκογλύφων τετραπλασιάστηκε από το 2009 και μετά. Στη Θεσσαλονίκη, η Αστυνομία εξάρθρωσε εγκληματική σπείρα που δάνειζε με εβδομαδιαίο επιτόκιο μεταξύ 5 και 15% και που τιμωρούσε όσους δεν πλήρωναν. Σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών, μεγάλο μέρος αυτής της παράνομης δραστηριότητας συνδέεται με συμμορίες από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.
Το οργανωμένο έγκλημα κυριαρχεί και στην αγορά πετρελαίου στην Ελλάδα. Καύσιμα, αξίας μέχρι και τριών δισεκατομμυρίων ευρώ διακινούνται στη χώρα κάθε χρόνο. Εκτιμάται ότι το 20% της βενζίνης που πωλείται στην Ελλάδα προέρχεται από τη μαύρη αγορά. Το λαθρεμπόριο βενζίνης έχει ως συνέπεια όχι μόνο την αύξηση των τιμής της, αλλά στερεί και από την ελληνική κυβέρνηση εισόδημα το οποίο χρειάζεται απεγνωσμένα. Στην Ισπανία, η άνθηση στον τομέα της οικοδομής και των ακινήτων που διήρκεσε από το 1997 μέχρι το 2007, ήταν θεόσταλτο δώρο για το οργανωμένο έγκλημα, που βρήκε ευκαιρία να επενδύσει βρώμικο χρήμα. Κατόπιν όταν η «φούσκα» της οικοδομής έσκασε, η μαφία ωφελήθηκε και πάλι, αγοράζοντας κτίσματα που οι ιδιοκτήτες τους έβγαλαν στο σφυρί, προκειμένου να μην μείνουν απούλητα.
Οι μαφίες σήμερα είναι παγκόσμιες οργανώσεις. Δρουν παντού, μιλούν πολλές γλώσσες και κάνουν επενδύσεις όπως οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. Κάθε κράτος οφείλει να λάβει μέτρα για την πάταξή τους, γιατί καμία χώρα δεν είναι προστατευμένη από τη μαφία.
*Ο κ. Ρομπέρτο Σαβιάνο είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο «Γόμορρα» (εκδ. Καστανιώτη). Από το 2006 ζει υπό αστυνομική προστασία αφότου δέχθηκε απειλές για τη ζωή του από τη μαφία.
Πηγή: Η Καθημερινή/The New York Times
Δημοσιεύτηκε στις 28/08/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire