ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

samedi 29 décembre 2012

Ένας ποιητής του μεσοπολέμου

Ο αριστερός Λαπαθιώτης της πεζής ποίησης


 
ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ Δ. ΣΧΟΙΝΑ*

Ο ελληνικός μεσοπόλεμος, οριακή εποχή συλλογικών αδιεξόδων και ανατροπών, ευνοούσε, όπως συμβαίνει συνήθως σε μεταιχμιακές περιόδους, την αναζήτηση μιας ποίησης που θα μπορούσε να αφουγκραστεί τα σημεία των καιρών. Η λογοτεχνική μετασυμβολιστική γενιά του ελληνικού μεσοπολέμου αναθεώρησε τις καθιερωμένες ποιητικές συμβάσεις και προβληματίστηκε με τους όρους κατασκευής της ποιητικής γλώσσας, προκειμένου να αποδώσει το χάος και την αταξία του περιβάλλοντος κόσμου. Συμμεριζόμενος την αγωνία των ομοτέχνων του για την αναθεώρηση του ποιητικού λόγου, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης πειραματίστηκε με ποικίλες μορφές λόγου, αξιοποιώντας τις διαφορετικές δυνατότητες του εκάστοτε κειμενικού είδους το οποίο κατά καιρούς μετήλθε??? φαίνεται, όμως, πως βρήκε κυρίως στο πεζό ποίημα την λογοτεχνική του περιοχή: το σημείο όπου τέμνεται η πάσχουσα ποιητική συνείδηση με την υλικότητα του περιβάλλοντος κόσμου. Γι’ αυτό και σε όλο σχεδόν το διάστημα της λογοτεχνικής του ζωής ο Λαπαθιώτης είτε συνέγραφε νέα είτε επεξεργαζόταν παλαιότερα πεζά του ποιήματα, κείμενα ειδολογικώς ανυπάκουα, μεταξύ βαδίσματος και χορευτικής κίνησης.1

Το υβριδικό λογοτεχνικό είδος που λέγεται πεζό ποίημα (από το γαλλικό “poème en prose”, κατά τον «ανάδοχό» του Charles Baudelaire) και που κινείται σε πεδίο ρευστότητας μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας αντιτασσόμενο σε κάθε κανονιστική λογική, μετακενώθηκε από την Ευρώπη στην Ελλάδα και γοήτευσε την πλειονότητα των Ελλήνων συγγραφέων, κυρίως κατά την περίοδο της άνθησής του μεταξύ 1894 και 1922. Ωστόσο, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, αντίθετα με άλλους ομοτέχνους του, οι οποίοι εγκατέλειψαν το είδος μετά την παρακμή του, συγγράφει αδιαλείπτως ποίηση σε πεζό (1908-1943)??? εξάλλου, ο ίδιος δεν φοβήθηκε ποτέ το στίγμα του παρακμία, αλλά, απεναντίας, το επεδίωξε φανερά. Η κατεξοχήν ποιητική ιδιοσυγκρασία τού αισθαντικού ποιητή βρίσκει στο πεζό ποίημα την ποθούμενη σύζευξη των αντιθέτων: συστέγαση της πεζολογικής απλότητας με την ποιητική λεπτουργία, προσγείωση του υψιπετούς λυρισμού στο σταθερό έδαφος της πρόζας. Ο τελειομανής της μορφής εστέτ απαλλάσσεται έτσι -διόλου απίθανο- από την κοπιώδη φροντίδα του δυνητικά άψογου ρυθμού. Πρωτίστως, όμως, η δυσαρμονία της εποχής του είχε διαρρήξει κάθε σχέση με την ευρυθμία, γι’ αυτό κι οι ποιητές της γενιάς του επέτρεπαν στους στίχους τους εμφανείς παραφωνίες, παρατονισμούς και ασυμφωνίες, με προεξάρχοντα τον Κώστα Καρυωτάκη.

Όταν το 1932 ο Λαπαθιώτης δημοσιεύει στο αριστερό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό ποίημα "Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου",2 έχει παρέλθει περισσότερο από μία δεκαετία από την πρώτη του φιλοκομμουνιστική εκδήλωση, με την επιστολή του, στις 13 Ιουνίου του 1921, στον Ριζοσπάστη. Τον Αύγουστο του 1927, με επιστολή στο ίδιο έντυπο, ζητούσε από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών να τον διαγράψει από το ορθόδοξο ποίμνιο.3 Το 1931 δημοσίευσε τα πολιτικά του κείμενα, «Το μεταπολεμικό κήρυγμα» και «Για τη ρωσική επανάσταση» (Πολιτικά Φύλλα 4, Απρίλιος 1931, σ. 10-11 και 7, Ιούλιος 1931, σ.17 αντίστοιχα). Επιπλέον, σε πολλούς στοχασμούς του ποιητή διαφαίνεται η υποστήριξή του στο κομμουνιστικό όραμα. Τέλος, λίγο πριν από την αυτοκτονία του, το 1943, σύμφωνα με πληροφορίες του Τάσου Βουρνά στην Αυγή, ο Λαπαθιώτης συνδέθηκε με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους χάρισε τα όπλα τού πεθαμένου πια στρατιωτικού πατέρα του.
Το πεζό αυτό ποίημα του Λαπαθιώτη χαρακτηρίζεται, σε αντίθεση με την πλειονότητα των έμμετρων και μη ποιημάτων του, από εξωστρέφεια. Με ρωμαλέο τόνο και αντιστικτικές εικόνες μετακινεί το προσφιλές στην λαπαθιωτική ποίηση πρώτο πρόσωπο στο περιθώριο μιας παρένθεσης («δεν ξαίρω πόσα χρόνια»), προσπαθώντας να αναδείξει ένα διπλό φάσμα από αντιτιθέμενες προοπτικές και αντιλήψεις: μαχητικές και ανυπόκριτες λαϊκές φωνές διασταυρώνονται με τις αναμενόμενες αντιβολές της αστικής σκληρότητας και της υποκρισίας, την ώρα που οι «ξυπόλητοι ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης» επιτίθενται στο «καλοθρεμμένο τέρας αστικό». Ο ποιητής βρίσκεται συγκαλυμμένος πίσω από το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο, στη θέση του μετέχοντος παρατηρητή της βίαιης σύγκρουσης, και μιλά δια στόματος των εξεγερμένων, ούτε σαν ρομαντικός προφήτης ούτε, όμως, και σαν παροπλισμένος παρίας της μετασυμβολιστικής λογοτεχνικής γενιάς. Στο πλευρό των «καταφρονεμένων» με τα «κλαμένα βλέφαρα» παρακολουθεί και αναπαριστά με ενάργεια την κλιμάκωση της σφοδρής αναμέτρησης με βιβλικές εικόνες καταστροφής και ωμότητας, όπου αισθητοποιείται η ανηλεής σύγκρουση και η συντριβή του αστικού τέρατος, μιας εκμαυλίστριας κι ακόρεστης πόρνης, μιας παρφουμαρισμένης «κοκκώνας»??? η αποτρόπαιη αυτή φιγούρα δανείζεται χαρακτηριστικά από γνώριμες συμβολικές μορφές στην ποίηση του Βάρναλη, συνεργάτη του Λαπαθιώτη στη δημιουργία του νεανικού και βραχύβιου περιοδικού Ηγησώ:4 την σατιρική μαϊμού και την προκλητική Αριστέα από το Φως που καίει.5 Τα εναρκτήρια ρήματα των παραγράφων-στροφών ξεδιπλώνουν την κίνηση της ανθρώπινης πλημμύρας («κύμα μανιασμένο») που έρχεται να καταλύσει τα πάντα, ενώ η μουσική κλιμάκωση του κειμένου ακολουθεί το ανάπτυγμα ενός εμβατηρίου με αργό, σταθερό και στιβαρό βηματισμό, σαν τα αποφασισμένα βήματα των αδικημένων. Περιπαικτικές νότες ηχούν ειρωνικά, όταν υποκορίζεται ο σιχαμερός αντίπαλος («μικρούλα τιγριδούλα»). Μόνον στο τέλος του ποιήματος ο ρυθμός γίνεται λυρικότερος, ενώ σταθερά μοτίβα της έμμετρης ποίησης του Λαπαθιώτη (ουρανός, ρόδα, αηδόνι, άστρα) συναιρούνται σε μια εικόνα συμπαντικής αρμονίας και ελπίδας. Η μουσική επισφραγίζει μια πολιτική διακήρυξη ή ένα άρθρο πολιτικής πολεμικής, ο λυρισμός εμποτίζει την ωμή πεζότητα, η ποίηση συνομιλεί με την πρόζα. Τι άλλο θα μπορούσε να εκφράσει τον διπολισμό του κειμένου παρά το διφυές είδος με το οξύμωρο όνομα, το πεζό ποίημα;
Τα φιλοκομμουνιστικά αισθήματα του Λαπαθιώτη δεν εισχώρησαν παρά υπαινικτικά στο ποιητικό σώμα της έμμετρης ποίησής του ή μπορούν να ανιχνευθούν στους λαϊκούς ήρωες και τις ρημαγμένες ζωές τους, μέσα στις σελίδες των πεζών του κειμένων Το τάμα της Ανθούλας και Κάπου περνούσε μια φωνή. Από την άλλη, η πολιτική δυσαρέσκεια του συγγραφέα και οι αποστάσεις του από τα δύο μεγάλα κόμματα της εποχής του αποτυπώνεται πλείστες φορές σε παιγνιώδη στιχουργήματα για εσωτερική κατανάλωση στο φιλικό μικρόκοσμό του, εξορίζεται, ωστόσο, από την «σοβαρή» έμμετρη ποίησή του. Με την υβριδική, όμως, σύνθεση που είναι το πεζό ποίημα, η λογοτεχνία εισχωρεί στην περιοχή της κοινωνικής πάλης, όπως συμβαίνει στα μπωντλαιρικά Petits Poèmes en prose. Επιπλέον, το αντισυμβατικό αυτό λογοτεχνικό είδος επιτρέπει ανορθόδοξες διασταυρώσεις του «υψηλού» με το «χαμηλό», κάτι που δεν ισχύει για την έμμετρη ποίηση του Λαπαθιώτη??? ισχύει, αντίθετα, για μια από τις εκφάνσεις του ελληνικού πεζού ποιήματος, το μαρξιστικό-κοινωνιστικό προλεταριακό ποίημα.6 Παρόμοιες συναντήσεις, συντελούνται, κατά κανόνα, στον σύνθετο κόσμο του μυθιστορήματος??? γι’ αυτό και φαίνεται πως με το πεζό ποίημα συντελείται ένα είδος μυθιστορηματοποίησης της ποίησης.7

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ
Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι -ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης- οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι -και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!...
Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δόσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής -με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση...
Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές -και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν - σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση- για να σε μάθουν πράματα μεγάλα-πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις..
Έρχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλήσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι -να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα -να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα- να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή...
Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι -κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι- που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα- πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασιά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό...
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη - και συ τους πότιζες, δεν ξέρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή...
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό πού κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό??? γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα??? γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι’ η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους...
Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι- τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι’ αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή - φωνή της μακρυνής κι’ ακατανόητης, τώρα, Σοφίας της Δημιουργίας...

*Η Κατερίνα Δ. Σχοινά είναι φιλόλογος

1 Βλ. την άποψη του Γ. Σεφέρη, κατά την οποία η ποίηση προσομοιάζει στον χορό, ενώ η πρόζα στο βάδισμα «που μας οδηγεί κάπου» (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, Α΄ τόμος, Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 254).
2 Χαίρε Ναπολέων Δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. 63 πεζά ποιήματά του και εικόνες του Άγγελου Παπαδημητρίου, Άγρα, Αθήνα 1999, σ. 311-313. Το πεζό αυτό ποίημα δημοσιεύτηκε με τον υπέρτιτλο «Προς τις γραμμές μας».
3 Πολλές πληροφορίες για την αριστερή δράση του Λαπαθιώτη παρέχουν τόσο το ιστολόγιο όσο και το χρονολόγιο που συνέταξε ο Ν. Σαραντάκος στην έκδοση της νουβέλας του Λαπαθιώτη Κάπου περνούσε μια φωνή, φιλ. επιμέλεια-επιλεγόμενα Νίκος Σαραντάκος Ερατώ, Αθήνα 2011, σ. 153-187.
4 Τον Κώστα Βάρναλη το ίδιο έντυπο (Νέοι Πρωτοπόροι) αναγνώρισε το 1935 ως επίσημο προλεταριακό ποιητή (Β. Αποστολίδου, «Ο Κώστας Βάρναλης και η αριστερά», Αυγή, τ. 52, 23-11-2003).
5 Βλ. σχετικά Γ.Δάλλας, Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου. Η μαϊμού στα κείμενα του Βάρναλη, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2003, σ.112.
6 Τέτοια κείμενα είχαν συνθέσει, επίσης, και ο Ν. Νικολαΐδης και ο Π.Α. Ταγκόπουλος (βλ. Ά.Κατσιγιάννη, Το πεζό ποίημα στη νεοελληνική γραμματεία. Γενεαλογία, διαμόρφωση και εξέλιξη του είδους (απ’τις αρχές ως το 1930) (δακτυλόγραφη διδακτορική διατριβή), ΑΠΘ, 2001, σ. 334).
7 Βλ. Μ. Μπαχτίν, Έπος και μυθιστόρημα πρόλογος-μετάφραση Γ. Κιουρτσάκης, Πόλις, Αθήνα 1995.

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire