ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

lundi 31 décembre 2012

Ρολάν Μπαρτ: ένας ευάλωτος διανοούμενος

Ανέκδοτα πένθη και κινέζικα μαρτύρια
Λαμπρός αστέρας στο στερέωμα της γαλλικής διανόησης, χειρίστηκε έξυπνα τα εργαλεία της ιδεολογικής κριτικής, της σημειολογίας, της γλωσσολογίας, της ψυχανάλυσης· καλλιέργησε ένα διακριτό ύφος, διατύπωσε όρους που ευδοκίμησαν, σφράγισε μια εποχή με την παρουσία του. Πόσο τσαλακώνουν την εικόνα του Μπαρτ (1915-1980) τα προσωπικά κείμενά του που κυκλοφόρησαν πρόσφατα;


 
 

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Λίζυ Τσιριμώκου

Συμπληρώνονται αισίως εξήντα χρόνια από το «Βαθμό μηδέν της γραφής» (1953), το βιβλίο που εγκαινίασε μια σειρά σημαντικών παρεμβάσεων του Ρολάν Μπαρτ στον ευρύτερο χώρο των ιδεών, και είναι ήδη πάνω από τριάντα τα χρόνια που μας χωρίζουν από τον ξαφνικό θάνατό του. Το έργο του απασχόλησε πολλούς φίλους, θαυμαστές, αλλά και πολέμιους που τον θεώρησαν ερασιτέχνη και σκανδαλοποιό. Πώς μπαίνει κανείς στο μπαρτικό σύμπαν; Σίγουρα, δεν υπάρχει κεντρική πύλη· τα σημεία εισόδου είναι πολλά (ο «μυθολόγος», ο σημειολόγος, ο ερωτικός, ο  αντι-βιογράφος, ο εστέτ κ.ο.κ.). Μετά το πολύχρονο ταξίδι στη χώρα του πειθαρχημένου δομισμού, ο Μπαρτ ανοίγεται στην απόλαυση του κειμένου, στις στρατηγικές της ανάγνωσης. Lector-scriptor: ενάντια στην τυραννία του μονοσήμαντου, διεκδίκησε και κατέκτησε αυτή τη διφυή ταυτότητα στην επικράτεια της ανάγνωσης-γραφής, που για εκείνον ήταν ένα και το αυτό, μία και μόνη ενέργεια ή δυνατότητα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του, τα κατάλοιπά του τακτοποιήθηκαν επιμελώς, το αρχείο του ταξινομήθηκε, δημοσιοποιήθηκαν ανέκδοτα ή ημιτελή κείμενά του (π.χ. το υλικό μαθημάτων και σεμιναρίων του), διοργανώθηκαν συνέδρια, εκδόθηκαν αφιερώματα περιοδικών, συλλογικοί τόμοι, πλήθυναν οι αναφορές στο έργο του. To 2002 εκδόθηκαν σε πεντάτομη σειρά από τον oίκο Seuil τα «Απαντά» του με τη φιλολογική επιμέλεια του Ερίκ Μαρτί, ενός εκ των αγαπημένων μαθητών του, λαμπρού πανεπιστημιακού καθηγητή σήμερα. Λίγο αργότερα ο Μαρτί συγκέντρωσε σε μια χρηστική έκδοση τις αναλυτικές ανά τόμο εισαγωγές του στα «Απαντα», συνοδεύοντάς τες με δύο πολυσέλιδα κείμενα: μία αναμνηστική διαδρομή στην οποία καταγράφει τη γνωριμία και τη φιλία του με τον Μπαρτ, και μία εκτενή προσέγγιση στα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου», προϊόν ενός σεμιναριακού μαθήματος που αφιέρωσε στο βιβλίο αυτό. Τιτλοφόρησε τον τόμο «Ρολάν Μπαρτ. Το επάγγελμα του συγγραφέα» (Seuil, 2006) και, στα γαλλικά, είναι ένας καλός οδηγός για να γνωρίσει κανείς τον Μπαρτ, τις συγγραφικές «φάσεις» του, αλλά και το habitus, το έθος-ήθος της καθημερινότητάς του.
Η μεταθανάτια κοινοποίηση προσωπικών σελίδων ενός συγγραφέα, ως υπέρβαση των ορίων ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό εν ονόματι της αρχειοθετικής δεοντολογίας ή της σημερινής επανεκτίμησης του αυτοβιογραφικού συμβολαίου, εξακολουθεί να διχάζει τους αναγνώστες και, ακόμη περισσότερο, το φίλιο και οικείο περιβάλλον του τεθνεώτος. Ετσι, διασταυρώθηκαν τα πυρά ένθεν και ένθεν όταν δημοσιεύτηκαν τα «Συμβάντα» (1987), που δήλωναν απροκάλυπτα την ομοφυλοφιλία του Μπαρτ. Θα συναινούσε ο συγγραφέας στην έκδοσή τους; Τα θεωρούσε μέρος του έργου του; Η συζήτηση αυτή επανερχόταν με την εμφάνιση κάθε ανέκδοτου κειμένου. Το ίδιο έγινε και το 2009, όταν ανασύρθηκαν από το αρχείο και είδαν το φως της δημοσιότητας δύο άγνωστα γραπτά του συγγραφέα, το «Ημερολόγιο πένθους» και τα «Τετράδια από το ταξίδι στην Κίνα».
Το ταξίδι - δοκιμασία
Την άνοιξη του 1974 ο Μπαρτ συμμετέχει σε ένα εικοσαήμερο οργανωμένο ταξίδι με φίλους στη μαοϊκή Κίνα· συνοδοιπόροι είναι οι βασικοί εκπρόσωποι του περιοδικού «Tel Quel» που τελούσε υπό τη γοητεία του Μεγάλου Τιμονιέρη (το ζεύγος Φιλίπ Σολέρς - Τζούλια Κρίστεβα και o Μαρσελέν Πλεϊνέ, καθώς και ο Φρανσουά Βαλ, εκδότης τότε του Μπαρτ στον Seuil). Στενά επιτηρούμενη και βομβαρδιζόμενη από εξουθενωτικούς στερεότυπους ύμνους υπέρ της Πολιτιστικής Επανάστασης, η ομάδα των Γάλλων ακολουθεί ένα πιεστικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει επίσημες επισκέψεις σε εργοστάσια, γεωργικούς συνεταιρισμούς, νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του ο Μπαρτ σημειώνει σε τρία τετράδια εντυπώσεις, σκίτσα, σχόλια, που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι τούτο το ταξίδι υπήρξε γι' αυτόν το ακριβώς αντίθετο από την αισθητική εμπειρία που αποτύπωσε στην «Επικράτεια των σημείων» (1970) μετά την επίσκεψή του στην Ιαπωνία. Αντιμέτωπος με όλη αυτή την ιδεολογική λογόρροια που τον αναισθητοποιεί, ο Μπαρτ στρέφει την προσοχή του σε μικρές λεπτομέρειες-διαφυγές, όπως η ποιότητα του τσαγιού, οι χρωματικές εναλλαγές των τοπίων, οι ενδυματολογικές σημασίες, οι γεύσεις, οι ήχοι. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού έχει μαζί του και διαβάζει το «Μπουβάρ και Πεκυσέ» του Φλομπέρ. Πλήττει, το ταξίδι είναι μια δοκιμασία, κατακλύζεται από ό,τι απωθεί περισσότερο την ευαισθησία του (άκαμπτος, ετοιμοπαράδοτος λόγος, ολοκληρωτική, στρατευμένη ομοιομορφία). Το άρθρο περί Κίνας που δημοσίευσε επιστρέφοντας στην εφημερίδα «Le Monde» δεν άφηνε να φανεί αυτή η δυσφορία και η πλήξη. Κατείχε την τέχνη να δείχνει παρών ενώ ήταν εντελώς απών, αναδιπλωμένος σε άλλες σκέψεις: στην ουσία στην Κίνα ξαναλειτούργησε το κριτήριο του σημειολόγου καταγράφοντας νέες «μυθολογίες»· ωστόσο το σώμα αντέδρασε πιο γρήγορα και άμεσα από το πνεύμα - ο Μπαρτ ταλαιπωρείται αυτό το εικοσαήμερο από φοβερές αϋπνίες και ημικρανίες. Είναι ενδεικτικός της δυσανεξίας του ο τρόπος με τον οποίο δηλώνει το τέλος αυτού του ταξιδιού: «Απογειωνόμαστε. ΟΥΦ!».
Ο απαρηγόρητος γιος
Τον Οκτώβριο του 1977 πεθαίνει η μητέρα τού Μπαρτ. Εμεναν μαζί και της είχε μεγάλη αδυναμία· εκείνη υπήρξε η «οικογένειά» του (ήταν μόλις μονοετής όταν έχασε τον πατέρα του). Από την επομένη του θανάτου της και έως το φθινόπωρο του 1979 καταγράφει σε μικρά «δελτία εργασίας» σχεδόν καθημερινά τoν άφατo πόνο του γι' αυτή την απώλεια, πότε μια-δυο φράσεις, πότε εκτενέστερα σημειώματα. Είναι σαφές από τα κειμενικά αυτά θραύσματα ότι ο Μπαρτ δεν θέλει να θεραπεύσει το πένθος του, θέλει να το κατοικήσει, να το συνεχίσει, να διαφυλάξει αυτή την κρύπτη της θλίψης του («Δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό από φόβο μήπως κάνω λογοτεχνία»· «Από 'δώ και πέρα και για πάντα θα είμαι εγώ η ίδια μου η μητέρα»· «Σύγχυση ρόλων. Επί μήνες ήμουν η μητέρα της. Είναι σαν να έχασα την κόρη μου»· «Ο,τι με εντυπωσιάζει περισσότερο: το πένθος κατά πλάκας - όπως η σκλήρυνση»).
Οπως τα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου» (1977) έδειχναν τον ερωτευμένο, τούτο το «Ημερολόγιο πένθους» δείχνει τον απαρηγόρητο γιο, ομόλογο του ορφανεμένου Προυστ (πολλές ρητές αναφορές). Ενιαία αφήγηση δεν υπάρχει· ωστόσο τα συγκεκριμένα 330 δελτία (από τα περίπου 13.000 του αρχείου) αποτελούν σαφώς ένα συνεκτικό και χρονοθετημένο σύνολο, μια χωριστή δέσμη εσωτερικευμένου λόγου που φωτίζει τον αναγνώστη του μπαρτικού έργου αν αναλογιστεί ότι από εδώ ξεκινά ο «Φωτεινός θάλαμος» (1980), το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα· υπό τον αστερισμό των σπαρακτικών αυτών αποσπασμάτων ετοιμάζονται επίσης οι παραδόσεις των μαθημάτων στο College de France και σχεδιάζεται το μυθιστόρημα που θα τιτλοφορούσε «Vita Nova». Παρακολουθεί κανείς το σάστισμα και την οδύνη ενός ανθρώπου που, παρά ταύτα, στοχάζεται, συνεχίζει να ζει και να αναλύει τη βίωση του καθημερινού.
Τα δύο ανέκδοτα, ιδιωτικά κείμενα ρίχνουν φως σε έναν ευάλωτο, ανθρώπινο Μπαρτ και, για όσους γνωρίζουν το έργο του, συμπληρώνουν την εικόνα του συγγραφέα. Ο κομψός λόγος του, η διαυγής σκέψη του σώζονται στην ελληνική μετάφραση. Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τη μελέτη του Μαρτί, που κακοποιείται βάναυσα και δεν μπορεί κανείς να συστήσει την ελληνική εκδοχή της. Σε γλώσσα μιξοβάρβαρη, αναίτια «καθαρευουσιάνικη», με παρανοήσεις και πραγματολογικές αβλεψίες, μάλλον θα απωθήσει παρά θα ελκύσει τον αναγνώστη. Καθιστά, δυστυχώς, διπλά ευάλωτο τον Μπαρτ.


Πηγή: Τα Νέα
Δημοσιεύτηκε στις 29/12/2012

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire