Φόκνερ εναντίον Χέμινγουεϊ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΛΟΣΠΥΡΟΣ
Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ (αριστερά) στην Κούβα, με τη γάτα του,
Μπουάζ (φωτ. Ernest Hemingway Collection/John F. Kennedy Presidential
Library & Museum). Δεξιά, ο Ουίλιαμ Φόκνερ στο Μισισίπι το 1947,
φωτογραφημένος από τον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν (Magnum).
JOSEPH FRUSCIONE
Faulkner and Hemingway, Biography of
A Literary Rivalry
εκδ. The Ohio State University Press, σελ. 264
14 Απριλίου 1947. O Γουίλιαμ Φόκνερ έχει προσκληθεί να δώσει σειρά διαλέξεων στους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μισισιπή. Το πανεπιστήμιο προσφέρει στον Φόκνερ διακόσια πενήντα δολάρια με αντάλλαγμα τις αυθόρμητες σκέψεις, το απόσταγμα των εμπειριών και την αίγλη που τον συνοδεύει. Ο Φόκνερ συναινεί υπό όρους: οι φοιτητές δεν θα κρατήσουν σημειώσεις· οι συζητήσεις θα διεξαχθούν κεκλεισμένων των θυρών για το εκπαιδευτικό προσωπικό.
Ομως η παρουσία του συγγραφέα στο γνώριμο περιβάλλον του πανεπιστημίου όπου είχε φοιτήσει για σύντομο χρονικό διάστημα μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα λειτουργήσει ως άλλοθι για τη χαλάρωση και, τελικά, την παραβίαση των αυστηρών προϋποθέσεων που έθεσε ο Φόκνερ. Οχι μόνο οι καθηγητές θα είναι αυτήκοοι μάρτυρες και οι φοιτητές θα καταγράψουν και το τελευταίο κόμπιασμα του εξέχοντος ομιλητή, αλλά και ο Μάρβιν Μπλακ, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του πανεπιστημίου, θα δημοσιεύσει δελτίο Τύπου, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν ανάμεσα στον συγγραφέα και στους παρευρισκομένους.
Απαντώντας στην ερώτηση ενός εκ των φοιτητών αναφορικά με τη θέση του στην ιεραρχία των σημαντικότερων εν ζωή Αμερικανών πεζογράφων, ο Φόκνερ τοποθέτησε τον εαυτό του κάτω από τον Τόμας Γουλφ του αριστουργηματικού «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου», και πάνω από τον Ντος Πάσος, τον Χέμινγουεϊ και τον Στάινμπεκ. Πρόσθεσε επίσης ότι έβαλε τον Χέμινγουεϊ στην τέταρτη θέση διότι πίστευε ότι δεν διέθετε το απαραίτητο θάρρος. Ο Χέμινγουεϊ δεν συγχώρησε τον Φόκνερ για την αποστροφή του, ούτε όταν ο δεύτερος απολογήθηκε με δύο επιστολές στις οποίες διευκρίνισε ότι αναφερόταν στο συγγραφικό θάρρος του και όχι στο θάρρος του ως άνδρα, όπως είχε πιστέψει αρχικά ο Χέμινγουεϊ, όντας μονίμως ευαίσθητος απέναντι σε οτιδήποτε μπορούσε να πλήξει την προστατευμένη εικόνα του ανδρισμού του.
Ανταγωνιστές
Στη μία γωνιά του ρινγκ ο Γουίλιαμ Φόκνερ, ιδιοκτήτης της φανταστικής πολιτείας της Γιοκναπατούφα, της λογοτεχνικής μικρογραφίας του ρημαγμένου από τον Εμφύλιο και δέσμιου των συντηρητικών ηθών αμερικανικού Νότου, ο ρωμαλέος πεζογράφος με την παράφορη πρόζα, που προσπαθούσε να συμπεριλάβει όλο τον κόσμο σε μία πρόταση. Και στην άλλη γωνιά, ο κοσμογυρισμένος Ερνεστ Χέμινγουεϊ, που έγραφε για ό,τι ζούσε και ζούσε για να γράφει, ο μινιμαλιστής χρονικογράφος της παραλογισμένης Ευρώπης, ο καλλιτέχνης που φρόντιζε τη δημόσια περσόνα του το ίδιο σχολαστικά με τις απέριττες προτάσεις του.
Στην παρούσα μελέτη του ο Joseph Fruscione, καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν, έχοντας αναδιφήσει στα βιβλία, στην αλληλογραφία και την αρθρογραφία των δυο εμβληματικών Αμερικανών συγγραφέων, αναδεικνύει την ανεξίτηλη επιρροή που άσκησε ο ένας στον άλλον, τόσο μέσω των έργων τους όσο, κυρίως, εξαιτίας του αναπόφευκτου ανταγωνισμού, στις σπείρες του οποίου παγιδεύτηκαν από νωρίς αμφότεροι.
Ο Φόκνερ θεωρούσε ότι ο Χέμινγουεϊ είχε τελειοποιήσει ένα συγκεκριμένο στυλ γραφής και είχε θωρακιστεί πίσω απ’ αυτό, αρνούμενος να εξελιχθεί ως συγγραφέας, να πειραματιστεί και να αποτύχει ένδοξα. Αντίστοιχα, ο Χέμινγουεϊ κατηγορούσε τον Φόκνερ για έλλειψη πειθαρχίας και γλωσσική αμετροέπεια· στις εξάρσεις μνησικακίας που τον καταλάμβαναν συχνά ύστερα από τις δηλώσεις του Φόκνερ στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, υποδείκνυε τον αλκοολισμό του αντιπάλου του ως την κυριότερη αιτία για τις αφηγηματικές αμετρίες, τα ανοιχτά φινάλε στις ιστορίες του και την αχαλίνωτη ροή της συνείδησης που πλημμυρίζει τα πεζά του.
Ακόμη κι αν ο Φόκνερ δεν δίστασε πολλές φορές να εκφράσει δημόσια τον θαυμασμό του για το ταλέντο του Χέμινγουεϊ, για να εισπράξει με τη σειρά του ανάλογα εγκώμια από τον άσπονδο φίλο του, ο καθένας τους θεωρούσε ότι το έργο του ήταν ο καθρέφτης των αδυναμιών του άλλου και πίστευε ότι ο ανταγωνιστής του όφειλε να διδαχτεί από αυτό.
Σε αντίθεση με τον οξύθυμο, απρόβλεπτο και συχνά πικρόχολο Χέμινγουεϊ, ο Φόκνερ ήταν μετριοπαθής στις αντιδράσεις του και φρόντιζε να τηρεί αμυντική στάση στις λεκτικές κοκορομαχίες τους, προκειμένου να μην αποκλίνει από το πρότυπο του αποστασιοποιημένου και θρησκευτικά αφοσιωμένου στην τέχνη του συγγραφέα. Παράλληλα, ήταν ο μοναδικός Αμερικανός πεζογράφος του οποίου το έργο έκανε τον Χέμινγουεϊ να αισθάνεται μειονεκτικά. Ηταν τέτοια η ταραχή που του προκαλούσε ο παραγωγικός και πολυβραβευμένος Φόκνερ, ώστε ακόμη κι όταν ο δεύτερος επαίνεσε το «Ο γέρος και η θάλασσα» με κριτική του στην επιθεώρηση Shenandoah, ο Χέμινγουεϊ εξέλαβε το κείμενο ως άλλο ένα τέχνασμα του πανούργου Φόκνερ, που στόχευε στη διατράνωση της συγγραφικής του ανωτερότητας.
Ενσωμάτωση και μίμηση
Οσο σίγουροι και ετοιμοπόλεμοι κι αν έμοιαζαν σκυμμένοι πίσω από τα αναχώματα που είχαν στήσει επιμελώς με τα αταλάντευτα αισθητικά τους κριτήρια, οι δυο νομπελίστες ενσωμάτωσαν στα βιβλία τους ο ένας στοιχεία από τα μυθιστορήματα του άλλου, άλλοτε συνειδητά, με σκοπό να τα παρωδήσουν, ενίοτε υποσυνείδητα, ως απόρροια του σεβασμού ανάμεσά τους. Για παράδειγμα, η ήπια χρήση της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» προέκυψε ως απάντηση στον προχωρημένο μοντερνισμό του Φόκνερ, καθώς ο Χέμινγουεϊ, μολονότι παρέμενε πιστός στις αρχές της διαυγούς, εικονοκλαστικής γραφής του, δεν ήθελε να βρεθεί ανέστιος και απομακρυσμένος από το δεσπόζον καλλιτεχνικό ρεύμα της εποχής του. Αντίστοιχα, τα «Αγρια φοινικόδεντρα» συνιστούν την απόπειρα του Φόκνερ να μιμηθεί, σε σημεία, την τεχνοτροπία του αντιπάλου του προκειμένου να τη βελτιώσει και να την υπερβεί.
Η διαμάχη ανάμεσα σε δύο σπουδαίους συγγραφείς δεν είναι ποτέ παίγνιο μηδενικού αθροίσματος· το κέρδος του ενός δεν συνεπάγεται αυτόματα ζημία για τον άλλον. Από τη μελέτη του Fruscione συνάγεται, αντιθέτως, ότι ο χρόνιος ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο τιτάνες της αμερικανικής πεζογραφίας υπήρξε στην πραγματικότητα μια ανομολόγητη συμμαχία που τους βοήθησε να γίνουν καλύτεροι συγγραφείς και να σταθούν οπλισμένοι με θάρρος απέναντι στους μεγαλύτερους φόβους τους: τον αναγνώστη και την απειλή της λησμονιάς.
Έντυπη
Faulkner and Hemingway, Biography of
A Literary Rivalry
εκδ. The Ohio State University Press, σελ. 264
14 Απριλίου 1947. O Γουίλιαμ Φόκνερ έχει προσκληθεί να δώσει σειρά διαλέξεων στους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μισισιπή. Το πανεπιστήμιο προσφέρει στον Φόκνερ διακόσια πενήντα δολάρια με αντάλλαγμα τις αυθόρμητες σκέψεις, το απόσταγμα των εμπειριών και την αίγλη που τον συνοδεύει. Ο Φόκνερ συναινεί υπό όρους: οι φοιτητές δεν θα κρατήσουν σημειώσεις· οι συζητήσεις θα διεξαχθούν κεκλεισμένων των θυρών για το εκπαιδευτικό προσωπικό.
Ομως η παρουσία του συγγραφέα στο γνώριμο περιβάλλον του πανεπιστημίου όπου είχε φοιτήσει για σύντομο χρονικό διάστημα μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα λειτουργήσει ως άλλοθι για τη χαλάρωση και, τελικά, την παραβίαση των αυστηρών προϋποθέσεων που έθεσε ο Φόκνερ. Οχι μόνο οι καθηγητές θα είναι αυτήκοοι μάρτυρες και οι φοιτητές θα καταγράψουν και το τελευταίο κόμπιασμα του εξέχοντος ομιλητή, αλλά και ο Μάρβιν Μπλακ, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του πανεπιστημίου, θα δημοσιεύσει δελτίο Τύπου, συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν ανάμεσα στον συγγραφέα και στους παρευρισκομένους.
Απαντώντας στην ερώτηση ενός εκ των φοιτητών αναφορικά με τη θέση του στην ιεραρχία των σημαντικότερων εν ζωή Αμερικανών πεζογράφων, ο Φόκνερ τοποθέτησε τον εαυτό του κάτω από τον Τόμας Γουλφ του αριστουργηματικού «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου», και πάνω από τον Ντος Πάσος, τον Χέμινγουεϊ και τον Στάινμπεκ. Πρόσθεσε επίσης ότι έβαλε τον Χέμινγουεϊ στην τέταρτη θέση διότι πίστευε ότι δεν διέθετε το απαραίτητο θάρρος. Ο Χέμινγουεϊ δεν συγχώρησε τον Φόκνερ για την αποστροφή του, ούτε όταν ο δεύτερος απολογήθηκε με δύο επιστολές στις οποίες διευκρίνισε ότι αναφερόταν στο συγγραφικό θάρρος του και όχι στο θάρρος του ως άνδρα, όπως είχε πιστέψει αρχικά ο Χέμινγουεϊ, όντας μονίμως ευαίσθητος απέναντι σε οτιδήποτε μπορούσε να πλήξει την προστατευμένη εικόνα του ανδρισμού του.
Ανταγωνιστές
Στη μία γωνιά του ρινγκ ο Γουίλιαμ Φόκνερ, ιδιοκτήτης της φανταστικής πολιτείας της Γιοκναπατούφα, της λογοτεχνικής μικρογραφίας του ρημαγμένου από τον Εμφύλιο και δέσμιου των συντηρητικών ηθών αμερικανικού Νότου, ο ρωμαλέος πεζογράφος με την παράφορη πρόζα, που προσπαθούσε να συμπεριλάβει όλο τον κόσμο σε μία πρόταση. Και στην άλλη γωνιά, ο κοσμογυρισμένος Ερνεστ Χέμινγουεϊ, που έγραφε για ό,τι ζούσε και ζούσε για να γράφει, ο μινιμαλιστής χρονικογράφος της παραλογισμένης Ευρώπης, ο καλλιτέχνης που φρόντιζε τη δημόσια περσόνα του το ίδιο σχολαστικά με τις απέριττες προτάσεις του.
Στην παρούσα μελέτη του ο Joseph Fruscione, καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν, έχοντας αναδιφήσει στα βιβλία, στην αλληλογραφία και την αρθρογραφία των δυο εμβληματικών Αμερικανών συγγραφέων, αναδεικνύει την ανεξίτηλη επιρροή που άσκησε ο ένας στον άλλον, τόσο μέσω των έργων τους όσο, κυρίως, εξαιτίας του αναπόφευκτου ανταγωνισμού, στις σπείρες του οποίου παγιδεύτηκαν από νωρίς αμφότεροι.
Ο Φόκνερ θεωρούσε ότι ο Χέμινγουεϊ είχε τελειοποιήσει ένα συγκεκριμένο στυλ γραφής και είχε θωρακιστεί πίσω απ’ αυτό, αρνούμενος να εξελιχθεί ως συγγραφέας, να πειραματιστεί και να αποτύχει ένδοξα. Αντίστοιχα, ο Χέμινγουεϊ κατηγορούσε τον Φόκνερ για έλλειψη πειθαρχίας και γλωσσική αμετροέπεια· στις εξάρσεις μνησικακίας που τον καταλάμβαναν συχνά ύστερα από τις δηλώσεις του Φόκνερ στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, υποδείκνυε τον αλκοολισμό του αντιπάλου του ως την κυριότερη αιτία για τις αφηγηματικές αμετρίες, τα ανοιχτά φινάλε στις ιστορίες του και την αχαλίνωτη ροή της συνείδησης που πλημμυρίζει τα πεζά του.
Ακόμη κι αν ο Φόκνερ δεν δίστασε πολλές φορές να εκφράσει δημόσια τον θαυμασμό του για το ταλέντο του Χέμινγουεϊ, για να εισπράξει με τη σειρά του ανάλογα εγκώμια από τον άσπονδο φίλο του, ο καθένας τους θεωρούσε ότι το έργο του ήταν ο καθρέφτης των αδυναμιών του άλλου και πίστευε ότι ο ανταγωνιστής του όφειλε να διδαχτεί από αυτό.
Σε αντίθεση με τον οξύθυμο, απρόβλεπτο και συχνά πικρόχολο Χέμινγουεϊ, ο Φόκνερ ήταν μετριοπαθής στις αντιδράσεις του και φρόντιζε να τηρεί αμυντική στάση στις λεκτικές κοκορομαχίες τους, προκειμένου να μην αποκλίνει από το πρότυπο του αποστασιοποιημένου και θρησκευτικά αφοσιωμένου στην τέχνη του συγγραφέα. Παράλληλα, ήταν ο μοναδικός Αμερικανός πεζογράφος του οποίου το έργο έκανε τον Χέμινγουεϊ να αισθάνεται μειονεκτικά. Ηταν τέτοια η ταραχή που του προκαλούσε ο παραγωγικός και πολυβραβευμένος Φόκνερ, ώστε ακόμη κι όταν ο δεύτερος επαίνεσε το «Ο γέρος και η θάλασσα» με κριτική του στην επιθεώρηση Shenandoah, ο Χέμινγουεϊ εξέλαβε το κείμενο ως άλλο ένα τέχνασμα του πανούργου Φόκνερ, που στόχευε στη διατράνωση της συγγραφικής του ανωτερότητας.
Ενσωμάτωση και μίμηση
Οσο σίγουροι και ετοιμοπόλεμοι κι αν έμοιαζαν σκυμμένοι πίσω από τα αναχώματα που είχαν στήσει επιμελώς με τα αταλάντευτα αισθητικά τους κριτήρια, οι δυο νομπελίστες ενσωμάτωσαν στα βιβλία τους ο ένας στοιχεία από τα μυθιστορήματα του άλλου, άλλοτε συνειδητά, με σκοπό να τα παρωδήσουν, ενίοτε υποσυνείδητα, ως απόρροια του σεβασμού ανάμεσά τους. Για παράδειγμα, η ήπια χρήση της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» προέκυψε ως απάντηση στον προχωρημένο μοντερνισμό του Φόκνερ, καθώς ο Χέμινγουεϊ, μολονότι παρέμενε πιστός στις αρχές της διαυγούς, εικονοκλαστικής γραφής του, δεν ήθελε να βρεθεί ανέστιος και απομακρυσμένος από το δεσπόζον καλλιτεχνικό ρεύμα της εποχής του. Αντίστοιχα, τα «Αγρια φοινικόδεντρα» συνιστούν την απόπειρα του Φόκνερ να μιμηθεί, σε σημεία, την τεχνοτροπία του αντιπάλου του προκειμένου να τη βελτιώσει και να την υπερβεί.
Η διαμάχη ανάμεσα σε δύο σπουδαίους συγγραφείς δεν είναι ποτέ παίγνιο μηδενικού αθροίσματος· το κέρδος του ενός δεν συνεπάγεται αυτόματα ζημία για τον άλλον. Από τη μελέτη του Fruscione συνάγεται, αντιθέτως, ότι ο χρόνιος ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο τιτάνες της αμερικανικής πεζογραφίας υπήρξε στην πραγματικότητα μια ανομολόγητη συμμαχία που τους βοήθησε να γίνουν καλύτεροι συγγραφείς και να σταθούν οπλισμένοι με θάρρος απέναντι στους μεγαλύτερους φόβους τους: τον αναγνώστη και την απειλή της λησμονιάς.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire