Ο ευγενής του αντικομφορμισμού
Σε μια πνευματική ζωή όπου η οξύτητα
της έκφρασης αντιμετωπιζόταν ως διανοητική αρετή, ισότιμη με την
εξυπνάδα της ατάκας και τις απόλυτες απόψεις που απέκλειαν κάθε
δυνατότητα αμφιβολίας και διαλόγου, ο Μένης Κουμανταρέας είχε αναλάβει
τον ρόλο της ευγενούς εξαίρεσης. Πολλοί θα πουν ότι τη στάση αυτή την
χρωστούσε στην αστική του παιδεία, ενδεχομένως και στη διακριτικότητα
του χαρακτήρα του. Σίγουρα όμως την χρωστούσε και στο λογοτεχνικό του
ήθος. Στις δεκαετίες που δημιούργησε το έργο του και βρήκε τη θέση του
στον Κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας, τα αξιώματα στη δημοκρατία των
γραμμάτων προϋπέθεταν την ενεργό πολιτική ένταξη η οποία εξαγόραζε τα
όποια καλλιτεχνικά ελλείμματα. Για να ασκήσεις δημόσιο λόγο έπρεπε να
εκδώσεις πρώτα πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων, με τις απαραίτητες
σφραγίδες και τις περγαμηνές της εκ των ων ουκ άνευ προοδευτικής σου
τοποθέτησης. Το χαρακτηριστικό του Κουμανταρέα ήταν ότι, ασχέτως
προσωπικών απόψεων, όταν μιλούσε δημόσια μιλούσε ως λογοτέχνης, για να
υπερασπιστεί την τέχνη την οποία υπηρέτησε με σθένος σε όλη του τη ζωή.
Πολύγλωσσος και εξαιρετικός μεταφραστής, μύστης της παγκόσμιας
λογοτεχνίας, ήξερε πως η υπεράσπιση της δημιουργίας, για να έχει κάποιο
κοινωνικό αντίκρισμα, πρέπει να φέρει το κύρος της προσωπικής ευθύνης
και τον σεβασμό των υλικών που συνθέτουν την προσωπικότητα του
δημιουργού. Οπως ο Φώκνερ έζησε τον αλκοολισμό του χωρίς να τον
μετατρέψει σε ιδεολογία, ο Κουμανταρέας έζησε την ομοφυλοφιλία του. Την
σεβάστηκε, αναγνώρισε τη δύναμή της, δεν την έκρυψε αλλά και δεν την
διακήρυξε και πάντως δεν την μετέτρεψε σε πολιτική σημαία ούτε
προσπάθησε να την μετατρέψει σε κοινωνική αξία. Ηταν διακριτικός, αλλά
ήταν και αντικομφορμιστής.
Για τη δική μου τη γενιά το έργο του Κουμανταρέα σήμανε κατά κάποιον τρόπο και τη μύηση στην τέχνη της πεζογραφίας. Την εφηβεία μας την σημάδεψε η ποίηση, την σημάδεψαν οι μεταφράσεις, τα μυθιστορήματα της γενιάς του ’30 και ο Καζαντζάκης, όμως διαβάζοντας τον Κουμανταρέα της εποχής εκείνης, τη «Βιοτεχνία Υαλικών» και την «Κυρία Κούλα», για πρώτη φορά ερχόμασταν σε επαφή με μια λογοτεχνία που μιλούσε τόσο άμεσα και χωρίς περιστροφές για τον κόσμο μας. Κατάφερε να κάνει λογοτεχνία με τα πιο ευτελή υλικά της καθημερινότητάς μας, από τον ηλεκτρικό ή την πλατεία Βικτωρίας, τη «Βικτώρια», χωρίς να ανατρέξει στην πάγια καταφυγή την οποία χρησιμοποιεί η ελληνική μιζέρια για να εξιλεώσει την ασημαντότητά της, τη μεγάλη Ιστορία, με τους πολέμους και τους εμφυλίους. Η λογοτεχνία του είναι η λογοτεχνία της Αθήνας. Η πόλη αυτή, στην οποία έμεινε πιστός ώς το τέλος της ζωής του, με την ασχήμια της και την ποταπότητά της, με τη μικροαστική της ζωή, στο έργο του αποκτά μια ιερότητα. Είναι ο χώρος που αναδεικνύει τα πρόσωπα του δράματος και τον ίδιο τον συγγραφέα. Το μυθιστόρημα είναι παιδί της αστικής ζωής και αυτό ο Κουμανταρέας το ήξερε πολύ καλά, ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε Ελληνα συγγραφέα της γενιάς του, της γενιάς που σηματοδότησε το πέρασμα της πρωτοκαθεδρίας στα γράμματά μας, από την ποίηση στο μυθιστόρημα, της γενιάς της ευρωπαϊκής Ελλάδας.
Το έργο του θα μείνει, αν υπάρξουν και στο μέλλον, σε πείσμα της ελληνικής εκπαίδευσης, αναγνώστες της λογοτεχνίας μας. Ο ίδιος, όμως, δεν υπάρχει πια. Μία ακόμη απώλεια για το είδος υπό εξαφάνιση, το είδος αυτό του καλλιεργημένου Ελληνα που αγάπησε τη λογοτεχνική δημιουργία τόσο ώστε να την κάνει τρόπο ζωής. Τρόπο ζωής και τρόπο σκέψης, ασπίδα απέναντι στην οξύτητα των πάσης φύσεως βεβαιοτήτων και τον φανατισμό. Η αξιοπρέπεια της παρουσίας του, η ευγένειά του, η διακριτικότητά του, ο «μειλίχιος» αντικομφορμισμός του, το θάρρος με το οποίο αντιμετώπισε τις επιθυμίες του, δίνουν το στίγμα της μοναχικής πνευματικής του στάσης.
Για τη δική μου τη γενιά το έργο του Κουμανταρέα σήμανε κατά κάποιον τρόπο και τη μύηση στην τέχνη της πεζογραφίας. Την εφηβεία μας την σημάδεψε η ποίηση, την σημάδεψαν οι μεταφράσεις, τα μυθιστορήματα της γενιάς του ’30 και ο Καζαντζάκης, όμως διαβάζοντας τον Κουμανταρέα της εποχής εκείνης, τη «Βιοτεχνία Υαλικών» και την «Κυρία Κούλα», για πρώτη φορά ερχόμασταν σε επαφή με μια λογοτεχνία που μιλούσε τόσο άμεσα και χωρίς περιστροφές για τον κόσμο μας. Κατάφερε να κάνει λογοτεχνία με τα πιο ευτελή υλικά της καθημερινότητάς μας, από τον ηλεκτρικό ή την πλατεία Βικτωρίας, τη «Βικτώρια», χωρίς να ανατρέξει στην πάγια καταφυγή την οποία χρησιμοποιεί η ελληνική μιζέρια για να εξιλεώσει την ασημαντότητά της, τη μεγάλη Ιστορία, με τους πολέμους και τους εμφυλίους. Η λογοτεχνία του είναι η λογοτεχνία της Αθήνας. Η πόλη αυτή, στην οποία έμεινε πιστός ώς το τέλος της ζωής του, με την ασχήμια της και την ποταπότητά της, με τη μικροαστική της ζωή, στο έργο του αποκτά μια ιερότητα. Είναι ο χώρος που αναδεικνύει τα πρόσωπα του δράματος και τον ίδιο τον συγγραφέα. Το μυθιστόρημα είναι παιδί της αστικής ζωής και αυτό ο Κουμανταρέας το ήξερε πολύ καλά, ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε Ελληνα συγγραφέα της γενιάς του, της γενιάς που σηματοδότησε το πέρασμα της πρωτοκαθεδρίας στα γράμματά μας, από την ποίηση στο μυθιστόρημα, της γενιάς της ευρωπαϊκής Ελλάδας.
Το έργο του θα μείνει, αν υπάρξουν και στο μέλλον, σε πείσμα της ελληνικής εκπαίδευσης, αναγνώστες της λογοτεχνίας μας. Ο ίδιος, όμως, δεν υπάρχει πια. Μία ακόμη απώλεια για το είδος υπό εξαφάνιση, το είδος αυτό του καλλιεργημένου Ελληνα που αγάπησε τη λογοτεχνική δημιουργία τόσο ώστε να την κάνει τρόπο ζωής. Τρόπο ζωής και τρόπο σκέψης, ασπίδα απέναντι στην οξύτητα των πάσης φύσεως βεβαιοτήτων και τον φανατισμό. Η αξιοπρέπεια της παρουσίας του, η ευγένειά του, η διακριτικότητά του, ο «μειλίχιος» αντικομφορμισμός του, το θάρρος με το οποίο αντιμετώπισε τις επιθυμίες του, δίνουν το στίγμα της μοναχικής πνευματικής του στάσης.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire