Ο γερμανός φιλόσοφος εργάζεται
στο γραφείο του
Γεράσιμος Βώκος*
Λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του στις 12 Φεβρουαρίου 1804, ο Καντ, καταβεβλημένος από τα γηρατειά και την αρρώστια, δέχτηκε την επίσκεψη του γιατρού του. Μόλις τον αντίκρισε, ο γέρος καθηγητής σηκώθηκε από την πολυθρόνα και τον χαιρέτησε με τρεμάμενα χέρια, μουρμουρίζοντας: «Ευτυχώς η αίσθηση της ανθρωπότητας δεν με έχει ακόμη εγκαταλείψει».
H ιστορία, την οποία μεταφέρει ένας από τους οικείους του, μπορεί να δώσει μια εικόνα του μικρόσωμου ανθρώπου με τα όμορφα γαλανά μάτια που ήταν ο φιλόσοφος της Κενιξβέργης. Ποτέ δεν εγκατέλειψε αυτή την πόλη, στην οποία γεννήθηκε το 1724. Κανένα ταξίδι, ούτε στη Γερμανία ούτε στο εξωτερικό: περίεργη ζωή, αν σκεφτεί κανείς ότι τα τρία πέμπτα από τα βιβλία της βιβλιοθήκης του αναφέρονται σε ταξιδιωτικές περιγραφές.
Διακρίνουμε δύο περιόδους στην πνευματική παραγωγή του φιλοσόφου: την προκριτική και την κριτική περίοδο. Στην πρώτη κατατάσσονται όλα τα έργα - μερικά από τα οποία έχουν εξαιρετική σημασία - που γράφτηκαν πριν από τη θεμελίωση της κριτικής φιλοσοφίας. Στη δεύτερη περίοδο κυριαρχούν τα τρία βιβλία που σφράγισαν τη μοίρα του φιλοσοφικού λόγου ως τις μέρες μας: η Κριτική του καθαρού λόγου, η Κριτική του πρακτικού λόγου και η Κριτική της κριτικής δύναμης, η περίφημη και αινιγματική Τρίτη Κριτική. Στη συνέχεια θα σταθούμε μόνο σε ορισμένα καίρια σημεία της Κριτικής του καθαρού λόγου, η οποία δημοσιεύεται από τον φιλόσοφο το 1781, στα πενήντα επτά του χρόνια.
Το γενικό πρόβλημα που θέτει η κριτική είναι παραδοσιακού τύπου: ποιες είναι οι σχέσεις ανάμεσα στη γνώση και στα πράγματα; H απάντηση του Καντ όμως μόνο παραδοσιακή δεν είναι, καθώς ο φιλόσοφος, με τη λύση που προτείνει στο πρόβλημα, ανατρέπει ταυτοχρόνως και τον καρτεσιανό ρεαλισμό και τον εμπειρικό ιδεαλισμό, δηλαδή, με άλλα λόγια, τις δύο κυρίαρχες φιλοσοφικές τάσεις της εποχής του. Σχηματοποιώντας, μπορούμε να δούμε ότι η φιλοσοφία του Καντ ανάγεται σε μερικές απλές - γι' αυτό ίσως και κάπως δύσκολες - προτάσεις. H πρώτη βεβαιώνει την ύπαρξη της απόλυτης πραγματικότητας - που ο Καντ ονομάζει πράγμα καθεαυτό - αλλά η πραγματικότητα αυτή είναι απρόσιτη στη γνώση μου: γνωρίζω ότι το πράγμα καθεαυτό υπάρχει αλλά αγνοώ και το τι είναι και το πώς είναι.
Οι επόμενες προτάσεις αφορούν τη γνώση, η οποία είναι, πριν απ' όλα, εμπειρική. H γνώση συνίσταται σε ένα απόθεμα άτακτων αντιλήψεων· άλλες από αυτές ανάγονται στο εσωτερικό του υποκειμένου που είμαι, ενώ οι υπόλοιπες, που ονομάζονται αισθήσεις, είναι ανεξάρτητες από μένα και προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο. Οι αντιλήψεις μου, τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές, που ονομάζονται εποπτείες - δηλαδή άμεσες, αδιαμεσολάβητες γνώσεις -, συνιστούν πραγματικό θησαυρό, η αξία του οποίου όμως τείνει να μηδενιστεί, καθώς οι αντιλήψεις μου είναι πολλαπλές, μεταβλητές και φευγαλέες.
Ο μόνος τρόπος να αξιοποιηθεί ο πλούτος των εντυπώσεών μου είναι να οργανωθούν στο εσωτερικό σταθερών πλαισίων. Τα πλαίσια αυτά - ο Καντ τα ονομάζει μορφές - υπάρχουν, λειτουργούν και είναι δύο: ο χώρος και ο χρόνος. Οι καταστάσεις της συνείδησής μου διαδέχονται η μία την άλλη, συντελούνται δηλαδή στον χρόνο, ενώ οι αντιλήψεις μου ταξινομούνται στον χώρο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι, κατά συνέπεια, οι δύο αρχιτεκτονικές μορφές που συγκροτούν σε κόσμο το χάος των αντιλήψεών μου. Στην προοπτική αυτή μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο χώρος και ο χρόνος βρίσκονται έξω από την εμπειρία και προηγούνται της εμπειρίας. Αυτό συμβαίνει για τον απλό λόγο ότι είναι οι όροι που συνιστούν την ίδια την εμπειρία. Γι' αυτό ο Καντ ονομάζει τον χώρο και τον χρόνο α πριόρι μορφές της εμπειρίας και στο γνώρισμα αυτό θεμελιώνει τη δυνατότητα των μαθηματικών και της μηχανικής.
Από τον κόσμο των αισθήσεων μένει να περάσουμε στον κόσμο της λογικής. Οταν διατυπώνω την πρόταση «ο ήλιος θερμαίνει την πέτρα», δημιουργώ μια σύνδεση ανάμεσα σε δύο αισθητηριακές εποπτείες: την εποπτεία του ήλιου και αυτήν της θερμότητας της πέτρας. H σχέση αυτή είναι σχέση αιτίας. Ιδρύοντάς την όμως, έχω ήδη ξεπεράσει το στάδιο της εποπτείας: δεν αντιλαμβάνομαι μόνο τα αντικείμενα αλλά και τα σκέπτομαι. Σκέπτομαι, συνεπώς, σημαίνει ότι εφαρμόζω στον συγκροτημένο από τις μορφές του χώρου και του χρόνου κόσμο των αισθήσεων, σχέσεις σαν αυτή της αιτιότητας. H σκέψη, από τη σκοπιά αυτή, αποτελεί μια δραστηριότητα του πνεύματος που συντελείται σε ένα επίπεδο ανώτερο από εκείνο της αντίληψης. Ο Καντ ονομάζει κατηγορίες, εκμεταλλευόμενος και συγχρόνως ανανεώνοντας τις κατακτήσεις του μεγάλου Σταγειρίτη, τις πολύ γενικές αυτές σχέσεις που εφαρμόζονται από το πνεύμα στον κόσμο των αισθήσεων και σχηματίζουν το σύμπαν του νου. Μπορούμε τώρα να ορίσουμε με κάποια ακρίβεια τη γνώση: γνωρίζω σημαίνει εφαρμόζω τις κατηγορίες του νου στις αντιλήψεις που οργανώθηκαν από τον χώρο και τον χρόνο.
Στο μέτρο που οι κατηγορίες ανήκουν στο ανθρώπινο πνεύμα, η κοσμοθεωρία που προκύπτει έχει για μέτρο της τον άνθρωπο ως γνωστικό υποκείμενο. Ή, με άλλα λόγια, η γνώση του κόσμου είναι γνώση του υποκειμένου για τον κόσμο. Για να γνωρίσουμε τα πράγμα καθεαυτό ή την πραγματικότητα ως απόλυτο μέγεθος θα έπρεπε να μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα όπως τα βλέπει ο θεός, δηλαδή θα έπρεπε οι εποπτείες μας να μη διαμεσολαβούνται από τον χώρο και τον χρόνο. Τίποτα όμως δεν αποδεικνύει ότι αυτό μπορεί να συμβεί. Το πράγμα καθεαυτό παραμένει άγνωστο και αν στόχος της μεταφυσικής είναι η γνώση του, τότε η μεταφυσική ως επιστήμη είναι ανέφικτη.
Με δεδομένα τα προηγούμενα, ο Καντ μπορεί να υποστηρίξει ότι η κριτική φιλοσοφία είναι ταυτοχρόνως ιδεαλιστική και ρεαλιστική. Είναι ιδεαλιστική στο μέτρο που η γνώση ανάγεται στο πνεύμα, στο γνωστικό υποκείμενο. Αλλά η αναγωγή αυτή σε τίποτα δεν μειώνει την αντικειμενική ισχύ της γνώσης, καθώς οι κατηγορίες είναι οι ίδιες για όλους. Αυτού του τύπου ο αντικειμενικός χαρακτήρας της γνώσης εγγυάται τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της κριτικής φιλοσοφίας, ο οποίος ενισχύεται από το γεγονός ότι το πράγμα καθεαυτό, υπερβαίνοντας την εμπειρία, είναι υπαρκτό, παρ' όλο που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο γνώσης. Ακριβώς αυτή τη διπλή όψη της φιλοσοφίας του χαρακτήρισε ο Καντ, όταν ονόμασε το σύστημά του υπερβατολογικό ιδεαλισμό.
Μένει το κρίσιμο ερώτημα. Και ο θεός; H καντιανή απάντηση, στην προκειμένη περίπτωση, είναι τόσο τολμηρή όσο και ανθρώπινη: μπορούμε μόνο να τον πιστεύουμε. Να τον γνωρίσουμε, αυτό, δεν το μπορούμε.
*Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Πηγή: Το Βήμα
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire