ασφαλώς πληθωρική ως προς τις προκλητικές αξιώσεις της. Ευτυχώς που πραγματοποιήθηκε, για να γίνει σαφές ότι η τουρκική πλευρά όχι μόνο παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της, αλλά δεν χάνει την ευκαιρία να προσθέτει κι άλλες. Υπό την αιδήμονα σιωπή του κ. Δρούτσα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αμφισβήτησε ευθέως ότι το Καστελόριζο ανήκει στο Αιγαίο –άρα δεν διεκδικεί υφαλοκρηπίδα ούτε ΑΟΖ–, επιστρατεύοντας μια καινοφανή γεωγραφική θεωρία, ότι το νοτιότερο αυτό νησί της Ελλάδας ανήκει στη... Μεσόγειο! Δηλαδή, στην ουσία προσπαθεί να το αποκόψει από την ελληνική επικράτεια και να το εντάξει ευθέως στις αμφισβητούμενες περιοχές. Αν γίνει αποδεκτή η αξίωση αυτή της Τουρκίας, ακόμη και ως απλή διαπραγμάτευση, αυτόματα θα περιστείλει ελληνικά γεωπολιτικά δικαιώματα. Και οι... κλόουν της ελληνικής διπλωματίας δεν έκαναν τον κόπο να το αντικρούσουν ευθύς αμέσως με επίσημη ανακοίνωση...
Η χώρα στερείται πολιτικής και διπλωματικής σοβαρότητας και οι έχοντες την ευθύνη των ελληνοτουρκικών χειρισμών κινούνται μεταξύ ανεπάρκειας, ερασιτεχνισμού ή και εθνικής μειο δοσίας, και, υπό την πίεση της οικτρής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα, υπάρχει κίνδυνος παραχωρήσεων σε ζητήματα ζωτικού ενδιαφέροντος για την Ελλάδα και είναι προτιμότερο, αν όχι αναγκαίο, τα σχετικά ζητήματα να παραμένουν ανέγγιχτα ή αρρύθμιστα. Βεβαίως, αποσιωπάται το γεγονός ότι η Τουρκία έχει εδώ και χρόνια de facto προωθήσει τις θέσεις της έναντι της Ελλάδας –στο Αιγαίο και στη Θράκη–, και μάλιστα σε εποχές όπου θεωρούνταν ότι η χώρα μας διέθετε πλεονέκτημα οικονομικής ισχύος, με την ένταξή της στο σκληρό πυρήνα της ΟΝΕ και του ευρώ. Αλλά τώρα δεν πρόκειται απλώς περί αυτού· ο Ερντογάν ενδιαφέρεται πλέον να εξασφαλίσει και την de jure συγκατάθεση της Ελλάδας σε μια σειρά θεμάτων, για τα οποία η Άγκυρα πιστεύει ότι έχει το δικαίωμα να αυτενεργεί, κατά παράβαση των διεθνών συμβάσεων. Πιστεύει ότι αυτή η ελληνική κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου είναι πρόθυμη να διαπραγματευτεί κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Ως φορέας της νεοοθωμανικής ιδεολογίας και στρατηγικής, επιχειρεί να καταστήσει την Τουρκία κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου. Και ορθώς βιάζεται να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες. Η Τουρκία περνά περίοδο οικονομικής και πολιτιστικής άνθησης, κάνει ανοίγματα προς πολλές κατευθύνσεις, έχει καταστήσει την Κωνσταντινούπολη σημαντικό διεθνές κέντρο, η αστική της τάξη αποπνέει αίσθημα αυτοπεποίθησης και η πολιτική της ηγεσία έχει αποδείξει ότι είναι ικανή. Αντίθετα, η Ελλάδα βρίσκεται σε παρατεταμένη περίοδο παρακμής και σε βαθιά οικονομική κρίση. Ο Παπανδρέου –που δεν έχει το γνώθι σαυτόν– πιστεύει στην προσωπική διπλωματία, και αυτό ευνοεί την Άγκυρα. Συν τοις άλλοις, είναι διατεθειμένος να προβεί σε όσες υποχωρήσεις χρειάζονται για να επιλύσει τα υφιστάμενα προβλήματα και να διαμορφώσει φιλικές σχέσεις με την Άγκυρα. Έπειτα από πολυετή θητεία στο υπουργείο Εξωτερικών, ο Έλληνας πρωθυπουργός φαίνεται να διακατέχεται από αίσθημα αυτοπεποίθησης. Από την εποχή, όμως, που ο κ. Παπανδρέου ανέλαβε το χειρισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά την «κρίση Οτσαλάν» έχουν συντελεστεί σημαντικότατες αλλαγές. Η εποχή της «διπλωματίας των σεισμών» ή του «ζεϊμπέκικου» που χόρευε με τον ομόλογό του Ισμαήλ Τζεμ έχει παρέλθει. Προφανώς, δεν το αντιλαμβάνεται. Οι Τούρκοι γνωρίζουν ότι μπορούν, οποιαδήποτε στιγμή θελήσουν, να καταλύσουν το διαλυμένο και διεφθαρμένο ελληνικό κράτος, που μόνο μια «επανίδρυση» θα το έσωζε. Βλέπουν και κρίνουν πόσο ανίκανοι είναι οι Ελλαδίτες πολιτικοί να δια χειριστούν τα απλούστερα των προβλημάτων, πόσο το ενδιαφέρον τους εξαντλείται αποκλειστικά και αρρωστημένα στην εκλογή ή επανεκλογή τους. Η στελέχωση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών από τη σημερινή κυβέρνηση υπηρετεί αποκλειστικά μικροκομματικές σκοπιμότητες απίθανης φτήνιας, η δε ανικανότητα και η μικρόνοια καταντούν επικίνδυνη την εξωτερική μας πολιτική. Εγκλωβισμένος στα ασφυκτικά αυτά δεδομένα, ο τυχόν ανήσυχος Έλληνας παρακολουθεί τα ρεαλιστικά και οξυδερκή πολιτικά οράματα του κ. Νταβούτογλου από θέση κυριολεκτικά μηδενικής ισχύος. Τέλος, να επισημανθεί ότι η οικονομική και κοινωνική κρίση της Ελλάδας έχει αναβιώσει στην Τουρκία παλαιές και ανθεκτικές προκαταλήψεις εναντίον της χώρας μας, που ήδη διατυπώνονται στις τουρκικές εφημερίδες. Παρά τις περί του αντιθέτου αντιλήψεις στην Ελλάδα, για πολλούς Τούρκους η Ελλάς –και όχι η Τουρκία– είναι το «κακομαθημένο παιδί» της Δύσης. Κατ’ αυτούς, με ανεξαρτησία δοτή από το συμμαχικό στόλο στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η Ελλάς απέφυγε με δυτική παρέμβαση τα χειρότερα το 1897 και το 1922. Η εύνοια της Ευρώπης και πάλι εκδηλώθηκε το 1979, όταν αποφασίστηκε η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, παρά την αρνητική εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κατά την άποψη αυτή, η Ευρώπη πληρώνει σήμερα το τίμημα της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη το 2001, η οποία έγινε χωρίς η ελληνική οικονομία να πληροί στην πραγματικότητα τα σχετικά κριτήρια. Άλλοι σχολιαστές προσκαλούσαν τους Τούρκους τραπεζίτες να αδράξουν την ευκαιρία και να εξαγοράσουν ελληνικές τράπεζες τώρα που αυτές βρίσκονται σε στενωπό. Η εξαγορά της Finansbank από την Εθνική έχει πληγώσει προφανώς τον εθνικισμό πολλών στη γείτονα και ήδη αναζητείται «εκδίκηση»...
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 17/3/11 |
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire