Οι πρόγονοί της ήρθαν στην Κύπρο από την Αφρική την εποχή της Τουρκοκρατίας
Του Χρήστου Χαραλάμπους
«Μάλιστα, Ναπολέοντος… του μεγάλου… μα μεν ρωτήσεις πόσων χρονών είμαι… εν ηξέρω την ηλικία μου…».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία και η κουβέντα με την υπερήλικη γυναίκα που είχα απέναντι μου. Από την πρώτη στιγμή, από τις πρώτες φράσεις της αλλά και από την πολύ γλυκιά έκφραση του προσώπου της, κατάλαβα ότι από αυτή τη γνωριμία, θα μάθαινα πολλά πράγματα, θα είχα μια ακόμα σημαντική εμπειρία… Κίνητρο γι’ αυτή την κουβέντα, δεν ήταν το προχωρημένο της ηλικίας της γιαγιάς Μαρίας που παρά το γεγονός ότι φέτος συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής, έχει πλήρη διαύγεια πνεύματος, «τα έχει παραπάνω από 400…» όπως χαρακτηριστικά μου είχαν πει. Εκείνο που είχε περισσότερο ενδιαφέρον, ήταν οι ρίζες αυτής της γυναίκας, οι καταβολές της… «Από τις τελευταίες απογόνους σκλάβων που είχαν μεταφερθεί από την Αφρική την εποχή της Τουρκοκρατίας…». Η συνάντησή μας έγινε στο μικρό σπίτι που λειτουργεί το ΣΚΕ Φασούλας. Με περίμενε καθισμένη στη βεράντα, ανάμεσα σε άλλους συγκατοίκους της. Καλοντυμένη, πεντακάθαρη στο σκουρολουλουδάτο φουστάνι της, με το κεραμιδί μαντήλι της, μου θύμιζε έντονα τη γιαγιά μου την Αγλαΐα κι αυτό με έκανε να νιώθω άνετα απέναντί της.
«Αρώτα με να σου πω ό,τι θέλεις…» ξεκίνησε αυτή την κουβέντα και βγάζοντάς με κάπως από το αδιέξοδο της πρώτης ερώτησης, συνέχισε από μόνη της να ξετυλίγει την ιστορία της ζωής της.
«Τον παππού μου τζιαι τη γιαγιά μου εκλέψαν τους οι Τούρτζοι που την Αφρική… τότε επιάναν τους μαύρους που τον τόπο τους τζιαι εφέρναν τους δα σκλάβους… αρπάσσαν τα μωρά που μες στα χωράφκια που τα επέμπαν οι γονιοί τους να γλέπουν τα κτηνά τζιαι κάμναν τα δούλους… έτσι εκάμαν με τον παππού μου τζιαι τη γιαγιά μου… εν τους έφτασα εγώ, αλλά είπαν μου τες ιστορίες οι γονιοί μου που εγεννηθήκαν δαμέσα στην Κύπρο… δαμαί στη Φασούλα εγεννήθηκα τζιαι γω…».
Η κουβέντα της είναι χωρίς διακοπές, θυμάται με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα είχε ακούσει από τον πατέρα της, τον Ναπολή Μιχαήλ, και τα αφηγείται με ένα εκπληκτικά παραστατικό τρόπο που περιέχει έντονα το συναίσθημα της πίκρας από τα βάσανα και τις κακουχίες της εποχής της. Ταυτόχρονα, όμως, έντονη είναι και η διάθεση του χιούμορ αλλά και του αυτοσαρκασμού… «Δυο οικογένειες ήταν οι μαύροι στη Φασούλα, ο παππούς μου τζι ο αδερφός του ο Καρανικόλας. Ήταν όμως πολλοί μαύροι χριστιανοί που εκατοικούσαν στη Λεμεσό… η περιοχή της Καθολικής ήταν η γειτονιά των μαυρούων, έτσι ελέαν… ήταν ούλοι που την ίδια φουρνιά...».
Τη ρωτώ κάποια στιγμή για τα παιδικά της χρόνια, αν το χρώμα της γινόταν αιτία να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τα άλλα παιδιά του χωριού… «Που ήμουν μιτσιά παίζαμε σκατούλικα στην αυλή της εκκλησίας… είμαστεν ούλοι σμιχτοί τζιαι δεν είχαμε καμίαν παρεξήγηση… τότε ήταν πολλή φτώσεια, δεν εμπορούσαμε να πάμε να μάθουμε γράμματα… είχαμεν τες αίγες μας… εβλέπαμέν τες με τον αδερφό μου τζιαι η μάνα μας έκαμνε το γάλα… δύσκολη ζωή τότε… είχαμε τζιαι το θέρος… να κόφκεις που τη Φασούλα τζιαι κατεβαίνεις στη Μέσα Γειτονιά πριν να γεννηθεί ο ήλιος, να θερίζεις μες στο λάλλαρο τζιαι βούτημαν ήλιου να στρέφεσαι πίσω… τζιαι το πρωί το ίδιο βκιολί... όπου ήταν δουλειά επηαίναμεν, ακόμα τζιαι στα κτίσματα με μεροκάματο ένα σελίνι καμιά φορά 12 γρόσια… για ένα κομμάτι ψουμίν…». Με κεντρίζει όμως η περιέργεια, θέλω να μάθω αν εκείνη την εποχή υπήρχε στην Κύπρο ρατσισμός, πως οι άνθρωποι, οι άσπροι της Κύπρου αντιμετώπιζαν τους μαύρους της Κύπρου γι’ αυτό και τη ρωτώ… έτσι απλά, χοντροκομμένα «οι άλλοι εργάτες που ήταν άσπροι δεν σας πείραζαν εσάς που είσαστε μαύροι;». «Κανένας δεν μας επερίπαιζε… παντού τότε, στα χωράφκια, στα κτίσματα, τούτες τες δύσκολες δουλειές ήταν πολλοί μαύροι… ενομίζαν ότι είμαστε τούρτζισσες τζιαι άμα τους ελαλούσαμεν ότι είμαστε χριστιανές εβάλλαν τον σταυρό τους… τότε ήταν τζιαι πολλοί τούρτζιοι μαύροι γιατί τότε που τους εφέρναν σκλάβους που έξω… άλλοι εβαφτίζουνταν, άλλοι εμεινίσκαν αβάφτιστοι…».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία και η κουβέντα με την υπερήλικη γυναίκα που είχα απέναντι μου. Από την πρώτη στιγμή, από τις πρώτες φράσεις της αλλά και από την πολύ γλυκιά έκφραση του προσώπου της, κατάλαβα ότι από αυτή τη γνωριμία, θα μάθαινα πολλά πράγματα, θα είχα μια ακόμα σημαντική εμπειρία… Κίνητρο γι’ αυτή την κουβέντα, δεν ήταν το προχωρημένο της ηλικίας της γιαγιάς Μαρίας που παρά το γεγονός ότι φέτος συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής, έχει πλήρη διαύγεια πνεύματος, «τα έχει παραπάνω από 400…» όπως χαρακτηριστικά μου είχαν πει. Εκείνο που είχε περισσότερο ενδιαφέρον, ήταν οι ρίζες αυτής της γυναίκας, οι καταβολές της… «Από τις τελευταίες απογόνους σκλάβων που είχαν μεταφερθεί από την Αφρική την εποχή της Τουρκοκρατίας…». Η συνάντησή μας έγινε στο μικρό σπίτι που λειτουργεί το ΣΚΕ Φασούλας. Με περίμενε καθισμένη στη βεράντα, ανάμεσα σε άλλους συγκατοίκους της. Καλοντυμένη, πεντακάθαρη στο σκουρολουλουδάτο φουστάνι της, με το κεραμιδί μαντήλι της, μου θύμιζε έντονα τη γιαγιά μου την Αγλαΐα κι αυτό με έκανε να νιώθω άνετα απέναντί της.
«Αρώτα με να σου πω ό,τι θέλεις…» ξεκίνησε αυτή την κουβέντα και βγάζοντάς με κάπως από το αδιέξοδο της πρώτης ερώτησης, συνέχισε από μόνη της να ξετυλίγει την ιστορία της ζωής της.
«Τον παππού μου τζιαι τη γιαγιά μου εκλέψαν τους οι Τούρτζοι που την Αφρική… τότε επιάναν τους μαύρους που τον τόπο τους τζιαι εφέρναν τους δα σκλάβους… αρπάσσαν τα μωρά που μες στα χωράφκια που τα επέμπαν οι γονιοί τους να γλέπουν τα κτηνά τζιαι κάμναν τα δούλους… έτσι εκάμαν με τον παππού μου τζιαι τη γιαγιά μου… εν τους έφτασα εγώ, αλλά είπαν μου τες ιστορίες οι γονιοί μου που εγεννηθήκαν δαμέσα στην Κύπρο… δαμαί στη Φασούλα εγεννήθηκα τζιαι γω…».
Η κουβέντα της είναι χωρίς διακοπές, θυμάται με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα είχε ακούσει από τον πατέρα της, τον Ναπολή Μιχαήλ, και τα αφηγείται με ένα εκπληκτικά παραστατικό τρόπο που περιέχει έντονα το συναίσθημα της πίκρας από τα βάσανα και τις κακουχίες της εποχής της. Ταυτόχρονα, όμως, έντονη είναι και η διάθεση του χιούμορ αλλά και του αυτοσαρκασμού… «Δυο οικογένειες ήταν οι μαύροι στη Φασούλα, ο παππούς μου τζι ο αδερφός του ο Καρανικόλας. Ήταν όμως πολλοί μαύροι χριστιανοί που εκατοικούσαν στη Λεμεσό… η περιοχή της Καθολικής ήταν η γειτονιά των μαυρούων, έτσι ελέαν… ήταν ούλοι που την ίδια φουρνιά...».
Τη ρωτώ κάποια στιγμή για τα παιδικά της χρόνια, αν το χρώμα της γινόταν αιτία να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τα άλλα παιδιά του χωριού… «Που ήμουν μιτσιά παίζαμε σκατούλικα στην αυλή της εκκλησίας… είμαστεν ούλοι σμιχτοί τζιαι δεν είχαμε καμίαν παρεξήγηση… τότε ήταν πολλή φτώσεια, δεν εμπορούσαμε να πάμε να μάθουμε γράμματα… είχαμεν τες αίγες μας… εβλέπαμέν τες με τον αδερφό μου τζιαι η μάνα μας έκαμνε το γάλα… δύσκολη ζωή τότε… είχαμε τζιαι το θέρος… να κόφκεις που τη Φασούλα τζιαι κατεβαίνεις στη Μέσα Γειτονιά πριν να γεννηθεί ο ήλιος, να θερίζεις μες στο λάλλαρο τζιαι βούτημαν ήλιου να στρέφεσαι πίσω… τζιαι το πρωί το ίδιο βκιολί... όπου ήταν δουλειά επηαίναμεν, ακόμα τζιαι στα κτίσματα με μεροκάματο ένα σελίνι καμιά φορά 12 γρόσια… για ένα κομμάτι ψουμίν…». Με κεντρίζει όμως η περιέργεια, θέλω να μάθω αν εκείνη την εποχή υπήρχε στην Κύπρο ρατσισμός, πως οι άνθρωποι, οι άσπροι της Κύπρου αντιμετώπιζαν τους μαύρους της Κύπρου γι’ αυτό και τη ρωτώ… έτσι απλά, χοντροκομμένα «οι άλλοι εργάτες που ήταν άσπροι δεν σας πείραζαν εσάς που είσαστε μαύροι;». «Κανένας δεν μας επερίπαιζε… παντού τότε, στα χωράφκια, στα κτίσματα, τούτες τες δύσκολες δουλειές ήταν πολλοί μαύροι… ενομίζαν ότι είμαστε τούρτζισσες τζιαι άμα τους ελαλούσαμεν ότι είμαστε χριστιανές εβάλλαν τον σταυρό τους… τότε ήταν τζιαι πολλοί τούρτζιοι μαύροι γιατί τότε που τους εφέρναν σκλάβους που έξω… άλλοι εβαφτίζουνταν, άλλοι εμεινίσκαν αβάφτιστοι…».
«Δυο οικογένειες ήταν οι μαύροι στη Φασούλα, ο παππούς μου τζι ο αδερφός του ο Καρανικόλας. Ήταν όμως πολλοί μαύροι χριστιανοί που εκατοικούσαν στη Λεμεσό… η περιοχή της Καθολικής ήταν η γειτονιά των μαυρούων, έτσι ελέαν… ήταν ούλοι που την ίδια φουρνιά...».
ΤΑ ΒΑΣΑΝΑόμως δεν έλειψαν και στα χρόνια που «η Μαρία η μαυρού»,
έκανε δική της οικογένεια. «Ο άντρας μου ήταν άσπρος θερκάτης… δηλαδή
που εδούλευκε στο θέρος… επηαίναμεν μαζί τζιαι στα ξύλα… εφκαίναμεν στον
Κακομάλλη, μες στους γκρεμούς… ποδά γκρεμός ποτζιεί γκρεμός τζιαι
μεις μες στη μέση… εκόφκαμεν ξύλα, εφορτώναμεν τα στο κτηνό τζιαι
ερκούμαστε πίσω στη Φασούλα… να τα πουλήσουμε να πιάσουμε κανένα ψουμί
να φάμεν τζιαι μεις να φάει τζιαι το κτηνό μας… πολλή δυστυχία λαλώ
σου…».
Όταν την ρωτώ πώς έτυχε, αν είχαν καμιά αντίρρηση οι γονιοί του άσπρου γαμπρού… χαμογελά και δίνει την απάντηση χωρίς πολλή σκέψη… «Ο άντρας μου ήταν χωρκανός, είμαστε βοσσιοί, φτωσιές οικογένειες… ερωτευτήκαμε τζιαι δεν είσιεν κανένα πρόβλημα επειδή τζείνος ήταν άσπρος τζιαι εγώ μαύρη… Εκάμαμεν τρεις κόρες τζιαι ένα γιο… τα μωρά μας εφκήκαν κοτσινομαυρούθκια». Κάθε φορά που μιλά για τα παιδιά της, η όψη της αναδύει μια έντονη ευτυχία, τα μάτια της αστράφτουν κι ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπό της. Το ίδιο κι όταν μιλά για τα παιδιά των παιδιών της… καμιά δεκαριά εγγόνια, άλλα τόσα δισέγγονα και μερικά τρισέγγονα… «Όποτε μπορούν, τακτικά, έρκουνται τζιαι θωρούμεν τα, εν έχω παράπονο…».
Πριν από λίγο καιρό, είχε μαζέψει όλη την οικογένεια στο σπίτι της και τους έκανε τραπέζι. «Εν η χαρά μου να τους έχω κοντά μου… αρέσκει μου να πληρώνω, να τους περιποιούμαι… έδωκα τους το δευτερούιν μου τζι είπα τους να τα αγοράσουν ούλα που μένα… κρέας, ποτά ό,τι ηθέλαν… έκαμα τους έναν ωραίο τραπέζι τζιαι ευχαριστήθηκα το…».
Όταν την ρωτώ πώς έτυχε, αν είχαν καμιά αντίρρηση οι γονιοί του άσπρου γαμπρού… χαμογελά και δίνει την απάντηση χωρίς πολλή σκέψη… «Ο άντρας μου ήταν χωρκανός, είμαστε βοσσιοί, φτωσιές οικογένειες… ερωτευτήκαμε τζιαι δεν είσιεν κανένα πρόβλημα επειδή τζείνος ήταν άσπρος τζιαι εγώ μαύρη… Εκάμαμεν τρεις κόρες τζιαι ένα γιο… τα μωρά μας εφκήκαν κοτσινομαυρούθκια». Κάθε φορά που μιλά για τα παιδιά της, η όψη της αναδύει μια έντονη ευτυχία, τα μάτια της αστράφτουν κι ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπό της. Το ίδιο κι όταν μιλά για τα παιδιά των παιδιών της… καμιά δεκαριά εγγόνια, άλλα τόσα δισέγγονα και μερικά τρισέγγονα… «Όποτε μπορούν, τακτικά, έρκουνται τζιαι θωρούμεν τα, εν έχω παράπονο…».
Πριν από λίγο καιρό, είχε μαζέψει όλη την οικογένεια στο σπίτι της και τους έκανε τραπέζι. «Εν η χαρά μου να τους έχω κοντά μου… αρέσκει μου να πληρώνω, να τους περιποιούμαι… έδωκα τους το δευτερούιν μου τζι είπα τους να τα αγοράσουν ούλα που μένα… κρέας, ποτά ό,τι ηθέλαν… έκαμα τους έναν ωραίο τραπέζι τζιαι ευχαριστήθηκα το…».
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire