ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

samedi 11 août 2012

Ελλάδα - Κάρπαθος: Δεκαπενταύγουστος αλλού


Παραδοσιακοί οικισμοί και κάτοικοι πιστοί στα ήθη των προγόνων τους σε ένα νησί όπου το ρολόι του χρόνου μοιάζει να έχει σταματήσει
 
Κάρπαθος: Δεκαπενταύγουστος αλλού



 
Το μυστήριο της Ελλάδας που φεύγει
Πολλές φορές αισθάνομαι τουλάχιστον περίεργα τα βλέμματα των άλλων οδηγών πάνω μου,όταν στο αυτοκίνητο ταξιδεύω με παραδοσιακή μουσική. Τους καταλαβαίνω που δεν με καταλαβαίνουν,όχι μόνο γιατί αυτές οι μουσικές που μου αρέσουν πιο πολύ ντύνουν ακατανόητα λόγια,αλλά γιατί δεν έχουν ζήσει την πατρίδα αυτών των τραγουδιών. Ακόμη κι αν μπορούσες να καταλάβεις τι λένε τα κυπριακά τραγούδια,δεν θα τα αισθανόσουν με όλη τη δύναμή τους αν δεν γλεντούσες στο κελάρι του Λόντου στη Βάσα,στο Τρόοδος,με τον Μιχάλη Τερλικκά. Πολύ περισσότερο δεν μπορείς να καταλάβεις την ατόφια δωρική διάλεκτο της Ελύμπου, ούτε τον «χορευτογηρέτη» ήχο της τσαμπούνας, αν δεν τον ακούσεις να συνοδεύει τον άλλο Μιχάλη,τον Ζωγραφίδη, καθώς τραγουδά σε ένα δώμα,ψηλά πάνω από το Καρπάθιο Πέλαγος που σαρώνει ο μπονέντης. Αυτά είναι μυστήρια που ο σπουδαίος φωτογράφος Κωνσταντίνος Μάνος μάς έμαθε να συλλαβίζουμε με το απίθανο «Α Greek Ρortfolio». Οι πιο δυνατές φωτογραφίες του ήταν από την Ελυμπο, από την καθημερινή ζωή της και τα πανηγύρια της. Οταν μας μυούσε στο πνεύμα της Ελλάδας που φεύγει με τις ομιλίες και τα σεμινάριά του,δεν φανταζόμασταν ότι θα «συγκρουόμασταν» στο Πλατύ,στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, φωτογραφίζοντας χαμηλά τις στολισμένες με πολύχρωμες χάντρες κοτσίδες των κοριτσιών που φορούσαν τις παραδοσιακές στολές τους,μέσα σε μια θάλασσα ήχων,χρωμάτων και μυστηρίων της Ελλάδας που φεύγει...
 
Η ωραία των ορέων
Η πρώτη εικόνα της Ολύμπου αφήνει άφωνο τον επισκέπτη απ΄ όπου κι αν την προσεγγίζει, από την Κάτω Κάρπαθο (46 χλμ. από τα Πηγάδια) ή από το Διαφάνι (10 χλμ.). Σπίτια σε όλες τις αποχρώσεις της ώχρας, του λουλακιού και του ρόδινου, δημιουργούν μια ζωγραφιά στην απέναντι κορυφογραμμή. Γύρω της γκρίζα βουνά με μυτερές κορφές, στα οποία σκαρφαλώνουν μερικοί ανεμόμυλοι, και στην κορφή τους έχει προφτάσει ήδη ο Προφήτης Ηλίας.

Εδώ τα πάντα γκρεμίζονται και όλα ανατρέπονται. Από τη μεριά της θάλασσας οι απότομες πλαγιές κατρακυλούν ως τον γιαλό με κοσμογονικό πάταγο. Στα αφτιά σας φτάνει μια μακρινή μουρμούρα του πελάγους, αλλά εδώ είναι ένα μέρος που βλέπετε τους ήχους παρά τους ακούτε. Και αυτή η παραστατική εικόνα των εξαιρετικά απότομων βουνών γεννά στο μυαλό σας τον σάλο μιας τιτανομαχίας. Από τη μεριά της θάλασσας, στη συνοικία Εξω Καμάρα, τα σπίτια της Ολύμπου σταματούν μισό βήμα προτού γκρεμιστούν ως κάτω τις Φρίκες. Από την άλλη πλευρά, οι γειτονιές κατρακυλούν ως το βάθος της ρεματιάς. Πολλά άλλα σπίτια δείχνουν να διστάζουν να κινδυνεύσουν να γκρεμιστούν ή να κατρακυλήσουν, και συνωστίζονται στην κόψη, εκατέρωθεν του κεντρικού σοκακιού που διατρέχει την πιο πυκνή γειτονιά του οικισμού ως το Πλατύ, τη μικρή πλατεία μπροστά στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, το επίκεντρο της ζωής στην Ολυμπο.

Η ευχή των προγόνων
H εικόνα της Ολύμπου ζωντανεύει από τους ανθρώπους της, οι οποίοι με τη σειρά τους δίνουν νέα πνοή σε έναν εκπληκτικό πολιτισμό. Καθώς τα αυτοκίνητα σταθμεύουν στην είσοδο του οικισμού, είναι πολύ πιθανόν να βαδίζετε δίπλα σε κάποια γυναίκα με την παραδοσιακή ενδυμασία της, που μεταφέρει στο κεφάλι της μια βαριά σκευή, μια βαλίτσα ή ένα πανέρι γεμάτο μεγάλα ψωμιά. Για όσους δεν είναι υποψιασμένοι, η εικόνα θα τους ξαφνιάσει. Είναι τόσο αναπάντεχη και απίθανη για τον παρόντα χρόνο, που εύκολα ο καθένας μπορεί να υποψιαστεί καλοστημένη τουριστική ατραξιόν. Αυτή όμως είναι μια αυθεντική, καθημερινή εικόνα για την Ολυμπο.

Υφαίνουν, ντύνονται, μαγειρεύουν, φουρνίζουν, παίζουν, τραγουδούν, πρώτα απ΄ όλα για εκείνους. Και φυσικά χορεύουν πρώτα απ΄ όλα για εκείνους. Οι κοπέλες που ήλθαν από τη Νέα Υόρκη, τη Μελβούρνη, την Αθήνα ή τη Ρόδο για να φορέσουν την καλή στολή τους με έναν ολόκληρο θησαυρό με χρυσαφικά στον μπούστο τους και «φουσκία» στα αφτιά για να πάνε στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, το κάνουν για αυτές και για τους δικούς τους. Είναι ένα στιγμιότυπο της ετήσιας αναβάπτισης στη χάρη του γενέθλιου τόπου, μια τελετή μύησης και λήψης της ευχής των προγόνων.

Στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, η παρέα που ξεκίνησε το γλέντι στο Πλατύ ήταν περίπου ισομοιρασμένη. Ωριμοι και νεαροί γλεντιστές, στολισμένοι με βασιλικούς που είχαν αφιερώσει προηγουμένως στην εικόνα της Παναγίας, άρχισαν να τραγουδούν σε κλίμα ιδιαίτερης συγκινησιακής φόρτισης. Ενας ηλικιωμένος μερακλής ήταν άρρωστος και έλειπε από την Ολυμπο, και αυτό το επεσήμαναν οι γλεντιστές με τις μαντινάδες τους. Ηταν εκεί όμως ο εγγονός του, ο οποίος τιμούσε τον παππού του συμμετέχοντας στο γλέντι και δεσμευόμενος μαζί με τους άλλους νέους, τραγουδώντας με αναφιλητά, ότι θα συνεχίσουν τις παραδόσεις τους:

Οσοι φορούν βασιλικούς, είν΄ γλεντιστές με(γ)άλοι, εμείς θα συνεχίσομε κι ακολουθούσι κι άλλοι.

Και αυτά χωρίς να παίρνουν υπόψη τους τούς επισκέπτες, οι οποίοι μαζεμένοι στις γωνιές τους παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι το αυθόρμητο τελετουργικό.

Πανηγύρι στο Πλατύ
Στη γιορτή της Κοίμησης, όλο το πέλαγος της Παναγίας, το Αιγαίο, φορά τα καλά του. Και η Ολυμπος τα πιο καλά από τα καλά της. Σήμερα δεν είναι μία ακόμη ημέρα και νύχτα διασκέδασης, αλλά μια στιγμή αυτογνωσίας και ένα υπαρξιακό ραντεβού για τους ξενιτεμένους. Αυτά βεβαίως, όσο βαθιά κι αν είναι, δεν χαλούν καθόλου το κέφι. Γίνονται με μεγάλο ενθουσιασμό και καταλήγουν σε ένα πολύχρωμο ξέσπασμα, το παραδοσιακό ελυμπίτικο πανηγύρι.

Η εκκλησιά ευωδιάζει. Προσκυνητές μπαίνουν από την κεντρική είσοδο κρατώντας μεγάλες αγκαλιές βασιλικό, τον οποίο αφιερώνουν στην Παναγία. Ωριμες γυναίκες με το μαύρο καβάι της παντρεμένηςαλλά πλουμισμένο με κεντητά μανίκια, την ανθοστόλιστη ποέα (ποδιά) και πολύχρωμα σειρήτια-, τη λευκή σαν αρχαίο χιτώνα πουκαμίσα, το μαντίλι με τα μεγάλα κατακόκκινα ρόδα και τα πλουμισμένα στιβάνια - καταφθάνουν με το στολισμένο με λουλούδια και μυρτιές πανέρι στο κεφάλι τους. Μέσα έχουν τοποθετήσει το «πεντάρτι», τον ζυμωτό άρτο που φούρνισαν καίγοντας «χλαδιά» για χάρη της Κυράς και τον έχουν διακοσμήσει με τα αρχικά τους και σχέδια που έκαναν με «μοσχοκάρφια» (γαρίφαλα). Οταν τον τοποθετήσουν ευλαβικά στο τραπέζι στη μέση της εκκλησιάς, βγαίνουν μετά στο προαύλιο και σκορπίζουν τα λου λούδια και τις μυρτιές. Μοσχοβολά ο τόπος από θυμίαμα, κεριά, γλυκάνισο, βασιλικούς, μυρτιές, λουλούδια και το άρωμα του μπονέντη που ανεβαίνει από το πέλαγος.

Οι περισσότερες γυναίκες μπαίνουν ακόμη από την πλαϊνή είσοδο, ανάβουν κερί στο δικό τους εικονοστάσι και στέκονται στον γυναικωνίτη. Οι ανύπαντρες κοπέλες φορούν πιο φανταχτερή στολή, το σακοφούστανο, χωρίς ίχνος μαύρου, με κεντητά πασούμια και, αν κατάγονται από κανακαρές (πρωτότοκες), έχουν κρεμασμένη στο μπούστο τους την κολαΐνα, έναν ολόκληρο θησαυρό από χρυσά νομίσματα- βενέτικα φλουριά, κωνσταντινάτα και πεντόλιρα. Αυτή ήταν παραδοσιακά μια ευκαιρία επίδειξης του πλούτου της υποψήφιας νύφης. Εξάλλου αυτή εδώ η εκκλησιά της Κοίμησης ήταν ο χώρος των κανακάρηδων, της κοινωνικής και οικονομικής ελίτ της Ολύμπου που διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του χωριού.

Μετά την απόλυση η εικόνα της Παναγίας βγαίνει στο Πλατύ για να την ασπαστούν όλοι. Οι άρτοι κόβονται σε κομμάτια και ο παπα-Γιάννης προσφέρει στους προσκυνητές λουκουμάδες βουτηγμένους στο μέλι. Ενα απίθανο μπλέξιμο συμβαίνει στο Πλατύ, καθώς επισκέπτες με θερινές αμφιέσεις και ίσως κάποιο παραδοσιακό μαντίλι στο κεφάλι, ντόπιοι με τα καλά τους, σύγχρονα ρούχα, γυναίκες, κορίτσια και παιδιά με τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες περιμένουν να ασπαστούν την εικόνα. Κάποιες γυναίκες έχουν στην πλάτη τους ένα «φορτίο» μέσα σε έναν υφαντό χρωματιστό μποξά. Τον κρατούν από πολύχρωμα κορδόνια πάνω από τον ώμο τους και κάπου-κάπου τον κουνούν. Οι επισκέπτες δεν υποψιάζονται ότι αυτή είναι μια παραδοσιακή κούνια και το «φορτίο» είναι το μωρό τους.

«Κόρη το μαξελάρι σου»...
Στα γλέντια στην Ολυμπο, στο Διαφάνι και σε άλλα χωριά της Καρπάθου, όπως τα Σπόα, ακούγονται τραγούδια στη χαρακτηριστική αργόσυρτη μελωδία του «συρματικού» σκοπού, τραγούδια του γάμου, ακριτικά, της ξενιτιάς, της αγάπης κ.ά., από την εποχή που έλεγαν τους νέους «ά(γ)ουρους» και τις νέες «λυ(γ)ερές»:

Κόρη το μαξελάρι σου, το μεσονυχτικό σου μου το ΄πεψες να κοιμηθώ γη να τ΄ ανερωτήξω;

Αουρε εγώ σου το ΄πεψα ως θέλεις να το κάμεις, α(ν) θέλεις ν΄ αποκοιμηθείς γη να τ΄ ανερωτήξεις.

Πε(ς) μου μαξελαράκι μου, πε μου προσκέφαλό μου α(ν) μ΄ α(γ)απά η λυ(γ)ερή, α μ΄ αγαπά η κυρά σου.

Ο «συρματολός» ξεκινά το τραγούδι αργά, μετά επιταχύνει στο δεύτερο μέρος και στο τρίτο τραγουδά ακόμη πιο γρήγορα, παρεμβάλλοντας και στα τρία μέρη τσακίσματα. Βεβαίως κάποια στιγμή ακούγεται και το τραγούδι «Του Κίτσου η μάνα κάθονταν». Καθόλου παράξενο, καθώς οι Ολυμπίτες ήταν σπουδαίοι κτίστες και ταξίδευαν σε πολλά σημεία της Ελλάδας για να δουλέψουν. Στον «Πατούχα» του Ιωάννη Κονδυλάκη ο κτίστης που κατασκευάζει το σπίτι του ήρωα είναι Καρπάθιος. Στα φέρματα από τους ξένους τόπους υπήρχαν και τραγούδια τα οποία ενσωμάτωναν στη δική τους, παντοδύναμη παράδοση.

Ανοιξε πόρτα της ξανθής, πόρτα της μαυρομάτας,
πόρτα της γαϊτανόφρυδης και της παιγνιομάτας.

Ποιος είσ΄ εσού και πώς σε λέν΄, πώς λέου τ΄ όνομά σου; Εγώ ΄μαι που σου τα ΄στελλα τα ρόδα στο μαντίλι, τα ρόδα τα τραντάφυλλα και το φιλί στα χείλη.

Τραγούδια στο «μέγαρο»
Καθώς, μετά τη Λειτουργία, οι ντόπιοι επιστρέφουν στα σπίτια τους και οι επισκέπτες πιάνουν αυτούς τους υπέροχους εξώστες προς το πέλαγος, τις ταράτσες των μαγαζιών, πίσω προς τη γειτονιά των ανεμόμυλων, στο «μέγαρο», οι τάβλες έχουν στρωθεί για τους ξένους. Ο Βασίλης Μιχαλής και ο Ηλίας Λιορεΐσης μαγείρεψαν το πιάτο του πανηγυριού, σφαχτό κοκκινιστό με άσπρο πιλάφι και πατάτες τηγανητές. Ολο κι έρχονται καινούργιοι για να το γευτούν, αλλά ο ήχος των πιρουνιών που χτυπούν στα πιάτα (βυζαντινή συνήθεια) επιβάλλει ησυχία. Ο παπα-Γιάννης και οι ψάλτες αρχίζουν να ψέλνουν το απολυτίκιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. « Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας» . Τα πιρούνια χτυπούν πάλι στα πιάτα, και όλοι μαζί τραγουδούν ένα από τα πιο παλιά τραγούδια που ακούγονται στην Ελλάδα: «Αρκοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένια τάβλα»...

Τρεις κοπελιές ε(γ)άπου κι ήτο κι οι τρεις μικρές κι εβαγιοκλάευγά τες σα τις πορτοκαλιές. Κι απείτις με(γ)αλώσα κι επιάσασι καρπό, ο χάρος εκατέει κι επήρε μου τις δυο κι επόμεινε κ΄ η άλλη σα το βασιλικό.

Στον Α(δ)η θα κατέ(β)ω το χάροντα να βρω, να τον παρακαλέσω, δυο λόγια να του πω: Χάρε και χάρισέ μου, σαΐτες δεκοχτώ να πάω να σαϊτέψω, την κόρη π΄ αγαπώ.

Στο μεταξύ στο Πλατύ ο κόσμος αρχίζει να συγκεντρώνεται ξανά γύρω από τον πρώτο πυρήνα των γλεντιστών, η οποίοι κάθονται σε ένα τραπέζι και ξεκίνησαν το γλέντι με μαντινάδες. Οταν έλθει η ώρα, χτυπούν την καμπάνα της Παναγίας και καλούν τις κοπελιές να έλθουν και να πιαστούν στον χορό με προκαθορισμένη τάξη, να γίνουν οι «βάντες» του χορευτή στον «σιανό» ή στον ζωηρό «πάνω χορό». Τότε το Πλατύ γίνεται χοροστάσι. Τα όργανα έχουν ανέβει πάνω στο τραπέζι που ακουμπούσε τα ποτήρια της και τους μεζέδες η πρώτη παρέα των γλεντιστών, και γύρω τους οι δίπλες του χορού κάνουν κύκλους ως το πρωί και μετά που ο ήλιος θα χρυσίσει τις κορφές των γύρω βουνών.

Σάββατο βράδυ με διώξαν οι γονιοί μου ΄πό το σπίτι μας καλέ μου - τρίκλωνε βασιλικέ μου, ΄πο το σπίτι μας κι από τα γονικά μας φεύγω κλαί(ο)ντας καλέ μου- ψάλτη και γραμματικέ μου.

Φεύγω κλαί(ο)ντας, στον κάμπο κατεβαίνω, στράτα δεν θωρώ- λεμονιά μου με τον ψιλόν αθθό.

Στράτα δε θωρώ, μή(τ)ε μονή να μείνω μόνο ένα δεντρό- λεμονίτσα μου με τον ψιλόν αθθό. Μόνο ένα δεντρό, το λέ(γ)ου κυπαρίσσι, δέξου με δεντρό - λεμονιά μου με τον ψιλό αθθό.

Δέξου με δεντρό, δέξου με κυπαρίσσι.

- Να τα κλώνια μου καλέ μου - βάρσαμε πλατύφυλλέ μου.

- Να τα κλώνια μου, κρέμασε τ΄ άρματά σου, να κι η ρίζα μου καλέ μου - τρίκλωνε βασιλικέ μου.

- Να κ΄ η ρίζα μου και δέσε τ΄ άλογό σου.

- Να κι ο ίσκιος μου καλέ μου - ψάλτη και γραμματικέ μου.

- Να κι ο ίσκιος μου και πέσε και κοιμήσου και στο μισεμό - λεμονιά μου με τον ψιλό αθθό και στο μισεμό το νοίκι να πλερώσεις, τρία σταμνιά νερό - λεμονίτσα μου με τον ψιλόν αθθό.
 
ΠΡΟΣΒΑΣΗ
Ακτοπλοϊκώς από τον Πειραιά μέσω Μήλου,Σαντορίνης, Ανάφης ή Κρήτης και Κάσου, με το πλοίο «Πρέβελης», αναχώρηση δύο φορές την εβδομάδα,διάρκεια ταξιδιού περίπου 16 ή 24 ώρες για Πηγάδια και ακόμη μία ώρα για Διαφάνι,και από τη Ρόδο τρεις φορές την εβδομάδα,με το ίδιο πλοίο,διάρκεια ταξιδιού περίπου πέντε ώρες για Διαφάνι και έξι για Πηγάδια (τηλ.210 4197.420).

Αεροπορικώς
από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» με καθημερινές πτήσεις, διάρκειας μιας ώρας και κάτι, και από το αεροδρόμιο «Διαγόρας» της Ρόδου με καθημερινές πτήσεις (δύο ορισμένες ημέρες) της Οlympic Αir (τηλ.210 3550.500) σε 30 λεπτά.Το αεροπλάνο πηγαίνει μετά Κάσο και Σητεία.

Οδικώς
από το Διαφάνι για την Ολυμπο 10 χλμ.άσφαλτος και 46 χλμ. (από τα οποία τα μισά περίπου χωματόδρομος) από τα Πηγάδια και το αεροδρόμιο.Η διαδρομή Πηγάδια-Διαφάνι γίνεται και με τουριστικά καραβάκια καθημερινά.

ΦΑΓΗΤΟ
Στην Ολυμπο δεν υπάρχει δημόσιος φούρνος και η κάθε οικογένεια φτιάχνει το ψωμί και τις κουλούρες της στον ιδιωτικό ξυλόφουρνο.Σε τέτοιον φούρνο ψήνουν τα φαγητά τους και στο εστιατόριο «Μύλος»,στην πιο θεαματική γειτονιά της Ολύμπου,και είναι πολύ νόστιμα,σε πραγματικό μύλο που άλεθαν το σιτάρι και έκαναν αλεύρι. Εκεί μέσα οι γυναίκες με την παραδοσιακή στολή τους πλάθουν τις παραδοσιακές μακαρούνες,τις απλώνουν στις διπλανές ταράτσες να στεγνώσουν και μετά τις βράζουν,τις αρτίζουν με τσιγαρισμένο κρεμμύδι και τις σερβίρουν.

Στο κεντρικό σοκάκι της Ολύμπου μπορείτε να δείτε την Αννα Λεντάκη να πλάθει με μαεστρία τις μακαρούνες και να τις προσφέρει στο εστιατόριό της μαζί με άλλα παραδοσιακά φαγητά.

Στο Διαφάνι υπάρχει η ταβέρνα «Ανοιξη» με τραπεζάκια στο τρίστρατο κάτω από την κληματαριά,για ψητά και μαγειρευτά φαγητά και ψάρια.
 
Η βυζαντινή Ολυμπος
Η Ολυμπος δεν θέλει απλώς να λέγεται βυζαντινή, αλλά το διεκδικεί κιόλας δυναμικά. Το βλέπετε με την πρώτη ματιά καθώς διατρέχετε το κεντρικό σοκάκι και παρατηρείτε αυτά τα ιδιόμορφα τσιμεντένια κάγκελα που στολίζουν τις αυλές και τις ταράτσες των σπιτιών. Το έμβλημα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου είναι το πιο διαδεδομένο διακοσμητικό μοτίβο. Ο δικέφαλος αετός κοσμεί και τα αετώματα κάποιων νεοκλασικών σπιτιών.

Εδώ ανάμεσα στα βουνά με τα ποιητικά ονόματα- Κορύφι, Ορκίλι, Κυμαράς, Μαλό, Ορος, Ασία, Στοιόι- βρήκαν ασφαλές καταφύγιο τη μεσοβυζαντινή περίοδο οι κυνηγημένοι από τους άραβες πειρατές κάτοικοι των αρχαίων πόλεων της Βρυκούντος και της Νισύρου. Οι αραβικές επιδρομές έγιναν τον 7ο, τον 8ο και τον 9ο αιώνα και συμπίπτουν με την περίοδο της Εικονομαχίας (8ος- 9ος αιώνας). Τα εκκλησάκια της Καθολικής και του Αγίου Ονουφρίου, όπως και ο παλαιότερος διάκοσμος της Κοίμησης της Θεοτόκου, έρχονται κατευθείαν από εκείνον τον καιρό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη διακόσμησή τους δεν υπήρχαν μορφές αγίων, αλλά σύμβολα, σταυροί, ψάρια κ.ά., αυτά που χρησιμοποιούσαν οι Εικονομάχοι. Οπως και τότε, έτσι και τώρα η εκκλησιά της Κοίμησης είναι το κέντρο της ζωής της Ολύμπου. Είναι φυσικά βυζαντινού ρυθμού και οι τοιχογραφίες της είναι από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Το ξύλινο τέμπλο της είναι εξαιρετικής τέχνης. Εξάλλου στην Ολυμπο συντηρείται ως σήμερα η τέχνη της ξυλογλυπτικής.


Πηγή: Το Βήμα
Δημοσιεύτηκε στις 14/08/2011

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire