Του Κώστα Καλλωνιάτη
Οι νομισματικές σχέσεις δεν είναι αδιάφορες στη διαμόρφωση της
οικονομίας μιας χώρας. Το νόμισμα δεν παίζει ουδέτερο, αλλά ενεργό ρόλο
στην κατεύθυνση της παραγωγικής δραστηριότητας. Αυτή είναι μια αντίληψη
που συμμερίζομαι με τους “αριστερούς οικονομολόγους” και συνεπώς δεν
διαφωνώ στην αναμφίβολη επίδραση που άσκησε ένα σκληρό νόμισμα όπως το
ευρώ στην ελληνική οικονομία.
Το ευρώ έκανε πιο φθηνές τις εισαγωγές ενέργειας, μηχανημάτων και καταναλωτικών αγαθών μειώνοντας το κόστος παραγωγής και διαβίωσης μέσω και της μείωσης του πληθωρισμού και των επιτοκίων (μείωση κόστους χρηματοδότησης και συναλλαγών), ενώ παράλληλα κατέστησε ακριβότερες τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αφαιρώντας τους ανταγωνιστικότητα, γεγονός που είχε ως συνέπεια την πίεση για μείωση της εγχώριας παραγωγής και της απασχόλησης.
Καθώς, όμως, οι αρνητικές επιπτώσεις επισκίασαν τις θετικές, οι "αριστεροί οικονομολόγοι" συμπεραίνουν πως το ευρώ είναι η αιτία της διόγκωσης των εξωτερικών και δημοσίων ελλειμμάτων και χρεών, καθώς και της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας. Με άλλα λόγια θεωρούν το ευρώ βασικό υπαίτιο της κρίσης και συνακόλουθα οδηγούνται στο συμπέρασμα πως η έξοδος από αυτό είναι και η λύση στο ελληνικό πρόβλημα.
Η προσέγγιση αυτή είναι, πιστεύω, εσφαλμένη τόσο με όρους σοσιαλιστικής πολιτικής (η κρίση είναι καπιταλιστική και παγκόσμια, όχι εθνικού νομισματικού τύπου) όσο και με όρους αστικής πολιτικής. Γιατί στο πλαίσιο της Ευρωζώνης δόθηκε η δυνατότητα στην Ελλάδα ν’ αντλήσει τεράστιους κοινοτικούς πόρους και να τους αξιοποιήσει παραγωγικά ενισχύοντας όχι μόνον τις υποδομές της (όπου με τις υπερτιμολογήσεις στα οδικά έργα, κι όχι μόνον, έγινε τεράστια σπατάλη), αλλά τον ίδιο τον επιχειρηματικό κορμό της με συνέργειες, νέες τεχνολογίες, στελεχική εκπαίδευση, ποιοτικούς ελέγχους και πιστοποιήσεις, εξαγωγικό μάρκετινγκ, αποτελεσματικό μάνατζμεντ κ.λπ.
Αν η Ελλάδα του πελατειακού κράτους προτίμησε τους εξοπλισμούς, τα εικονικά έργα βιτρίνας τύπου Ολυμπιάδας ή τα πλέον αδιαφανή έργα (π.χ. "αναπτυξιακά" Τοπικής Αυτοδιοίκησης) για να πέφτουν οι μίζες, αν ενίσχυσε την κρατική διαφθορά επιτρέποντας τον κακό κεντρικό σχεδιασμό των προγραμμάτων και συντηρώντας την ανεπαρκή απορροφητικότητα, ε, τότε, δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που δεν αντισταθμίστηκε η απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω σκληρού ευρώ από την εγχώρια οικονομική πολιτική και το κενό μεταρρυθμίσεων της.
Όμως, στην πραγματικότητα, υπεύθυνο για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας δεν είναι το νόμισμα καθεαυτό -τις επιπτώσεις του οποίου όφειλε να γνωρίζει το εκάστοτε οικονομικό επιτελείο-, αλλά η γενικότερη απουσία αναπτυξιακής στρατηγικής, κατάλληλα σχεδιασμένης για την εντός Ευρωζώνης προσαρμογή. Αυτή η έλλειψη, σε συνδυασμό με το γενικότερο κερδοσκοπικό κλίμα υπερδανεισμού που πυροδότησε το ανεξέλεγκτο διεθνές χρηματοπιστωτικό "μπουμ" (συνέπεια κι αυτό της παγκόσμιας κρίσης υπερπροσφοράς) ευθύνονται από κοινού για τη σημερινή κρίση.
Ανεξάρτητα από την παραπάνω θεώρηση, η αποβιομηχάνιση στην Ελλάδα δεν αποτελεί μεμονωμένο εθνικό φαινόμενο, όπως φαίνεται στον πίνακα (στοιχεία Παγκόσμιας Τράπεζας για την περίοδο 1982-2010), αλλά μια γενικότερη τάση που έπληξε την ανεπτυγμένη Δύση, αλλά και νέες βιομηχανικές οικονομίες υπέρ των αναδυόμενων οικονομιών της ΝΑ Ασίας. Από τον πίνακα αυτόν παρατηρούμε τα εξής:
Ο χαμηλός βαθμός εκβιομηχάνισης της Ελλάδας δεν είναι ύστερο ευρωζωνικό φαινόμενο, αλλά υπάρχει τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του '80, συγκριτικά πάντα με τις ανταγωνίστριες οικονομίες της Δύσης. Από τις 26 χώρες του πίνακα η Ελλάδα είχε από τότε το χαμηλότερο ποσοστό εκβιομηχάνισης (25% του ΑΕΠ).
Από τις 26 χώρες του πίνακα, αν αφαιρέσουμε τις 4 ασιατικές που είχαν θετική ή μηδενική αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας τους στο ΑΕΠ τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, οι υπόλοιπες 22 γνωρίζουν σαφή τάση μικρότερης ή μεγαλύτερης αποβιομηχάνισης αναλόγως της εσωτερικής τους πολιτικής.
Η Ελλάδα δεν σημειώνει τη μεγαλύτερη κάμψη του βιομηχανικού ποσοστού της, αφού υπάρχουν άλλες 7 χώρες με ίση ή μεγαλύτερη κάμψη σε εκατοστιαίες μονάδες, ενώ 13 συνολικά (το 60% όσων υφίστανται αποβιομηχάνιση) καταγράφουν διψήφια ποσοστά κάμψης! Χώρες όχι μόνον της "περιφέρειας" της Ευρώπης και της Δύσης, αλλά και του "μητροπολιτικού" κέντρου, όπως οι Βρετανία, ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία, υφίστανται ανάλογης έκτασης με την Ελλάδα αποβιομηχάνιση.
Το περίφημο παράδειγμα της Αργεντινής δεν αποτελεί εξαίρεση της τάσης αποβιομηχάνισης (-15 μονάδες στην εξεταζόμενη περίοδο και -6 μονάδες την τελευταία δεκαετία).
Τέλος, οι άλλες τρεις χώρες της ευρωπαϊκής "περιφέρειας" -Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία- που βούλιαξαν στη χρηματοπιστωτική κρίση της υπερχρέωσης δεν το έπαθαν αυτό πρωτίστως λόγω απώλειας ανταγωνιστικότητας και μάλιστα εξαιτίας του ευρώ, αφού διατηρούν σήμερα διπλάσια και τριπλάσια της Ελλάδας ποσοστά συμμετοχής της βιομηχανίας στην οικονομία τους συνολικά, ενώ έχουν συγκριτικά μικρότερης έκτασης αποβιομηχάνιση από τις άλλες χώρες.
Γενικό συμπέρασμα: Οι όποιες δομικές ανεπάρκειες του ευρώ δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν την κρίση και την αποβιομηχάνιση και οι "αριστεροί οικονομολόγοι" κακώς τις προτάσσουν για να δικαιολογήσουν το νέο τους εκτός Ευρωζώνης παραγωγικό μοντέλο εκβιομηχάνισης της χώρας.
ΠΗΓΗ : Η ΑΥΓΗ, 28/10/2012
Το ευρώ έκανε πιο φθηνές τις εισαγωγές ενέργειας, μηχανημάτων και καταναλωτικών αγαθών μειώνοντας το κόστος παραγωγής και διαβίωσης μέσω και της μείωσης του πληθωρισμού και των επιτοκίων (μείωση κόστους χρηματοδότησης και συναλλαγών), ενώ παράλληλα κατέστησε ακριβότερες τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αφαιρώντας τους ανταγωνιστικότητα, γεγονός που είχε ως συνέπεια την πίεση για μείωση της εγχώριας παραγωγής και της απασχόλησης.
Καθώς, όμως, οι αρνητικές επιπτώσεις επισκίασαν τις θετικές, οι "αριστεροί οικονομολόγοι" συμπεραίνουν πως το ευρώ είναι η αιτία της διόγκωσης των εξωτερικών και δημοσίων ελλειμμάτων και χρεών, καθώς και της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας. Με άλλα λόγια θεωρούν το ευρώ βασικό υπαίτιο της κρίσης και συνακόλουθα οδηγούνται στο συμπέρασμα πως η έξοδος από αυτό είναι και η λύση στο ελληνικό πρόβλημα.
Η προσέγγιση αυτή είναι, πιστεύω, εσφαλμένη τόσο με όρους σοσιαλιστικής πολιτικής (η κρίση είναι καπιταλιστική και παγκόσμια, όχι εθνικού νομισματικού τύπου) όσο και με όρους αστικής πολιτικής. Γιατί στο πλαίσιο της Ευρωζώνης δόθηκε η δυνατότητα στην Ελλάδα ν’ αντλήσει τεράστιους κοινοτικούς πόρους και να τους αξιοποιήσει παραγωγικά ενισχύοντας όχι μόνον τις υποδομές της (όπου με τις υπερτιμολογήσεις στα οδικά έργα, κι όχι μόνον, έγινε τεράστια σπατάλη), αλλά τον ίδιο τον επιχειρηματικό κορμό της με συνέργειες, νέες τεχνολογίες, στελεχική εκπαίδευση, ποιοτικούς ελέγχους και πιστοποιήσεις, εξαγωγικό μάρκετινγκ, αποτελεσματικό μάνατζμεντ κ.λπ.
Αν η Ελλάδα του πελατειακού κράτους προτίμησε τους εξοπλισμούς, τα εικονικά έργα βιτρίνας τύπου Ολυμπιάδας ή τα πλέον αδιαφανή έργα (π.χ. "αναπτυξιακά" Τοπικής Αυτοδιοίκησης) για να πέφτουν οι μίζες, αν ενίσχυσε την κρατική διαφθορά επιτρέποντας τον κακό κεντρικό σχεδιασμό των προγραμμάτων και συντηρώντας την ανεπαρκή απορροφητικότητα, ε, τότε, δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που δεν αντισταθμίστηκε η απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω σκληρού ευρώ από την εγχώρια οικονομική πολιτική και το κενό μεταρρυθμίσεων της.
Όμως, στην πραγματικότητα, υπεύθυνο για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας δεν είναι το νόμισμα καθεαυτό -τις επιπτώσεις του οποίου όφειλε να γνωρίζει το εκάστοτε οικονομικό επιτελείο-, αλλά η γενικότερη απουσία αναπτυξιακής στρατηγικής, κατάλληλα σχεδιασμένης για την εντός Ευρωζώνης προσαρμογή. Αυτή η έλλειψη, σε συνδυασμό με το γενικότερο κερδοσκοπικό κλίμα υπερδανεισμού που πυροδότησε το ανεξέλεγκτο διεθνές χρηματοπιστωτικό "μπουμ" (συνέπεια κι αυτό της παγκόσμιας κρίσης υπερπροσφοράς) ευθύνονται από κοινού για τη σημερινή κρίση.
Ανεξάρτητα από την παραπάνω θεώρηση, η αποβιομηχάνιση στην Ελλάδα δεν αποτελεί μεμονωμένο εθνικό φαινόμενο, όπως φαίνεται στον πίνακα (στοιχεία Παγκόσμιας Τράπεζας για την περίοδο 1982-2010), αλλά μια γενικότερη τάση που έπληξε την ανεπτυγμένη Δύση, αλλά και νέες βιομηχανικές οικονομίες υπέρ των αναδυόμενων οικονομιών της ΝΑ Ασίας. Από τον πίνακα αυτόν παρατηρούμε τα εξής:
Ο χαμηλός βαθμός εκβιομηχάνισης της Ελλάδας δεν είναι ύστερο ευρωζωνικό φαινόμενο, αλλά υπάρχει τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του '80, συγκριτικά πάντα με τις ανταγωνίστριες οικονομίες της Δύσης. Από τις 26 χώρες του πίνακα η Ελλάδα είχε από τότε το χαμηλότερο ποσοστό εκβιομηχάνισης (25% του ΑΕΠ).
Από τις 26 χώρες του πίνακα, αν αφαιρέσουμε τις 4 ασιατικές που είχαν θετική ή μηδενική αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας τους στο ΑΕΠ τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, οι υπόλοιπες 22 γνωρίζουν σαφή τάση μικρότερης ή μεγαλύτερης αποβιομηχάνισης αναλόγως της εσωτερικής τους πολιτικής.
Η Ελλάδα δεν σημειώνει τη μεγαλύτερη κάμψη του βιομηχανικού ποσοστού της, αφού υπάρχουν άλλες 7 χώρες με ίση ή μεγαλύτερη κάμψη σε εκατοστιαίες μονάδες, ενώ 13 συνολικά (το 60% όσων υφίστανται αποβιομηχάνιση) καταγράφουν διψήφια ποσοστά κάμψης! Χώρες όχι μόνον της "περιφέρειας" της Ευρώπης και της Δύσης, αλλά και του "μητροπολιτικού" κέντρου, όπως οι Βρετανία, ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία, υφίστανται ανάλογης έκτασης με την Ελλάδα αποβιομηχάνιση.
Το περίφημο παράδειγμα της Αργεντινής δεν αποτελεί εξαίρεση της τάσης αποβιομηχάνισης (-15 μονάδες στην εξεταζόμενη περίοδο και -6 μονάδες την τελευταία δεκαετία).
Τέλος, οι άλλες τρεις χώρες της ευρωπαϊκής "περιφέρειας" -Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία- που βούλιαξαν στη χρηματοπιστωτική κρίση της υπερχρέωσης δεν το έπαθαν αυτό πρωτίστως λόγω απώλειας ανταγωνιστικότητας και μάλιστα εξαιτίας του ευρώ, αφού διατηρούν σήμερα διπλάσια και τριπλάσια της Ελλάδας ποσοστά συμμετοχής της βιομηχανίας στην οικονομία τους συνολικά, ενώ έχουν συγκριτικά μικρότερης έκτασης αποβιομηχάνιση από τις άλλες χώρες.
Γενικό συμπέρασμα: Οι όποιες δομικές ανεπάρκειες του ευρώ δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν την κρίση και την αποβιομηχάνιση και οι "αριστεροί οικονομολόγοι" κακώς τις προτάσσουν για να δικαιολογήσουν το νέο τους εκτός Ευρωζώνης παραγωγικό μοντέλο εκβιομηχάνισης της χώρας.
ΠΗΓΗ : Η ΑΥΓΗ, 28/10/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire