Του Λευτέρη Π. Παπαδόπουλου
Όλο
και χειρότερα πάνε τα πράγματα, μέρα με τη μέρα. Οι εφημερίδες, η
τηλεόραση, η «πιάτσα», δεν αφήνουν περιθώρια ούτε για ένα «μισό
χαμόγελο», ούτε για μια υποψία αισιοδοξίας. Βαδίζω στους δρόμους και
συνεχώς αντικρίζω ανθρώπους σκυθρωπούς, ευερέθιστους, έτοιμους για
καβγά. Πώς μας καταντήσανε έτσι; Πώς μας έμπλεξαν τη ζωή, μέσα σε
σκοτεινές λεωφόρους, γεμάτες από Γερμανούς και Φινλανδούς;
Παντού ενοικιαστήρια. Παντού απλήρωτοι λογαριασμοί της ΔΕΗ, κάτω
από τζαμαρίες με τα κεπέγκια κατεβασμένα. Και βρώμα. «Τι έγινε το
μανάβικο;» «Εκλεισε» «Πότε;» «Πριν από δύο μήνες - το καλοκαίρι. Ο
μανάβης δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Γραμμάτια, παιδιά, ξέρεις...». Η
απόγνωση. Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε γωνιά. Και τα νέα, από την
τηλεόραση κυρίως, να 'ναι μαύρα. Πώς θα γλιτώσουμε απ΄αυτούς τους
διαβόλους, τους δανειστές;
Βλέπεις την τριπλέτα της τρόικας, με τον Τόμσεν επικεφαλής και σου
ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Και σού 'ρχεται να πάρεις μια τούρτα και
να του τη ρίξεις στα μούτρα. Οχι ότι φταίει αυτός για την κατάσταση.
Αλλά είναι μέσα στο κόλπο. Εκπρόσωπος των δανειστών - δυναστών μας. Και,
όσο να 'ναι, εκπέμπει αλαζονεία. Γιος του πάρ' τα όλα. Με κουστωδία
αστυνομικών ολόγυρά του.
Εχω πει, όμως, ότι αυτή τη ζοφερή εποχή, που δεν θυμάμαι άλλη
χειρότερη τα τελευταία 40 χρόνια, θα ψάχνω και θα ανακαλύπτω πηγές
δροσιάς, αλάνες ελευθερίας, δρόμους ανθρωπιάς και ελπίδας. Και να, τώρα,
ένα κείμενο με τέτοιες προδιαγραφές. Δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή», το
υπογράφει η Σάντρα Βούλγαρη και έχει τίτλο «Ο γονιός εκπαιδεύεται»:
«Συνεχίζω να ζω σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας. Κι όμως τώρα
που πήγε η κόρη μου Δημοτικό νιώθω να βρίσκομαι μέσα στο πιο ζωντανό της
κομμάτι. Εδώ οι απόψεις των πιο ''συντηρητικών'' και των πιο
''προοδευτικών'' απλώς συγκρούονται. Επέστρεψα στην αυλή του σχολείου
και γνωρίζω σιγά σιγά την αληθινή ζωή, έτσι τους λέω. Είναι κάτι ρευστό.
Οι αγωνίες, οι φόβοι. Ενα πείραμα. Θα πετύχει; Κι από την άλλη, εκείνη η
στιγμή που δεν θα άλλαζα με τίποτα. Οταν όλα αυτά τα υπέροχα κεφαλάκια,
ξανθά, μαύρα, μελαχρινά, παιδιά όλων των εθνικοτήτων και επιπέδων,
μπαίνουν στις γραμμές τους. Το ένα δίπλα στο άλλο.
Εχει κάτι αυτή η αυλή. Στις σκάλες έξω από την πρώτη τάξη οι γονείς
του Μαχμούντ και της Σίντυ περιμένουν να δώσουν τα υλικά που ζήτησε ο
δάσκαλος. Τα πρωτάκια έτοιμα να μπουν στην τάξη, μόλις τους πει ο κύριος
Πέτρος, όχι άνω των είκοσι πέντε, χαρωπός με καπελάκι μπέιζμπολ. Πέντε
ελληνάκια σε κάθε τάξη των είκοσι παιδιών...».
Ωραία πράγματα!
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire