Στις αρχές του 19ου αιώνα η Ελλάδα ήταν μια φτωχή και παραμελημένη επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δύο αιώνες μετά και αφού μεσολάβησαν πολλά, ανάμεσά τους η Μικρασιατική καταστροφή και η ήττα από την Τουρκία, η ναζιστική κατοχή και ένας εμφύλιος πόλεμος -συμφορές τις οποίες δεν γνώρισαν οι γείτονες-, η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της οικονομικά την άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία. Παρά την κρίση, με πάνω από 25.000 δολάρια κατά κεφαλήν, οι Ελληνες είναι κατά πολύ πλουσιότεροι από τους Τούρκους που βρίσκονται κοντά στα 14.000 δολάρια. Προφανώς κάτι έχουμε κάνει σωστά.
Τι όμως; Το γιατί κάποια έθνη προοδεύουν και κάποια άλλα μένουν στάσιμα ή υποχωρούν απασχολεί για πολλά χρόνια οικονομολόγους, ιστορικούς και κοινωνιολόγους, χωρίς να έχει απαντηθεί ικανοποιητικά. Κι ένα σχετικά νέο βιβλίο* από έναν Τούρκο και έναν Αμερικανό ακαδημαϊκό, τους Ντ. Ατσέμογλου και Τζ. Ρόμπινσον, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις. Δεν είναι γραμμένο για την Ελλάδα. Θα μπορούσε, όμως, να εξηγήσει πολύ καλά πού τα καταφέραμε, αλλά κυρίως γιατί βρισκόμαστε σήμερα σε αδιέξοδο.
Η βασική καινοτομία του βιβλίου είναι η θέση ότι πίσω από τη φτώχεια ή τον πλούτο των κρατών δεν βρίσκεται η γεωγραφία ή το κλίμα αλλά πολιτικοί παράγοντες. Και ότι τον καθοριστικό ρόλο τον παίζουν οι θεσμοί και το πόσο ελέγχονται από τις ελίτ ή είναι ανοικτοί στη συμμετοχή των πολιτών. Προϋπόθεση για τη λειτουργία των θεσμών, βέβαια, είναι η ύπαρξη ισχυρής και αποτελεσματικής κεντρικής εξουσίας ικανής να κατοχυρώνει ένα κράτος δικαίου.
Στην Ελλάδα, με το ξεκίνημα σχεδόν της Επανάστασης, έγινε προσπάθεια να συγκροτηθεί ένα κράτος στα ευρωπαϊκά πρότυπα - προσπάθεια που αποτελούσε τεράστιο άλμα για τα δεδομένα της εποχής. Υπήρξαν πολλά εμπόδια και συχνά πισωγυρίσματα που εκδηλώθηκαν με δραματικό τρόπο από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας με τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Το 1981, ωστόσο, πιστέψαμε ότι η πορεία αυτή ολοκληρώθηκε με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση - την τότε ΕΟΚ. Αναγνωριστήκαμε επιτέλους σαν μια ισότιμη Ευρωπαϊκή Δημοκρατία. Ή μήπως όχι;
Τις τελευταίες δεκαετίες είμαστε μάρτυρες της αντίθετης πορείας. Αντί να βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα του κράτους, αυξάνονται τα κρούσματα της διαφθοράς και εμφανίζονται φαινόμενα διάλυσης και ακραίας αναποτελεσματικότητας.
Αδυνατούμε να μαζέψουμε τους φόρους και δεν μπορούμε να ελέγξουμε την αυθαίρετη δόμηση. Ολόκληροι τομείς του κράτους, όπως οι στρατιωτικές προμήθειες και η Υγεία, γίνονται έρμαια συμφερόντων. Η επιχειρηματικότητα και η καθημερινότητα του πολίτη βραχυκυκλώνονται στη γραφειοκρατία. Επικρατεί αίσθηση γενικευμένης ανομίας και ακόμα και αυτή η στοιχειώδης λειτουργία, απαραίτητη για κάθε πολιτισμένη συνύπαρξη, η απονομή δηλαδή της δικαιοσύνης, έχει καταστεί προβληματική.
Δεν πρόκειται, βέβαια, για νέα φαινόμενα. Στις δεκαετίες του '50 και του '60 ωστόσο, όταν τα περιθώρια ανάπτυξης της χώρας ήταν μεγάλα μετά τις καταστροφές της Kατοχής και του Eμφυλίου, οι ανεπάρκειες αυτές δεν ήταν καθοριστικές.
Οπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι συγγραφείς, για ένα πρώτο αναπτυξιακό άλμα η ύπαρξη και μόνο ισχυρής κεντρικής εξουσίας είναι αρκετή. Και αναφέρουν χαρακτηριστικά τις εντυπωσιακές επιδόσεις της Σοβιετικής Ενωσης επί Στάλιν, όταν οι αγρότες, από έναν αγροτικό τομέα που χρησιμοποιούσε τεχνολογία του Μεσαίωνα, μεταφέρθηκαν στη βιομηχανία, με αποτέλεσμα εκρηκτικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Πρόκειται, όμως, για μια ανάπτυξη με ημερομηνία λήξης.
Αυτό ακριβώς μοιάζει να συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα. Επειτα από μια περίοδο τεχνητής ευημερίας, δηλαδή ευημερίας με δανεικά, βρισκόμαστε στην ανάγκη να προχωρήσουμε σε έναν βαθύ μετασχηματισμό του παραγωγικού μας μοντέλου.
Ανακαλύπτουμε, όμως, ότι οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να προχωρήσουν γιατί υπάρχουν ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα που τις εμποδίζουν. Το ιδιαίτερό μας χαρακτηριστικό ίσως είναι ότι τα συμφέροντα αυτά δεν περιορίζονται σε μια οικονομική ολιγαρχία αλλά επεκτείνονται σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού κι έχουν και συντεχνιακό χαρακτήρα.
Τύποις είμαστε μια ανοικτή ευρωπαϊκή δημοκρατία. Στην πράξη είμαστε ένα άθροισμα συμφερόντων όπου κάθε νέα προσπάθεια οικονομικής επιτυχίας και κοινωνικής ανόδου αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα. Και με αυτήν την έννοια οι θεσμοί παραμένουν κλειστοί στους απλούς πολίτες.
Τα παραδείγματα, άπειρα. Οταν ένας νέος επιχειρηματίας προσπάθησε να μπει στην αγορά με μια νέα μπίρα βρέθηκε αποκλεισμένος από το σύστημα διανομής. Χρειάστηκε 20 και πλέον χρόνια, άπειρο πείσμα και πολλά εκατομμύρια χαμένα για να επιβιώσει.
Οταν ένας εφοπλιστής επιχείρησε να αλλάξει το τουριστικό υπόδειγμα με μια ολοκληρωμένη μονάδα γύρω από ένα γήπεδο γκολφ, χρειάστηκε επίσης 20 χρόνια, άπειρο πείσμα και πολλά χαμένα εκατομμύρια για να ολοκληρώσει απλώς την επένδυσή του.
Μια μεγάλη ξένη εταιρεία που θα θελήσει να έρθει στην Ελλάδα για μια παραγωγική επένδυση και στον βαθμό που δεν θα έχει κάποιο τεράστιο τεχνολογικό πλεονέκτημα και δεν θα προσαρμοστεί ?συνήθως με έναν ντόπιο συνέταιρο... στην ελληνική γραφειοκρατία, το πιθανότερο είναι να τα εγκαταλείψει πριν καν ανοίξει.
Επιπροσθέτως, μια διεθνοποιημένη δικηγορική εταιρεία θα βρει απέναντί της τη μαχόμενη δικηγορία, μια εταιρεία ταξί τον μαχόμενο Λυμπερόπουλο, ένα φαρμακείο-επιχείρηση τον μαχόμενο Λουράντο, ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο τους μαχόμενους καθηγητές, ακόμα και ένα κομμωτήριο, όπως είδαμε από τη λίστα των κλειστών επαγγελμάτων, θα έχει να αντιμετωπίσει τους μαχόμενους κομμωτές.
Το γιατί όλα αυτά αντιστρατεύονται την ανάπτυξη είναι γνωστό στους οικονομολόγους. Το πλεονέκτημα του καπιταλισμού είναι αυτό που ο Σουμπέτερ ονόμασε δημιουργική καταστροφή. Το ότι είναι ανοικτός δηλαδή στον ανταγωνισμό, στις νέες τεχνολογίες και σε νέους τρόπους παραγωγής που μοιραία υποκαθιστούν τους υπάρχοντες.
Στην Ελλάδα η έννοια της ελεύθερης οικονομίας περιορίζεται στις πιστωτικές κάρτες, στην κατανάλωση και στις εισαγωγές. Ε, αυτό δεν φτάνει, ας το πάρουμε απόφαση!
«Γιατί τα έθνη αποτυγχάνουν», Ντ. Ατσέμογλου, Τζ. Ρόμπινσον.
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire