Υπάρχει ένα μέρος στον κόσμο το οποίο
δημιουργεί στην αίσθηση πως ό,τι συμβαίνει σήμερα έχει ξανασυμβεί. Μια
περιήγηση γύρω από τον τάφο του Κομφούκιου στο Τσου Φου της Κίνας. Εκεί
όπου η Ιστορία, η φύση, η σοφία και το μέλλον κάνουν παρέα
Αναστάσης Βιστωνίτης
«Πολύ κρίμα που δεν υπάρχει στην Αθήνα ο τάφος του Σωκράτη» μου είπε η Τσουνγκ Λινγκ, καθηγήτρια για χρόνια στο Πανεπιστήμιο Baptist του Χονγκ Κονγκ. Βρισκόμασταν μπροστά στον τάφο του Kομφούκιου στο Τσου Φου της επαρχίας Σαντόνγκ, μια πολύ μικρή πόλη για τα κινεζικά δεδομένα, μόλις 60.000 κατοίκων, την οποία οι Κινέζοι αποκαλούν «χωριό». Και όπως συμβαίνει συχνά στα μακρινά ταξίδια, το άλλο ταξίδι, το εσωτερικό, που λέγεται μνήμη, σε μεταφέρει αλλού.
Θυμόμουν εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Ιουλίου πριν από δώδεκα χρόνια, όταν στεκόμουν μπροστά στον τάφο του Καντ στο Καλίνινγκραντ της Ρωσίας, το παλιό Κένιξμπεργκ. Και έλεγα μέσα μου πως τάφοι πραγματικοί δεν υπάρχουν. Μόνο κενοτάφια, τα άδεια διαστήματα της ζωής μέσα στον άπειρο χρόνο του θανάτου.
Τον τάφο του Καντ τον σύλησαν στρατιώτες του σοβιετικού στρατού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προελαύνοντας για το Βερολίνο. Φαντάσματα από τις στέπες της Σιβηρίας που έφτασαν ως τη Βαλτική κυνηγώντας τα άλλα φαντάσματα, τους «Τεύτονες» του Χίτλερ που το πεπρωμένο τους είχε πλέον αλλάξει.
Και αυτόν εδώ τον τάφο άλλοι ζηλωτές προσπάθησαν να τον συλήσουν. Το μνημείο του τάφου οι ερυθροφρουροί δεν κατάφεραν να το καταστρέψουν. Αλλά τα σημάδια του βανδαλισμού στην κορυφή του είναι φανερά. Η ψηλή επιτύμβια στήλη είναι ραγισμένη σε τρία σημεία. Ομως ο τάφος και το μνημείο παραμένουν στη θέση τους. Οπως και η φύση. Αιώνια, ασύλληπτα ωραία, καθώς την αναρριπίζει η αύρα των εποχών που σου ξυπνά μια παράξενη νοσταλγία για το άγνωστο, για όσα δεν γνωρίζεις, κι όμως έχεις την αίσθηση ότι κάποτε πέρασαν από τη ζωή σου και άφησαν τα ίχνη τους σε κάποιο αόρατο κοίτασμα της ύπαρξής σου. Ναι, είμαστε περαστικοί, αλλά δεν είμαστε μόνοι.
Η ποίηση της Ιστορίας
Είναι εύκολο να πεις ότι στη Δύση έχουμε άλλη σχέση με την αιωνιότητα από ό,τι έχουν εδώ. Αυτό, φυσικά, σημαίνει πως αλλιώς αντιλαμβάνονται και τον χρόνο. Αν όμως είναι έτσι, πού σταματά η ποίηση της Ιστορίας και πού αρχίζει η αγριότητά της; Υπάρχουν οι νεκροί που ζουν και μετά θάνατον, υπάρχουν και οι απολύτως νεκροί, οι εξαφανισμένοι. Οσα σε περιβάλλουν εδώ νομίζεις ότι φτιάχτηκαν για να παραμείνουν όπως έχουν για πάντα – κι ας είναι κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά.
Τα πράγματα ζουν μέσα από το σχήμα τους και μόνο οι εικόνες είναι αθάνατες, όπως και η φύση. Σαν αυτή τώρα γύρω σου, που συνθέτει το άσκοπο της δημιουργίας με τις αναμνήσεις μέσα στο άρωμα της αίσθησης που αποπνέουν ο χώρος, τα ανάκτορα, οι τάφοι, οι ατελείωτοι κήποι, τα δέντρα και τα λουλούδια, τα ανάγλυφα, αυτά τα κτερίσματα του νεφρίτη στον άλλον τάφο, της αιωνιότητας, ακόμη και τα βαρβαρικά, καθώς λέμε, υφάσματα, τα ιερά, τα θυμιάματα, όλο τούτο το απίθανο πολύχρωμο σκηνικό μιας τελετουργίας που είναι συνεχώς παρούσα, που επίκειται, που τώρα λες θα αρχίσει, κι ωστόσο δεν αρχίζει ποτέ. Το πλήθος των ανακτόρων σε παραπέμπει σε μια φανταστική θρησκεία της καθημερινής ζωής που τους φανατικότερους υποστηρικτές της τους βρήκε αλλού.
Η αιωνιότητα εδώ είναι ένα συνεχές παρόν και το τοπίο σε αποφορτίζει από το βάρος της ζωής. Και το παρόν μετεωρίζεται ανάμεσα στα δέντρα και στο φως που περνάει από τα φυλλώματα, και είναι λες κι αυτό που περιμένεις να συμβεί αναστέλλεται διαρκώς, γιατί συνέβη τόσες φορές στο παρελθόν, ενώ έχεις την ανεξήγητη βεβαιότητα πως το γνωρίζεις. Εμείς έχουμε απολιθωμένες εικόνες της αιωνιότητας και αρχαιολογούμε συνεχώς, γι’ αυτό και ο πολιτισμός μας σημαδεύεται από την κατάρα που τη λέμε Ιστορία, τη μητριά των γεγονότων, την κακιά μητριά.
Σε αυτόν τον τόπο που διασώζει ανάλλαχτο, αλλά σε πλήθος εκφράσεις, το πρόσωπο του παντοτινού, τέτοιες σκέψεις δεν έχουν καμιά αξία. Εδώ βρίσκεται και θα συνεχίσει να υπάρχει ανάλλαχτος ο τόπος του Κομφούκιου – και τούτο είναι αρκετό. Ολα υπάρχουν, όλα είναι πραγματικά, και ας στήθηκαν πριν από 25 αιώνες. Μόνον η αίσθηση μοιάζει ασύλληπτη, τόσο έμμεση, τόσο αδιευκρίνιστη, που σου αδειάζει τον νου από κάθε πληροφορία.
Αρετή και παιδεία
Για ποια αίσθηση, ωστόσο, μιλάω; Τώρα, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, νομίζω πως ξέρω ή, για να κρατήσω μια επιφύλαξη, θαρρώ πως καταλαβαίνω: είναι η αόρατη παρουσία του Δασκάλου που αναπόφευκτα σε οδηγεί στις μεταθέσεις. Πώς πέρασε στα κείμενα του Καντ, του «Κινέζου από το Κένιξμπεργκ», όπως τον αποκαλούσε ο Νίτσε, πώς πέρασε στον Βολταίρο, στον Κανέτι, στον... στον...
Καθώς κυκλοφορώ ανάμεσα στους επισκέπτες, περνώντας από το ένα ανάκτορο στο άλλο, σκέφτομαι ότι δημιουργήσαμε την κοινωνιολογία και ανακαλύψαμε την πολιτειολογία με 2.500 χρόνια καθυστέρηση. Οι κοινωνίες και οι οικονομίες πρέπει να βασιστούν στην εκπαίδευση, λένε σήμερα κάτι σοφές καρακάξες σαν τον Γκρίνσπαν, 25 αιώνες μετά τον Κομφούκιο, ο οποίος έδωσε στην εκπαίδευση συμπαντικές διαστάσεις και τόνισε (όπως και στην κλασική Ελλάδα, γι’ αυτό η Τσουνγκ Λινγκ αναφέρθηκε στον Σωκράτη) ένα στοιχείο που δεν το αναφέρουν οι σημερινοί θεωρητικοί: την αρετή, ουσία της παιδείας, που με τη σειρά της συνιστά ουσία της σωστής διακυβέρνησης.
Ο Κομφούκιος δεν μίλησε για δημοκρατία, αυτή η έννοια παρέμεινε άγνωστη στην Ασία ως πρόσφατα σχεδόν. Μίλησε, όμως, για τον τρόπο με τον οποίο ολοκληρώνεται μια προσωπικότητα που οι αρχές της θα πρέπει να εναρμονίζονται με τους φυσικούς νόμους.
«Σπάνια κάνουν λάθη όσοι έχουν καθαρές ιδέες» έλεγε ο μεγάλος δάσκαλος. Αλλά οι καθαρές ιδέες απαιτούν καθαρές διατυπώσεις και αποκλείουν τη διγλωσσία που μαστίζει τη σύγχρονη πολιτική στις δικές μας κοινωνίες και καθιστά τη διγλωσσία ικανή και αναγκαία συνθήκη για να παραμείνει κανείς στην πολιτική αρένα.
Σε τέτοια μέρη δεν μπορεί παρά να σκέφτεσαι συνεχώς πως η Κίνα δεν είναι μόνον ο αρχαιότερος πολιτισμός, αλλά κι εκείνος που δεν διακόπηκε ποτέ, παρά την αποικιοκρατία, τις εισβολές και τους πολέμους. Τι σημαίνει, άλλωστε, η αιωνιότητα χωρίς τη διάρκεια; Σ’ εμάς φαντάζει σχεδόν αδιανόητο που 25 αιώνες μετά τον Κομφούκιο οι απόγονοί του εξακολουθούν να έρχονται στο Τσου Φου για να προσκυνήσουν τον τάφο του, να τιμήσουν τη μνήμη του και να βεβαιώσουν τους κάθε λογής κριτές και μάρτυρες πως το παρελθόν εξακολουθεί να είναι παρόν, πως είναι μια πραγματικότητα και όχι μια έννοια. Οσο κι αν φαίνεται φτιαχτό, είναι αληθινό.
Η σοφία του Κομφούκιου
Πρόσφατα είχε βρεθεί εδώ το κλιμάκιο των απογόνων του από όλα τα μήκη και τα πλάτη τής Γης, η 77η γενιά των απογόνων, το πιο πρόσφατο κλαδί του τεράστιου κομφουκιανού δέντρου που ήρθε να συνομιλήσει με τα αρχαία δέντρα των ανακτόρων.
Και πώς να μην είναι υπερήφανοι όλοι αυτοί οι εκ περάτων, πώς να μη χαμογελούν μπροστά στον φωτογραφικό φακό όταν ο μεγάλος πρόγονός τους συγκαταλέγεται στους δέκα σοφούς της ανθρωπότητας – σύμφωνα πάντα με τα δυτικά πρότυπα, διότι στην Ασία η επίδρασή του χρονολογείται από τον 4ο π.Χ. αιώνα, όταν η διδασκαλία του εξαπλωνόταν στη Βιρμανία, στην Ταϊλάνδη, στην Ινδονησία, στη Μαλαισία, στις Φιλιππίνες και στη Σιγκαπούρη.
Δέκα αιώνες μετά, το έργο του Κομφούκιου πέρασε στη Δύση: στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία και, τέλος, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τη σημασία της διδασκαλίας του συνοψίζει η ανακοίνωση της ομάδας των κατόχων του βραβείου Νομπέλ το 1988 στο Παρίσι: «Αν το ανθρώπινο γένος θέλει να επιβιώσει τον 21ο αιώνα, θα πρέπει να θυμηθούμε ξανά τα προηγούμενα 2.500 χρόνια και να αφομοιώσουμε την κομφουκιανή σοφία».
Πώς αφομοιώνεται αυτή η σοφία; Ο Κομφούκιος δεν άφησε πίσω του γραπτά. Τα «Ανάλεκτα» γράφτηκαν από μαθητές του – όπως συνέβη και με τον Σωκράτη, γι’ αυτό νομίζω έκανε τη συγκριτική παραπομπή η Τσουνγκ Λινγκ. Τα «Ανάλεκτα», όμως, θα πρέπει να διασώζουν όχι μόνο το πνεύμα, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και το γράμμα της κομφουκιανής διδασκαλίας, με πολύ μικρές παραλλαγές. Κοιτάζεις τα ανάκτορα γύρω και λες πως έτσι θα πρέπει να είναι – ή έτσι ταιριάζει καλύτερα.
Τα ανάκτορα του Κομφούκιου, λένε, είναι μαζί με το σύμπλεγμα κτισμάτων της Απαγορευμένης Πόλης στο Πεκίνο και το Καλοκαιρινό Ορεινό Θέρετρο στην πόλη Τσενγκντέ της επαρχίας Χεμπέι τα τρία σημαντικότερα αρχιτεκτονικά και πολιτιστικά μνημεία της Κίνας. Ωστόσο, εγώ θα έβαζα πάνω από όλα τα Θερινά Ανάκτορα έξω από το Πεκίνο, όχι μόνο γι’ αυτό που είναι, αλλά και για τα φαντάσματα που τα στοιχειώνουν. Εδώ δεν υπάρχουν φαντάσματα, μόνο σκιές ανάμεσα στα παλάτια και στα δέντρα που σου λένε πως ο κάτω κόσμος είναι η βυθισμένη εικόνα τού πάνω.
Δεν υπήρξε σχεδόν ούτε ένας ηγεμόνας, αν δεν κάνω λάθος, στην Ουράνια Αυτοκρατορία μετά τον θάνατο του Κομφούκιου που να μην πέρασε από δω, να μην πρόσθεσε μια επιγραφή, να μην επισκεύασε κάποια από τα αμέτρητα κτίσματα. Από τη δυναστεία των Γουάν και των Τζιν ως τη δυναστεία των Τσινγκ – γι’ αυτό και δεν παρέλειψε να περάσει από εδώ ο Τσιανλόνγκ, ο μέγιστος αυτοκράτορας του Μεσοβασιλείου, που σφράγισε τον τόπο με την παρουσία του.
Η τυραννία είναι πιο άγρια και από τίγρη
Αφήνω τις περιπέτειες, τις δηλώσεις και τις καταστροφές, αφήνω τις σκοτεινές σελίδες – όλα αυτά τα βάζει κανείς στην άκρη όταν βρίσκεται μπροστά στην ομορφιά τούτου του τοπίου και των κτισμάτων, του Πύργου της Βιβλιοθήκης και των 13 ανακτόρων που ονομάζονται Δεκατρείς Στήλες. Λέω «στήλες» και θυμάμαι τον Ελύτη που ήθελε οι μεταφράσεις του της Σαπφώς να δίνουν την αίσθηση της στήλης, το πώς ένας σύγχρονος ποιητής θέλει να βλέπει μνημειακά το παρόν και να χρησιμοποιεί, για αυτό, το παρελθόν, τι είδους μεταμορφώσεις επιφέρουν στον ψυχισμό και στη ζωή μας οι μεγάλες αυταπάτες.
Ο Ελύτης δεν ήρθε εδώ. Κανένας από όσους αγάπησα, ζωντανούς και νεκρούς, δεν ήρθε εδώ, και αναρωτιέμαι τώρα, αν είχαν περάσει από το Τσου Φου, τι θα έλεγαν – ή και τι δεν θα μπορούσαν να πουν. Να παραφράσω τον Αισχύλο: εδώ η ομορφιά σού «πατάει τη γλώσσα». Οπως τώρα που βρίσκομαι στο Φόρουμ της Βερικοκιάς, όπου ο Κομφούκιος, τριγυρισμένος από δέντρα βερικοκιάς, δίδασκε στους μαθητές του, «όταν κάνετε ένα λάθος, μη διστάζετε να το διορθώσετε» ή «όταν παραδέχεστε κι αυτά που ξέρετε κι αυτά που δεν ξέρετε, δείχνετε πως έχετε αποκτήσει την πραγματική γνώση» κι ακόμη, εκείνο το πολυχρησιμοποιημένο που σχεδόν ποτέ, όταν το λέμε, δεν σκεφτόμαστε ότι προέρχεται από τον Κομφούκιο: «Ποτέ μην κάνετε στους άλλους αυτό που δεν θέλετε να σας κάνουν οι ίδιοι».
Ναι, ξέρω, κοινοτοπίες. Μα τι θα πει κοινοτοπία; Γιατί είναι κοινότοπος αυτός που λέει πως η βαθύτερη γνώση συνοδεύεται κι από ικανό ποσοστό άγνοιας; Ποιο καλύτερο φάρμακο για τις ασθένειες της εξειδίκευσης; Ποια είναι η ολοκληρωμένη γνώση: αυτή που περιέχει τα πάντα ή εκείνη που δεν φοβάται το άγνωστο; Να τος, λοιπόν, ο μέγας αγνωστικιστής που μας κοροϊδεύει – και δίκαια. Και έπειτα η φράση που εδώ και πολλά χρόνια με παρακολουθεί –
σε λίγες λέξεις όλη η φιλοσοφία της πράξης: «Ενας τρόπος υπάρχει για να βγει κανείς από το σπίτι: η πόρτα». Ικανή να γεννήσει αυτοκτονικές σκέψεις σε κάθε σχετικιστή, αλλά οι σχετικιστές είναι οι τελευταίοι που σκέπτονται έτσι. Απλώς, διαβάζοντας κανείς τον Κομφούκιο, παύει να τους δίνει σημασία.
Η ξεναγός, αφού τελείωσε η πολύωρη περιήγηση, μου είπε μια ιστορία:
Οταν ο Κομφούκιος πήγαινε στο βασίλειο του Τσι και καθώς περνούσε από το όρος Τάι, συνάντησε μια γυναίκα που θρηνούσε. Ζήτησε από τον μαθητή του, Τζι Λου, που τον συνόδευε να τη ρωτήσει γιατί.
«Τον άντρα μου τον έφαγε μια τίγρη και τώρα αυτή τη μοίρα είχε και ο γιος μου».
«Γιατί δεν φεύγεις;» τη ρώτησε ο Τζι Λου.
«Εδώ δεν υπάρχει τυραννία» είπε η γυναίκα.
Ο Κομφούκιος την άκουσε, αναστέναξε και είπε:
«Η τυραννία είναι πιο άγρια κι από την τίγρη».
Η τελετή είναι γιορτή
Στο Τσου Φου παρά τον τουρισμό – ή ίσως εξαιτίας του – έχει διατηρηθεί η ανθρώπινη κλίμακα και δεν βλέπεις τα γιγάντια κτίρια με τα οποία έχουν γεμίσει τις σύγχρονες πόλεις τους οι Κινέζοι. Εδώ στην επαρχία του Σαντόνγκ, την πιο βιομηχανική και την πιο μολυσμένη της Κίνας. Ενα ξέφωτο του πολιτισμού στο βιομηχανικό τοπίο, ένας άλλος κόσμος που δεν εξηγεί τον νέο, αλλά λέει πολύ περισσότερα για την Κίνα από ό,τι όλα μαζί τα βιβλία, τις θεωρίες, ακόμη και τα ίδια τα κείμενα. Χαμηλή δόμηση, υπαίθριες αγορές, παλιές συνήθειες, ακόμη και ποδήλατα που τείνουν να εξαφανιστούν στις άλλες πόλεις της χώρας.
Παραμερίζει κανείς τις ψεύτικες αντίκες, τους βιομηχανικούς σφραγιδόλιθους που πουλιούνται πλέον με το κιλό στους τουριστικούς πάγκους. Δεν είναι δύσκολο. Μια φέτα καρπούζι από αυτά που πουλούν οι πλανόδιοι μικροπωλητές αρκεί, ή και μια ματιά στα ήρεμα πρόσωπα των ντόπιων στους δρόμους κι έξω από τα καταστήματα. Ή ακόμη ένα κεραμιδαριό, ένα ποδηλατάδικο ή μια καρβουναποθήκη έξω από την πόλη.
Απέναντι από το παλιό τείχος του ιστορικού κέντρου, συντηρημένου εξωτερικά, αλλά χωρίς να σου δίνει την εντύπωση του αναπαλαιωμένου, το βράδυ είχε συγκεντρωθεί σε παράταξη με στρατιωτική στοίχιση μια ομάδα με χάλκινα που εκτελούσε ένα παράξενο τελετουργικό, το οποίο παρέπεμπε σε τελετουργίες της αρχαίας εποχής. Ημουν τυχερός που το είδα, όχι για το γεγονός αυτό καθαυτό, αλλά γιατί συνέβαινε εδώ, στην πόλη εκείνου που έδινε πρωταρχική σημασία στις τελετές, όπου το ανθρώπινο σώμα, η τυποποίηση και τα σχετικά παίζουν πρωταρχικό ρόλο.
Τελετή ίσον γιορτή. Και η ζωή εκεί πρέπει να τείνει. Σε μια γιορτή όπου οι άνθρωποι τιμούν τους προγόνους τους, τιμούν την πειθαρχία, όχι όμως ως υπακοή, αλλά ως έκφραση της εσωτερικής ολοκλήρωσης, κινούνται αρμονικά – κι αυτό δείχνει υψηλό επίπεδο μάθησης – και τιμώντας όλα αυτά, τιμούν τον εαυτό τους.
Μέσα στο ημίφως, ο ήχος των χάλκινων έσπαζε τη σιωπή με επαναλαμβανόμενους κρότους που σου θύμιζαν πέρασμα ιππικού, αυτοκρατορικών αμαξών, στρατού συνοδείας. Στους δρόμους γύρω η σιωπή ήταν τέτοια, που στα διάκενα της τελετής θα μπορούσες, αν έστηνες αφτί, να ακούσεις ακόμη και το κλάμα ενός μωρού σε απόσταση πέντε οικοδομικών τετραγώνων ή το θρόισμα των φύλλων στο απέναντι πεζοδρόμιο και τον ανεπαίσθητο θόρυβο ενός ποδηλάτη τη στιγμή που περνούσε από δίπλα σου.
Την άλλη μέρα το πρωί, στην υπαίθρια αγορά, τα περίεργα μόνιππα, απομίμηση των μόνιππων της παλιάς εποχής που μετέφεραν τους άρχοντες, περίμεναν τους πελάτες που θα έκαναν μια μικρή βόλτα στην πόλη η οποία περιτριγυρίζεται από πλινθοποιεία, καρβουναποθήκες, συνεργεία αυτοκινήτων και ποδηλάτων. Μανδαρίνοι του τουρισμού. Οι παλιοί μανδαρίνοι, όταν παραιτούνταν από δημόσιο αξίωμα, έβγαζαν τις καρφίτσες που στήριζαν το καπέλο στα μαλλιά τους. Οι συμβολικές πράξεις τότε κάτι σήμαιναν. Και ο βάρβαρος και ο τύραννος συμπεριφέρονταν με ένα ορισμένο τυπικό. Την απομίμησή του την πουλούν και εδώ, μόνο που οι μανδαρίνοι της Δύσης φορούν καπελάκια του μπέιζμπολ και σπανίως παραιτούνται.
Η επέλαση του τουρίστα
Παλιές ιστορίες που επαναλαμβάνονται, γιατί αλλιώς πώς θα μπορούσε να πει κανείς, μισοκλείνοντας τα μάτια για να γίνει πιο πειστικός, εκείνη την εκτυφλωτική αφέλεια «ήμουν κι εγώ εκεί» – έστω και κατά λάθος; Ούτε κι έχει καμιά σημασία που δύσκολα βρίσκει κανείς αυθεντικές αντίκες πλέον στο Τσου Φου, όπως και στην υπόλοιπη Κίνα. Αλλωστε, το αυθεντικό από το γνήσιο, μόνον ένας ειδικός ή ένα πολύ ασκημένο μάτι μπορεί να το ξεχωρίσει. Τα ανοίγματα των τελευταίων ετών είχαν συνέπεια να ανεβεί κατακόρυφα ο αριθμός των τουριστών στην Κίνα που φρόντισαν μέσα σε ελάχιστα χρόνια να εξαφανίσουν από τις λαϊκές αγοράς ό,τι άξιζε και δεν άξιζε από τα αυθεντικά αντικείμενα μικροτεχνίας.
Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 εύρισκες γνήσια παλιά αντικείμενα. Τα μόνα που έχουν απομείνει σήμερα είναι πολλά ακόμη κόκκινα βιβλιαράκια με τη «σκέψη του Μάο» και εκατομμύρια φωτογραφίες του από τον καιρό της προσωπολατρίας οι οποίες κάποτε γέμιζαν τα σπίτια στις πόλεις και τα χωριά. Αλλά κι αυτά, που κάποτε τα εύρισκες σχεδόν δωρεάν, τα αγοράζεις πλέον σε τουριστικές τιμές. Τον καιρό της προσωπολατρίας ελάχιστα βιβλία τυπώνονταν, εξαιτίας του κομματικού ελέγχου και της λογοκρισίας. Κάνω, όμως, μια διαβολική σκέψη. Και πού να βρουν χρόνο τα τυπογραφεία να τυπώσουν βιβλία όταν δεν προλάβαιναν να τυπώνουν προπαγανδιστικό υλικό, αφίσες και φωτογραφίες του «Μεγάλου τιμονιέρη»;
Την επομένη ξαναναπήγα στο ανάκτορο του Δασκάλου. Μπροστά στον τάφο του υπάρχουν λουλούδια. Εχει θαυμάσια λιακάδα και το φως γράφει τα δικά του ιδεογράμματα επάνω στις σκιές των κυπαρισσιών, ταξιδεύει ανάμεσα στα φύλλα της ροδακινιάς, περνάει πάνω από τις χρυσοκίτρινες στέγες των παλατιών και τραβάει για το απέραντο νεκροταφείο των αξιωματούχων, όπου βρίσκονται θαμμένοι οι απόγονοι του Κομφούκιου. Αυτό το νεκροταφείο είναι ένας άλλος πανδέκτης που ονοματολογικά συνοψίζει την αυτοκρατορία.
Εξαφανίστε τον Κομφούκιο
Η στήλη πίσω από τον τάφο του Δασκάλου υψώνεται σαν μοναχικό σύμβολο ενός ανθρώπου που έβλεπε στον ύπνο του τον αυτοκράτορα των Τσόου και συνομιλούσε στα όρια της ζωής και του θανάτου μαζί του. Είκοσι πέντε αιώνες, κι όμως το μνημείο δεν το πείραξε κανείς. Ωσπου τον καιρό της Πολιτιστικής Επανάστασης από το Πεκίνο κατέβηκε η εντολή: καταστρέψτε τον τάφο του Κομφούκιου, εξαφανίστε το παρελθόν των μισητών αυτοκρατόρων και του αρχιλακέ τους. Οι ερυθροφρουροί είχαν κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του Δασκάλου και έκαιγαν τα βιβλία του, χωρίς να συνειδητοποιούν πως έκαναν ό,τι κι οι μισητοί αυτοκράτορες που πετούσαν στη φωτιά τα βιβλία των σοφών – όπως και τους ίδιους – μαζί με τα βιβλία του Κομφούκιου.
Οι κάτοικοι του Τσου Φου είπαν, «ναι», θα το κάνουμε – και δεν έκαναν τίποτε. Τότε κατέβηκαν με πούλμαν από την πρωτεύουσα ορδές αγανακτισμέων ερυθροφρουρών. Ανοιξαν τον τάφο του σοφού, όπως είχαν κάνει και με τους τάφους των Μινγκ έξω από το Μπανταλίν, κοντά στο Πεκίνο, δεν βρήκαν τίποτε και ξέσπασαν στο μνημείο. Η στήλη στην κορυφή της είναι σπασμένη σε τρία σημεία. Τα ίχνη του βανδαλισμού είναι φανερά και σήμερα.
Το ερώτημα είναι αφελές, αλλά δεν μπορείς να μην το υποβάλεις στον εαυτό σου: πώς ήταν δυνατόν εκατοντάδες χιλιάδες στη Δύση τη δεκαετία του ’60 να θαυμάζουν τους ερυθροφρουρούς και πού οφειλόταν αυτό το αμόκ της νεολαίας; Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος σαν τον Σαρτρ, ας πούμε, να έρθει εδώ, να δει τι γινόταν και να μην καταλάβει τίποτε; Το ερώτημα με απασχολούσε χρόνια, ώσπου άρχισα να σκέφτομαι το μίσος που έτρεφε ο θορυβοποιός γκουρού του Καρτιέ Λατέν για τον Μαλρό. Ο Μαλρό συνομιλούσε με τους πεθαμένους, τα πνεύματα των νεκρών πολιτισμών που τα συνάντησε νέος εδώ και στην κοιμισμένη εκείνα τα χρόνια του Μεσοπολέμου Ασία. Ο Σαρτρ ασχολήθηκε μόνο με τους ζωντανούς, εκείνους που ο θόρυβός τους ακούγεται από όλους, γιατί μόνο οι ζωντανοί θορυβούν, οι νεκροί είναι ίσκιοι που σωπαίνουν. Τους συναντούσε για να τους αποδείξει πως ήταν πιο έξυπνος από αυτούς (το σύμπλεγμά του απέναντι στον Καμύ). Εφυγε μαζί τους και ξεχάστηκε. Κακιά μοίρα για κάποιον που, μολονότι στοχάστηκε επάνω στην ανθρώπινη μοίρα, άφησε να τον ρουφήξει η καταβόθρα που λέγεται παρόν.
Σκέφτομαι τι να λένε, άραγε, μεταξύ τους, αν μιλούν για όλα τούτα, οι παλιοί ερυθροφρουροί. Δημοσίως, φυσικά, πολλοί από αυτούς καταδικάζουν τις αγριότητες εκείνης της εποχής. Τους βλέπω καμιά φορά στις φωτογραφίες. Μοιάζουν σαν γιαπωνέζοι μάνατζερ πλέον. Δικαίως αυθαιρετώ – στην πραγματικότητα δεν ξέρεις τι σκέφτονται – αλλά επιτρέπω την πολυτέλεια αυτή στον εαυτό μου. Αφού προέρχομαι από την περιφέρεια, λέω, ας φτιάξω κι εγώ τα δικά μου παραμύθια.
Ο αρχαίος κέδρος
Παράξενο. Πιο παράξενη, όμως, είναι η πίστη πως ο παλιός κέδρος που κοιτάζω αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με την επιγραφή την οποία μου μεταφράζουν, έχει φυτευτεί από τον ίδιο τον Κομφούκιο. Λένε πως ο Κομφούκιος έσπειρε τρεις κέδρους που όλοι τους χτυπήθηκαν από κεραυνό. Οι δύο δεν επέζησαν. Από τις ρίζες, όμως, του τρίτου φημολογείται πως τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του αυτοκράτορα Γιονγκ Τσενγκ της δυναστείας των Τσινγκ (1723) φύτρωσε αυτός ο κέδρος που παρατηρώ. Αποφασίζω να το πιστέψω και να ταυτίσω έτσι τη φύση με την αρχαιότητα. Αυτά που βλέπω δεν μοιάζουν παλιά, αλλά είναι – και το βρίσκω εκπληκτικό. Σε κανένα μέρος του κόσμου το παρελθόν δεν είναι τόσο χρονολογημένο όσο στην Κίνα.
Η στήλη είναι βασικό γνώρισμα των αρχαίων πολιτισμών – όπως άλλωστε και η βιβλιοθήκη. Ας δω, λοιπόν, τα στοιχεία: ο Πύργος της Βιβλιοθήκης είναι ένα τεράστιο κτίσμα που χρονολογείται από το 1018, την περίοδο της δυναστείας των Σονγκ. Το 1191, κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τζιν, επισκευάστηκε και το 1500, όταν οι Μινγκ κυβερνούσαν την Κίνα, επεκτάθηκε, και σήμερα το τριώροφο αυτό κτίσμα, που δίνει μια σχεδόν πλήρη αίσθηση της κλασικής κινεζικής αρχιτεκτονικής, φτάνει σε ύψος τα 23,35 μέτρα. Τα περισσότερα από τα βιβλία και τα καλλιγραφικά ντοκουμέντα που περιείχε καταστράφηκαν μέσα στα χρόνια, εξαιτίας των πολέμων που ταλαιπώρησαν τη χώρα.
Εξω από το κτίριο της βιβλιοθήκης υπάρχουν τέσσερις γιγαντιαίες αυτοκρατορικές στήλες που προστέθηκαν κατά την περίοδο που κυβερνούσαν οι Μινγκ. Μια από αυτές, που έχει ύψος έξι μέτρα, στηρίζεται σε βάση ύψους ενάμισι μέτρου, η οποία έχει σχήμα χελώνας. Επάνω στη στήλη είναι σκαλισμένοι υπέροχοι δράκοντες που πετούν γύρω από τον ήλιο. Μπροστά στην είσοδο της βιβλιοθήκης δεσπόζει ένα τεράστιο παλιό κυπαρίσσι που ο κορμός του μου φέρνει στον νου τη λατινική λέξη «vortex». Στρόβιλος λοιπόν. Θα μπορούσε να είναι γλυπτό του Μπρανκούζι ή της εποχής του αγγλικού βορτισισμού.
«Δουλεύω τρία χρόνια εδώ» μου είπε σε κάποια στιγμή την ώρα που έφευγα η ξεναγός. «Και κάθε μέρα που έρχομαι, έχω πάντα την ίδια αίσθηση: πως ό,τι συμβαίνει σήμερα έχει ξανασυμβεί».
Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 24/12/2012
Αναστάσης Βιστωνίτης
«Πολύ κρίμα που δεν υπάρχει στην Αθήνα ο τάφος του Σωκράτη» μου είπε η Τσουνγκ Λινγκ, καθηγήτρια για χρόνια στο Πανεπιστήμιο Baptist του Χονγκ Κονγκ. Βρισκόμασταν μπροστά στον τάφο του Kομφούκιου στο Τσου Φου της επαρχίας Σαντόνγκ, μια πολύ μικρή πόλη για τα κινεζικά δεδομένα, μόλις 60.000 κατοίκων, την οποία οι Κινέζοι αποκαλούν «χωριό». Και όπως συμβαίνει συχνά στα μακρινά ταξίδια, το άλλο ταξίδι, το εσωτερικό, που λέγεται μνήμη, σε μεταφέρει αλλού.
Θυμόμουν εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Ιουλίου πριν από δώδεκα χρόνια, όταν στεκόμουν μπροστά στον τάφο του Καντ στο Καλίνινγκραντ της Ρωσίας, το παλιό Κένιξμπεργκ. Και έλεγα μέσα μου πως τάφοι πραγματικοί δεν υπάρχουν. Μόνο κενοτάφια, τα άδεια διαστήματα της ζωής μέσα στον άπειρο χρόνο του θανάτου.
Τον τάφο του Καντ τον σύλησαν στρατιώτες του σοβιετικού στρατού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προελαύνοντας για το Βερολίνο. Φαντάσματα από τις στέπες της Σιβηρίας που έφτασαν ως τη Βαλτική κυνηγώντας τα άλλα φαντάσματα, τους «Τεύτονες» του Χίτλερ που το πεπρωμένο τους είχε πλέον αλλάξει.
Και αυτόν εδώ τον τάφο άλλοι ζηλωτές προσπάθησαν να τον συλήσουν. Το μνημείο του τάφου οι ερυθροφρουροί δεν κατάφεραν να το καταστρέψουν. Αλλά τα σημάδια του βανδαλισμού στην κορυφή του είναι φανερά. Η ψηλή επιτύμβια στήλη είναι ραγισμένη σε τρία σημεία. Ομως ο τάφος και το μνημείο παραμένουν στη θέση τους. Οπως και η φύση. Αιώνια, ασύλληπτα ωραία, καθώς την αναρριπίζει η αύρα των εποχών που σου ξυπνά μια παράξενη νοσταλγία για το άγνωστο, για όσα δεν γνωρίζεις, κι όμως έχεις την αίσθηση ότι κάποτε πέρασαν από τη ζωή σου και άφησαν τα ίχνη τους σε κάποιο αόρατο κοίτασμα της ύπαρξής σου. Ναι, είμαστε περαστικοί, αλλά δεν είμαστε μόνοι.
Η ποίηση της Ιστορίας
Είναι εύκολο να πεις ότι στη Δύση έχουμε άλλη σχέση με την αιωνιότητα από ό,τι έχουν εδώ. Αυτό, φυσικά, σημαίνει πως αλλιώς αντιλαμβάνονται και τον χρόνο. Αν όμως είναι έτσι, πού σταματά η ποίηση της Ιστορίας και πού αρχίζει η αγριότητά της; Υπάρχουν οι νεκροί που ζουν και μετά θάνατον, υπάρχουν και οι απολύτως νεκροί, οι εξαφανισμένοι. Οσα σε περιβάλλουν εδώ νομίζεις ότι φτιάχτηκαν για να παραμείνουν όπως έχουν για πάντα – κι ας είναι κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά.
Τα πράγματα ζουν μέσα από το σχήμα τους και μόνο οι εικόνες είναι αθάνατες, όπως και η φύση. Σαν αυτή τώρα γύρω σου, που συνθέτει το άσκοπο της δημιουργίας με τις αναμνήσεις μέσα στο άρωμα της αίσθησης που αποπνέουν ο χώρος, τα ανάκτορα, οι τάφοι, οι ατελείωτοι κήποι, τα δέντρα και τα λουλούδια, τα ανάγλυφα, αυτά τα κτερίσματα του νεφρίτη στον άλλον τάφο, της αιωνιότητας, ακόμη και τα βαρβαρικά, καθώς λέμε, υφάσματα, τα ιερά, τα θυμιάματα, όλο τούτο το απίθανο πολύχρωμο σκηνικό μιας τελετουργίας που είναι συνεχώς παρούσα, που επίκειται, που τώρα λες θα αρχίσει, κι ωστόσο δεν αρχίζει ποτέ. Το πλήθος των ανακτόρων σε παραπέμπει σε μια φανταστική θρησκεία της καθημερινής ζωής που τους φανατικότερους υποστηρικτές της τους βρήκε αλλού.
Η αιωνιότητα εδώ είναι ένα συνεχές παρόν και το τοπίο σε αποφορτίζει από το βάρος της ζωής. Και το παρόν μετεωρίζεται ανάμεσα στα δέντρα και στο φως που περνάει από τα φυλλώματα, και είναι λες κι αυτό που περιμένεις να συμβεί αναστέλλεται διαρκώς, γιατί συνέβη τόσες φορές στο παρελθόν, ενώ έχεις την ανεξήγητη βεβαιότητα πως το γνωρίζεις. Εμείς έχουμε απολιθωμένες εικόνες της αιωνιότητας και αρχαιολογούμε συνεχώς, γι’ αυτό και ο πολιτισμός μας σημαδεύεται από την κατάρα που τη λέμε Ιστορία, τη μητριά των γεγονότων, την κακιά μητριά.
Σε αυτόν τον τόπο που διασώζει ανάλλαχτο, αλλά σε πλήθος εκφράσεις, το πρόσωπο του παντοτινού, τέτοιες σκέψεις δεν έχουν καμιά αξία. Εδώ βρίσκεται και θα συνεχίσει να υπάρχει ανάλλαχτος ο τόπος του Κομφούκιου – και τούτο είναι αρκετό. Ολα υπάρχουν, όλα είναι πραγματικά, και ας στήθηκαν πριν από 25 αιώνες. Μόνον η αίσθηση μοιάζει ασύλληπτη, τόσο έμμεση, τόσο αδιευκρίνιστη, που σου αδειάζει τον νου από κάθε πληροφορία.
Αρετή και παιδεία
Για ποια αίσθηση, ωστόσο, μιλάω; Τώρα, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, νομίζω πως ξέρω ή, για να κρατήσω μια επιφύλαξη, θαρρώ πως καταλαβαίνω: είναι η αόρατη παρουσία του Δασκάλου που αναπόφευκτα σε οδηγεί στις μεταθέσεις. Πώς πέρασε στα κείμενα του Καντ, του «Κινέζου από το Κένιξμπεργκ», όπως τον αποκαλούσε ο Νίτσε, πώς πέρασε στον Βολταίρο, στον Κανέτι, στον... στον...
Καθώς κυκλοφορώ ανάμεσα στους επισκέπτες, περνώντας από το ένα ανάκτορο στο άλλο, σκέφτομαι ότι δημιουργήσαμε την κοινωνιολογία και ανακαλύψαμε την πολιτειολογία με 2.500 χρόνια καθυστέρηση. Οι κοινωνίες και οι οικονομίες πρέπει να βασιστούν στην εκπαίδευση, λένε σήμερα κάτι σοφές καρακάξες σαν τον Γκρίνσπαν, 25 αιώνες μετά τον Κομφούκιο, ο οποίος έδωσε στην εκπαίδευση συμπαντικές διαστάσεις και τόνισε (όπως και στην κλασική Ελλάδα, γι’ αυτό η Τσουνγκ Λινγκ αναφέρθηκε στον Σωκράτη) ένα στοιχείο που δεν το αναφέρουν οι σημερινοί θεωρητικοί: την αρετή, ουσία της παιδείας, που με τη σειρά της συνιστά ουσία της σωστής διακυβέρνησης.
Ο Κομφούκιος δεν μίλησε για δημοκρατία, αυτή η έννοια παρέμεινε άγνωστη στην Ασία ως πρόσφατα σχεδόν. Μίλησε, όμως, για τον τρόπο με τον οποίο ολοκληρώνεται μια προσωπικότητα που οι αρχές της θα πρέπει να εναρμονίζονται με τους φυσικούς νόμους.
«Σπάνια κάνουν λάθη όσοι έχουν καθαρές ιδέες» έλεγε ο μεγάλος δάσκαλος. Αλλά οι καθαρές ιδέες απαιτούν καθαρές διατυπώσεις και αποκλείουν τη διγλωσσία που μαστίζει τη σύγχρονη πολιτική στις δικές μας κοινωνίες και καθιστά τη διγλωσσία ικανή και αναγκαία συνθήκη για να παραμείνει κανείς στην πολιτική αρένα.
Σε τέτοια μέρη δεν μπορεί παρά να σκέφτεσαι συνεχώς πως η Κίνα δεν είναι μόνον ο αρχαιότερος πολιτισμός, αλλά κι εκείνος που δεν διακόπηκε ποτέ, παρά την αποικιοκρατία, τις εισβολές και τους πολέμους. Τι σημαίνει, άλλωστε, η αιωνιότητα χωρίς τη διάρκεια; Σ’ εμάς φαντάζει σχεδόν αδιανόητο που 25 αιώνες μετά τον Κομφούκιο οι απόγονοί του εξακολουθούν να έρχονται στο Τσου Φου για να προσκυνήσουν τον τάφο του, να τιμήσουν τη μνήμη του και να βεβαιώσουν τους κάθε λογής κριτές και μάρτυρες πως το παρελθόν εξακολουθεί να είναι παρόν, πως είναι μια πραγματικότητα και όχι μια έννοια. Οσο κι αν φαίνεται φτιαχτό, είναι αληθινό.
Η σοφία του Κομφούκιου
Πρόσφατα είχε βρεθεί εδώ το κλιμάκιο των απογόνων του από όλα τα μήκη και τα πλάτη τής Γης, η 77η γενιά των απογόνων, το πιο πρόσφατο κλαδί του τεράστιου κομφουκιανού δέντρου που ήρθε να συνομιλήσει με τα αρχαία δέντρα των ανακτόρων.
Και πώς να μην είναι υπερήφανοι όλοι αυτοί οι εκ περάτων, πώς να μη χαμογελούν μπροστά στον φωτογραφικό φακό όταν ο μεγάλος πρόγονός τους συγκαταλέγεται στους δέκα σοφούς της ανθρωπότητας – σύμφωνα πάντα με τα δυτικά πρότυπα, διότι στην Ασία η επίδρασή του χρονολογείται από τον 4ο π.Χ. αιώνα, όταν η διδασκαλία του εξαπλωνόταν στη Βιρμανία, στην Ταϊλάνδη, στην Ινδονησία, στη Μαλαισία, στις Φιλιππίνες και στη Σιγκαπούρη.
Δέκα αιώνες μετά, το έργο του Κομφούκιου πέρασε στη Δύση: στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία και, τέλος, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τη σημασία της διδασκαλίας του συνοψίζει η ανακοίνωση της ομάδας των κατόχων του βραβείου Νομπέλ το 1988 στο Παρίσι: «Αν το ανθρώπινο γένος θέλει να επιβιώσει τον 21ο αιώνα, θα πρέπει να θυμηθούμε ξανά τα προηγούμενα 2.500 χρόνια και να αφομοιώσουμε την κομφουκιανή σοφία».
Πώς αφομοιώνεται αυτή η σοφία; Ο Κομφούκιος δεν άφησε πίσω του γραπτά. Τα «Ανάλεκτα» γράφτηκαν από μαθητές του – όπως συνέβη και με τον Σωκράτη, γι’ αυτό νομίζω έκανε τη συγκριτική παραπομπή η Τσουνγκ Λινγκ. Τα «Ανάλεκτα», όμως, θα πρέπει να διασώζουν όχι μόνο το πνεύμα, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και το γράμμα της κομφουκιανής διδασκαλίας, με πολύ μικρές παραλλαγές. Κοιτάζεις τα ανάκτορα γύρω και λες πως έτσι θα πρέπει να είναι – ή έτσι ταιριάζει καλύτερα.
Τα ανάκτορα του Κομφούκιου, λένε, είναι μαζί με το σύμπλεγμα κτισμάτων της Απαγορευμένης Πόλης στο Πεκίνο και το Καλοκαιρινό Ορεινό Θέρετρο στην πόλη Τσενγκντέ της επαρχίας Χεμπέι τα τρία σημαντικότερα αρχιτεκτονικά και πολιτιστικά μνημεία της Κίνας. Ωστόσο, εγώ θα έβαζα πάνω από όλα τα Θερινά Ανάκτορα έξω από το Πεκίνο, όχι μόνο γι’ αυτό που είναι, αλλά και για τα φαντάσματα που τα στοιχειώνουν. Εδώ δεν υπάρχουν φαντάσματα, μόνο σκιές ανάμεσα στα παλάτια και στα δέντρα που σου λένε πως ο κάτω κόσμος είναι η βυθισμένη εικόνα τού πάνω.
Δεν υπήρξε σχεδόν ούτε ένας ηγεμόνας, αν δεν κάνω λάθος, στην Ουράνια Αυτοκρατορία μετά τον θάνατο του Κομφούκιου που να μην πέρασε από δω, να μην πρόσθεσε μια επιγραφή, να μην επισκεύασε κάποια από τα αμέτρητα κτίσματα. Από τη δυναστεία των Γουάν και των Τζιν ως τη δυναστεία των Τσινγκ – γι’ αυτό και δεν παρέλειψε να περάσει από εδώ ο Τσιανλόνγκ, ο μέγιστος αυτοκράτορας του Μεσοβασιλείου, που σφράγισε τον τόπο με την παρουσία του.
Η τυραννία είναι πιο άγρια και από τίγρη
Αφήνω τις περιπέτειες, τις δηλώσεις και τις καταστροφές, αφήνω τις σκοτεινές σελίδες – όλα αυτά τα βάζει κανείς στην άκρη όταν βρίσκεται μπροστά στην ομορφιά τούτου του τοπίου και των κτισμάτων, του Πύργου της Βιβλιοθήκης και των 13 ανακτόρων που ονομάζονται Δεκατρείς Στήλες. Λέω «στήλες» και θυμάμαι τον Ελύτη που ήθελε οι μεταφράσεις του της Σαπφώς να δίνουν την αίσθηση της στήλης, το πώς ένας σύγχρονος ποιητής θέλει να βλέπει μνημειακά το παρόν και να χρησιμοποιεί, για αυτό, το παρελθόν, τι είδους μεταμορφώσεις επιφέρουν στον ψυχισμό και στη ζωή μας οι μεγάλες αυταπάτες.
Ο Ελύτης δεν ήρθε εδώ. Κανένας από όσους αγάπησα, ζωντανούς και νεκρούς, δεν ήρθε εδώ, και αναρωτιέμαι τώρα, αν είχαν περάσει από το Τσου Φου, τι θα έλεγαν – ή και τι δεν θα μπορούσαν να πουν. Να παραφράσω τον Αισχύλο: εδώ η ομορφιά σού «πατάει τη γλώσσα». Οπως τώρα που βρίσκομαι στο Φόρουμ της Βερικοκιάς, όπου ο Κομφούκιος, τριγυρισμένος από δέντρα βερικοκιάς, δίδασκε στους μαθητές του, «όταν κάνετε ένα λάθος, μη διστάζετε να το διορθώσετε» ή «όταν παραδέχεστε κι αυτά που ξέρετε κι αυτά που δεν ξέρετε, δείχνετε πως έχετε αποκτήσει την πραγματική γνώση» κι ακόμη, εκείνο το πολυχρησιμοποιημένο που σχεδόν ποτέ, όταν το λέμε, δεν σκεφτόμαστε ότι προέρχεται από τον Κομφούκιο: «Ποτέ μην κάνετε στους άλλους αυτό που δεν θέλετε να σας κάνουν οι ίδιοι».
Ναι, ξέρω, κοινοτοπίες. Μα τι θα πει κοινοτοπία; Γιατί είναι κοινότοπος αυτός που λέει πως η βαθύτερη γνώση συνοδεύεται κι από ικανό ποσοστό άγνοιας; Ποιο καλύτερο φάρμακο για τις ασθένειες της εξειδίκευσης; Ποια είναι η ολοκληρωμένη γνώση: αυτή που περιέχει τα πάντα ή εκείνη που δεν φοβάται το άγνωστο; Να τος, λοιπόν, ο μέγας αγνωστικιστής που μας κοροϊδεύει – και δίκαια. Και έπειτα η φράση που εδώ και πολλά χρόνια με παρακολουθεί –
σε λίγες λέξεις όλη η φιλοσοφία της πράξης: «Ενας τρόπος υπάρχει για να βγει κανείς από το σπίτι: η πόρτα». Ικανή να γεννήσει αυτοκτονικές σκέψεις σε κάθε σχετικιστή, αλλά οι σχετικιστές είναι οι τελευταίοι που σκέπτονται έτσι. Απλώς, διαβάζοντας κανείς τον Κομφούκιο, παύει να τους δίνει σημασία.
Η ξεναγός, αφού τελείωσε η πολύωρη περιήγηση, μου είπε μια ιστορία:
Οταν ο Κομφούκιος πήγαινε στο βασίλειο του Τσι και καθώς περνούσε από το όρος Τάι, συνάντησε μια γυναίκα που θρηνούσε. Ζήτησε από τον μαθητή του, Τζι Λου, που τον συνόδευε να τη ρωτήσει γιατί.
«Τον άντρα μου τον έφαγε μια τίγρη και τώρα αυτή τη μοίρα είχε και ο γιος μου».
«Γιατί δεν φεύγεις;» τη ρώτησε ο Τζι Λου.
«Εδώ δεν υπάρχει τυραννία» είπε η γυναίκα.
Ο Κομφούκιος την άκουσε, αναστέναξε και είπε:
«Η τυραννία είναι πιο άγρια κι από την τίγρη».
Η τελετή είναι γιορτή
Στο Τσου Φου παρά τον τουρισμό – ή ίσως εξαιτίας του – έχει διατηρηθεί η ανθρώπινη κλίμακα και δεν βλέπεις τα γιγάντια κτίρια με τα οποία έχουν γεμίσει τις σύγχρονες πόλεις τους οι Κινέζοι. Εδώ στην επαρχία του Σαντόνγκ, την πιο βιομηχανική και την πιο μολυσμένη της Κίνας. Ενα ξέφωτο του πολιτισμού στο βιομηχανικό τοπίο, ένας άλλος κόσμος που δεν εξηγεί τον νέο, αλλά λέει πολύ περισσότερα για την Κίνα από ό,τι όλα μαζί τα βιβλία, τις θεωρίες, ακόμη και τα ίδια τα κείμενα. Χαμηλή δόμηση, υπαίθριες αγορές, παλιές συνήθειες, ακόμη και ποδήλατα που τείνουν να εξαφανιστούν στις άλλες πόλεις της χώρας.
Παραμερίζει κανείς τις ψεύτικες αντίκες, τους βιομηχανικούς σφραγιδόλιθους που πουλιούνται πλέον με το κιλό στους τουριστικούς πάγκους. Δεν είναι δύσκολο. Μια φέτα καρπούζι από αυτά που πουλούν οι πλανόδιοι μικροπωλητές αρκεί, ή και μια ματιά στα ήρεμα πρόσωπα των ντόπιων στους δρόμους κι έξω από τα καταστήματα. Ή ακόμη ένα κεραμιδαριό, ένα ποδηλατάδικο ή μια καρβουναποθήκη έξω από την πόλη.
Απέναντι από το παλιό τείχος του ιστορικού κέντρου, συντηρημένου εξωτερικά, αλλά χωρίς να σου δίνει την εντύπωση του αναπαλαιωμένου, το βράδυ είχε συγκεντρωθεί σε παράταξη με στρατιωτική στοίχιση μια ομάδα με χάλκινα που εκτελούσε ένα παράξενο τελετουργικό, το οποίο παρέπεμπε σε τελετουργίες της αρχαίας εποχής. Ημουν τυχερός που το είδα, όχι για το γεγονός αυτό καθαυτό, αλλά γιατί συνέβαινε εδώ, στην πόλη εκείνου που έδινε πρωταρχική σημασία στις τελετές, όπου το ανθρώπινο σώμα, η τυποποίηση και τα σχετικά παίζουν πρωταρχικό ρόλο.
Τελετή ίσον γιορτή. Και η ζωή εκεί πρέπει να τείνει. Σε μια γιορτή όπου οι άνθρωποι τιμούν τους προγόνους τους, τιμούν την πειθαρχία, όχι όμως ως υπακοή, αλλά ως έκφραση της εσωτερικής ολοκλήρωσης, κινούνται αρμονικά – κι αυτό δείχνει υψηλό επίπεδο μάθησης – και τιμώντας όλα αυτά, τιμούν τον εαυτό τους.
Μέσα στο ημίφως, ο ήχος των χάλκινων έσπαζε τη σιωπή με επαναλαμβανόμενους κρότους που σου θύμιζαν πέρασμα ιππικού, αυτοκρατορικών αμαξών, στρατού συνοδείας. Στους δρόμους γύρω η σιωπή ήταν τέτοια, που στα διάκενα της τελετής θα μπορούσες, αν έστηνες αφτί, να ακούσεις ακόμη και το κλάμα ενός μωρού σε απόσταση πέντε οικοδομικών τετραγώνων ή το θρόισμα των φύλλων στο απέναντι πεζοδρόμιο και τον ανεπαίσθητο θόρυβο ενός ποδηλάτη τη στιγμή που περνούσε από δίπλα σου.
Την άλλη μέρα το πρωί, στην υπαίθρια αγορά, τα περίεργα μόνιππα, απομίμηση των μόνιππων της παλιάς εποχής που μετέφεραν τους άρχοντες, περίμεναν τους πελάτες που θα έκαναν μια μικρή βόλτα στην πόλη η οποία περιτριγυρίζεται από πλινθοποιεία, καρβουναποθήκες, συνεργεία αυτοκινήτων και ποδηλάτων. Μανδαρίνοι του τουρισμού. Οι παλιοί μανδαρίνοι, όταν παραιτούνταν από δημόσιο αξίωμα, έβγαζαν τις καρφίτσες που στήριζαν το καπέλο στα μαλλιά τους. Οι συμβολικές πράξεις τότε κάτι σήμαιναν. Και ο βάρβαρος και ο τύραννος συμπεριφέρονταν με ένα ορισμένο τυπικό. Την απομίμησή του την πουλούν και εδώ, μόνο που οι μανδαρίνοι της Δύσης φορούν καπελάκια του μπέιζμπολ και σπανίως παραιτούνται.
Η επέλαση του τουρίστα
Παλιές ιστορίες που επαναλαμβάνονται, γιατί αλλιώς πώς θα μπορούσε να πει κανείς, μισοκλείνοντας τα μάτια για να γίνει πιο πειστικός, εκείνη την εκτυφλωτική αφέλεια «ήμουν κι εγώ εκεί» – έστω και κατά λάθος; Ούτε κι έχει καμιά σημασία που δύσκολα βρίσκει κανείς αυθεντικές αντίκες πλέον στο Τσου Φου, όπως και στην υπόλοιπη Κίνα. Αλλωστε, το αυθεντικό από το γνήσιο, μόνον ένας ειδικός ή ένα πολύ ασκημένο μάτι μπορεί να το ξεχωρίσει. Τα ανοίγματα των τελευταίων ετών είχαν συνέπεια να ανεβεί κατακόρυφα ο αριθμός των τουριστών στην Κίνα που φρόντισαν μέσα σε ελάχιστα χρόνια να εξαφανίσουν από τις λαϊκές αγοράς ό,τι άξιζε και δεν άξιζε από τα αυθεντικά αντικείμενα μικροτεχνίας.
Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 εύρισκες γνήσια παλιά αντικείμενα. Τα μόνα που έχουν απομείνει σήμερα είναι πολλά ακόμη κόκκινα βιβλιαράκια με τη «σκέψη του Μάο» και εκατομμύρια φωτογραφίες του από τον καιρό της προσωπολατρίας οι οποίες κάποτε γέμιζαν τα σπίτια στις πόλεις και τα χωριά. Αλλά κι αυτά, που κάποτε τα εύρισκες σχεδόν δωρεάν, τα αγοράζεις πλέον σε τουριστικές τιμές. Τον καιρό της προσωπολατρίας ελάχιστα βιβλία τυπώνονταν, εξαιτίας του κομματικού ελέγχου και της λογοκρισίας. Κάνω, όμως, μια διαβολική σκέψη. Και πού να βρουν χρόνο τα τυπογραφεία να τυπώσουν βιβλία όταν δεν προλάβαιναν να τυπώνουν προπαγανδιστικό υλικό, αφίσες και φωτογραφίες του «Μεγάλου τιμονιέρη»;
Την επομένη ξαναναπήγα στο ανάκτορο του Δασκάλου. Μπροστά στον τάφο του υπάρχουν λουλούδια. Εχει θαυμάσια λιακάδα και το φως γράφει τα δικά του ιδεογράμματα επάνω στις σκιές των κυπαρισσιών, ταξιδεύει ανάμεσα στα φύλλα της ροδακινιάς, περνάει πάνω από τις χρυσοκίτρινες στέγες των παλατιών και τραβάει για το απέραντο νεκροταφείο των αξιωματούχων, όπου βρίσκονται θαμμένοι οι απόγονοι του Κομφούκιου. Αυτό το νεκροταφείο είναι ένας άλλος πανδέκτης που ονοματολογικά συνοψίζει την αυτοκρατορία.
Εξαφανίστε τον Κομφούκιο
Η στήλη πίσω από τον τάφο του Δασκάλου υψώνεται σαν μοναχικό σύμβολο ενός ανθρώπου που έβλεπε στον ύπνο του τον αυτοκράτορα των Τσόου και συνομιλούσε στα όρια της ζωής και του θανάτου μαζί του. Είκοσι πέντε αιώνες, κι όμως το μνημείο δεν το πείραξε κανείς. Ωσπου τον καιρό της Πολιτιστικής Επανάστασης από το Πεκίνο κατέβηκε η εντολή: καταστρέψτε τον τάφο του Κομφούκιου, εξαφανίστε το παρελθόν των μισητών αυτοκρατόρων και του αρχιλακέ τους. Οι ερυθροφρουροί είχαν κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του Δασκάλου και έκαιγαν τα βιβλία του, χωρίς να συνειδητοποιούν πως έκαναν ό,τι κι οι μισητοί αυτοκράτορες που πετούσαν στη φωτιά τα βιβλία των σοφών – όπως και τους ίδιους – μαζί με τα βιβλία του Κομφούκιου.
Οι κάτοικοι του Τσου Φου είπαν, «ναι», θα το κάνουμε – και δεν έκαναν τίποτε. Τότε κατέβηκαν με πούλμαν από την πρωτεύουσα ορδές αγανακτισμέων ερυθροφρουρών. Ανοιξαν τον τάφο του σοφού, όπως είχαν κάνει και με τους τάφους των Μινγκ έξω από το Μπανταλίν, κοντά στο Πεκίνο, δεν βρήκαν τίποτε και ξέσπασαν στο μνημείο. Η στήλη στην κορυφή της είναι σπασμένη σε τρία σημεία. Τα ίχνη του βανδαλισμού είναι φανερά και σήμερα.
Το ερώτημα είναι αφελές, αλλά δεν μπορείς να μην το υποβάλεις στον εαυτό σου: πώς ήταν δυνατόν εκατοντάδες χιλιάδες στη Δύση τη δεκαετία του ’60 να θαυμάζουν τους ερυθροφρουρούς και πού οφειλόταν αυτό το αμόκ της νεολαίας; Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος σαν τον Σαρτρ, ας πούμε, να έρθει εδώ, να δει τι γινόταν και να μην καταλάβει τίποτε; Το ερώτημα με απασχολούσε χρόνια, ώσπου άρχισα να σκέφτομαι το μίσος που έτρεφε ο θορυβοποιός γκουρού του Καρτιέ Λατέν για τον Μαλρό. Ο Μαλρό συνομιλούσε με τους πεθαμένους, τα πνεύματα των νεκρών πολιτισμών που τα συνάντησε νέος εδώ και στην κοιμισμένη εκείνα τα χρόνια του Μεσοπολέμου Ασία. Ο Σαρτρ ασχολήθηκε μόνο με τους ζωντανούς, εκείνους που ο θόρυβός τους ακούγεται από όλους, γιατί μόνο οι ζωντανοί θορυβούν, οι νεκροί είναι ίσκιοι που σωπαίνουν. Τους συναντούσε για να τους αποδείξει πως ήταν πιο έξυπνος από αυτούς (το σύμπλεγμά του απέναντι στον Καμύ). Εφυγε μαζί τους και ξεχάστηκε. Κακιά μοίρα για κάποιον που, μολονότι στοχάστηκε επάνω στην ανθρώπινη μοίρα, άφησε να τον ρουφήξει η καταβόθρα που λέγεται παρόν.
Σκέφτομαι τι να λένε, άραγε, μεταξύ τους, αν μιλούν για όλα τούτα, οι παλιοί ερυθροφρουροί. Δημοσίως, φυσικά, πολλοί από αυτούς καταδικάζουν τις αγριότητες εκείνης της εποχής. Τους βλέπω καμιά φορά στις φωτογραφίες. Μοιάζουν σαν γιαπωνέζοι μάνατζερ πλέον. Δικαίως αυθαιρετώ – στην πραγματικότητα δεν ξέρεις τι σκέφτονται – αλλά επιτρέπω την πολυτέλεια αυτή στον εαυτό μου. Αφού προέρχομαι από την περιφέρεια, λέω, ας φτιάξω κι εγώ τα δικά μου παραμύθια.
Ο αρχαίος κέδρος
Παράξενο. Πιο παράξενη, όμως, είναι η πίστη πως ο παλιός κέδρος που κοιτάζω αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με την επιγραφή την οποία μου μεταφράζουν, έχει φυτευτεί από τον ίδιο τον Κομφούκιο. Λένε πως ο Κομφούκιος έσπειρε τρεις κέδρους που όλοι τους χτυπήθηκαν από κεραυνό. Οι δύο δεν επέζησαν. Από τις ρίζες, όμως, του τρίτου φημολογείται πως τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του αυτοκράτορα Γιονγκ Τσενγκ της δυναστείας των Τσινγκ (1723) φύτρωσε αυτός ο κέδρος που παρατηρώ. Αποφασίζω να το πιστέψω και να ταυτίσω έτσι τη φύση με την αρχαιότητα. Αυτά που βλέπω δεν μοιάζουν παλιά, αλλά είναι – και το βρίσκω εκπληκτικό. Σε κανένα μέρος του κόσμου το παρελθόν δεν είναι τόσο χρονολογημένο όσο στην Κίνα.
Η στήλη είναι βασικό γνώρισμα των αρχαίων πολιτισμών – όπως άλλωστε και η βιβλιοθήκη. Ας δω, λοιπόν, τα στοιχεία: ο Πύργος της Βιβλιοθήκης είναι ένα τεράστιο κτίσμα που χρονολογείται από το 1018, την περίοδο της δυναστείας των Σονγκ. Το 1191, κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τζιν, επισκευάστηκε και το 1500, όταν οι Μινγκ κυβερνούσαν την Κίνα, επεκτάθηκε, και σήμερα το τριώροφο αυτό κτίσμα, που δίνει μια σχεδόν πλήρη αίσθηση της κλασικής κινεζικής αρχιτεκτονικής, φτάνει σε ύψος τα 23,35 μέτρα. Τα περισσότερα από τα βιβλία και τα καλλιγραφικά ντοκουμέντα που περιείχε καταστράφηκαν μέσα στα χρόνια, εξαιτίας των πολέμων που ταλαιπώρησαν τη χώρα.
Εξω από το κτίριο της βιβλιοθήκης υπάρχουν τέσσερις γιγαντιαίες αυτοκρατορικές στήλες που προστέθηκαν κατά την περίοδο που κυβερνούσαν οι Μινγκ. Μια από αυτές, που έχει ύψος έξι μέτρα, στηρίζεται σε βάση ύψους ενάμισι μέτρου, η οποία έχει σχήμα χελώνας. Επάνω στη στήλη είναι σκαλισμένοι υπέροχοι δράκοντες που πετούν γύρω από τον ήλιο. Μπροστά στην είσοδο της βιβλιοθήκης δεσπόζει ένα τεράστιο παλιό κυπαρίσσι που ο κορμός του μου φέρνει στον νου τη λατινική λέξη «vortex». Στρόβιλος λοιπόν. Θα μπορούσε να είναι γλυπτό του Μπρανκούζι ή της εποχής του αγγλικού βορτισισμού.
«Δουλεύω τρία χρόνια εδώ» μου είπε σε κάποια στιγμή την ώρα που έφευγα η ξεναγός. «Και κάθε μέρα που έρχομαι, έχω πάντα την ίδια αίσθηση: πως ό,τι συμβαίνει σήμερα έχει ξανασυμβεί».
Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 24/12/2012
Aucun commentaire:
Enregistrer un commentaire